Αγαπητά μου παιδιά
Αρτι αφιχθείς στην λαμπρή περιφέρεια συμπρωτευούσης, μετά τη θέαση άλλων περιφερειών (εντός, εκτός και επί τα αυτά μαγιό, επί των οποίων είναι αναφανδόν προσηλωμένο ασκαρδαμυκτί επί τρίμηνο το έθνος και οι αλλοεθνείς), είπα να σας γράψω ένα γράμμα και να σας πω τα νέα μου.
Σαν καλός αριστερός (έτσι όπως το εννοεί ο ελλιποβαρής εγκέφαλός μου και μαζί του και μια πλειάδα «συντρόφων»), το πρώτο πράγμα που έκανα άμα τη επιστροφή στη γενέθλια πόλη, ήταν να πάω στο αγαπημένο κουτούκι, να ανανεώσω την καρτέλα των επαναστατικών ενσήμων μου, που περιήλθε σε λόγω θέρους αδράνεια.
Λίγο πιο κει, ομοίως σκεπτόμενοι και πράττοντες φαντάζομαι, τρωγόπιναν τρεις αρθρογράφοι ανάμεσα σε άλλους, κανονικούς ανθρώπους. Ο εις, γνωστός από άρθρα σε μεγάλη πανελλαδική εφημερίδα και μάρτυρας (μάρτυς μου ο θεός) στη δική σας δίκη, που βρέθηκε στην ερωτική πόλη μας. Ο έτερος εξ ήσσονος εφημερίδος της αριστεράς (και της προόδου εννοείται) και ο τρίτος μετά του Συν, των cinemas και της πολιτικοπνευματικής καθοδήγησης της πόλης ασχολούμενος. Ολα όμορφα, όλα ειρηνικά στις πρώτες μέρες του φθινοπώρου, όπου ο κάθε ερασιτεχνικά ή κατ’ αντιμισθία ενασχολούμενος με την προοπτική (και μόνον) ανατροπής του καπιταλισμού κατά τη χειμερινή περίοδο, αφήνεται στη ραστώνη, τις αναπολήσεις και την ανάλυση των όσων κατέγραψε η φωτογραφική μηχανή του για να δει αργότερα πού είχε πάει. Μετρώντας την ομορφιά των τόπων που περιδιάβηκε και συγκρίνοντάς την με εκείνη των άλλων, ακριβώς όπως μετρούσαμε τα τσουτσούνια μας μικροί, κάτω από την ίδια αγωνία: Μη και μείνουμε έξω από την πρωτοπορία ή έστω την αποδοχή. Στο μεταξύ όμως, το δέντρο του καπιταλισμού έχει θεριέψει μέσα από θερινά νομοσχέδια και άλλα κόλπα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους καλικάντζαρους κατά το δωδεκαήμερο της απουσίας τους από τα ανατρεπτικά καθήκοντά τους, για να μαλακίζονται εν τη κυνωνία των ανθρώπων, ομού μεθ’ εκείνων.
Το κουτούκι καλό, απλό, φτιαγμένο με κόπο και φαντασία από τίμιους εργάτες, για να βρίσκουν απάνεμο λιμάνι οι ψυχές των ανθρώπων. Εχει κι ένα τετράδιο όπου ο καθένας μπορεί να καταθέσει δυο λόγια, μεθυσμένα ή όχι.
Κάποια στιγμή το τετράδιο ήρθε στα χέρια μου, όπως κάθε σχεδόν φορά που θέλω να ταξιδέψω σ’ άλλες ψυχές. Και χωρίς σκοπό, είδα τι είχε ήδη γράψει ο γνωστότερος εκ των αρθρογράφων:
«Ο έρωτας είναι μαρξισμός – λενινισμός της εποχής μας». Και δίπλα φαρδύ – πλατύ το πλήρες όνομά του, διότι μπορεί να λέμε ότι η ιδιοκτησία είναι κλοπή, αλλά όχι και η πνευματική τοιαύτη (αφού όλα έχουν πια ειπωθεί) και κυρίως, όχι η δική μας.
Αμέσως κατάλαβα, για πολλοστή φορά, πόσο μαλάκας είμαι τελικά (ίσως και εξ αρχής). Ωστε έγινε αναπροσαρμογή, μεταρρύθμιση που λέει κι Λούθηρος – δάμαλος, βρέθηκε το υποκατάστατο! Πρέπει να ερωτευτώ, να συνουσιαστώ (γιατί σε τέτοιες ηλικίες, όπως και στην εφηβεία, το σπέρμα εγκλωβίζεται, ξεχειλίζει κι αν δεν βρει την πρέπουσα διέξοδο αναγκάζεται να βγει από το στόμα – ή από το στιλό), να χαμουρευτώ για να γίνω μαρξιστής – λενινιστής της εποχής! Κι εγώ ο ανεύθυνος διάβαζα το «Κεφάλαιο» την ώρα που το μεγάλο κουφάλαιο αντιπαλεύεται πια δια του έρωτος! Πριν βγω προς αναζήτηση καλλίπυγων κορασίδων, ώστε να πραγματώσω την μετάβαση στη δικτατορία του προλεταριάτου κι από εκεί (ξαναπηδώντας και ξενοπηδώντας) στην αταξική κοινωνία, φρόντισα να του στείλω μιαν απάντηση:
«Κάποιοι μαρξιστές – λενινιστές αυτή την ώρα κοιμούνται σε κελιά τρία μέτρα κάτω από τη γη, προδομένοι από την εποχή μας και τους κρυφά ερωτευμένους μ’ αυτήν».
Δεν υπέγραψα, δεν χρειαζόταν αφού είδε ότι ήμουν ένας κάποιος ανώνυμος βλαμμένος παραδίπλα τους.
Αφού έφυγε πλήρης οίνου (δεν ήταν ώρα για διάλογο μ’ άλλον, μάλλον), ήρθε ξανά το τετράδιο με τη δευτερολογία του:
«Οι ιδέες δεν πεθαίνουν ποτέ! Αντίθετα βρυκολακιάζουν κι επιστρέφουν στα όνειρά μας μέχρι να γίνουν πραγματικότητα».
Εμεινα να ακούω τη φθινοπωρινή βροχή μέσα στη βαθιά νύχτα, που δεκαετίες τώρα εμποδίζει τον ήλιο. Χίλιες σκέψεις σφύριζαν στο μυαλό μου, καθώς ένας άλλος από την παρέα τους, ένας κρατικοδίαιτος πεσών του οχταώρου ως δόκτορ Τζέκιλ, που τις νύχτες ζούσε την επανάσταση ως μίστερ Χάιντ, συνέχιζε Συν-επαρμένος κι ακάθεκτος να παίζει επαναστατικά τραγούδια στην κιθάρα του.
Αυτά τα λίγα και ίσως όχι πλήρη, για να μην μοιραστείτε ολάκερο τον προβληματισμό μου, αρκετός ο δικός σας. Κι αυτά όχι σαν κουτσομπολιό, μα σαν κατάθεση, σαν ξέσπασμα.
Και τώρα να με συγχωρείτε. Πάω να συνταχτώ με τους συντρόφους μαρξιστές – λενινιστές της εποχής μας, πάω κι εγώ να ερωτευτώ, να γαμήσω, να μπαλαμουτιαστώ με ιδέες και όνειρα μέχρι να γίνουν πραγματικότητα (από άλλους, όχι από μένα. Εγώ καλά θα περνάω είτε έτσι είτε αλλιώς, με τον γιο της Αφροδίτης τον Ερωτα, που κι αυτόν όπως και πολλά άλλα, άμα λάχει, του γαμώ και τη μάνα).
Λιλίας Μαμαλάκας