Τις προηγούμενες μέρες, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, ξεδιπλώθηκε μια παρέμβαση και άνοιξε σ’ ένα βαθμό μια συζήτηση για την κατάργηση των παρελάσεων, της σημαίας κ.λπ. Η παρέμβαση αυτή είχε σαν στόχο τον εθνικισμό της ελληνικής κυρίαρχης τάξης, που αυτές τις μέρες παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Θα μπορούσε να πει κανένας, κρίνοντας μόνο από τις προθέσεις, ότι πρόκειται για μια αξιόλογη προσπάθεια, για αξιόλογες προσπάθειες. Γιατί, πράγματι, το μέτωπο ενάντια στον εθνικισμό της κυρίαρχης τάξης, ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό, μέσα στο «έδαφός» του, μέσα στο «γήπεδό» του, είναι απαραίτητο για τη χειραφέτηση των καταπιεζόμενων, για την ταξική συνένωσή τους.
Βέβαια, η πάλη ενάντια στον εθνικισμό, όπως αυτός αναπαράγεται μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, τα σχολικά βιβλία, τα μαθήματα κ.λπ, χρειάζεται σταθερή και ολοκληρωμένη παρέμβαση, όλο το χρόνο, και όχι μια ευκαιριακή επετειακή καμπάνια και ακόμα χειρότερα μια δήλωση ή μια ανακοίνωση, όπως έκαναν δυνάμεις του ΣΥΝ. Αυτή δεν είναι μια επουσιώδης παράμετρος. Γιατί η εθνικιστική ιδεολογία παραμένει ισχυρή, αναπαράγεται με εκατοντάδες τρόπους και αφορμές. Δηλητηριάζει εκατομμύρια καταπιεσμένους. Διαμορφώνει πλαίσιο υποταγής στις συνειδήσεις των νέων παιδιών. Η οποιαδήποτε, λοιπόν, καμπάνια, ακόμη και αυτή που έχει το πιο ταξικό περιεχόμενο, για να είναι προπαγανδιστικά αποτελεσματική, χρειάζεται να είναι σταθερή-μόνιμη, αλλιώς, αν είναι επετειακή, φέρνει ελάχιστα αποτελέσματα. Με την πάροδο δε των εκδηλώσεων κινδυνεύει να γίνει παραδοσιακή, παρωχημένη και εντελώς αναποτελεσματική.
Αυτή είναι η μια πλευρά. Η άλλη, εξίσου σοβαρή, έχει να κάνει με το περιεχόμενο της παρέμβασης. Με τις αποκαλύψεις που κάνει για να χτυπηθεί ο εθνικισμός, με τα μηνύματα που περνάει για να ζυμωθεί η ταξική ενότητα των καταπιεσμένων. Οταν επιλέγεται μια κορυφαία στιγμή ξεδιπλώματος της εθνικιστικής προπαγάνδας, όπως η 28η Οκτωβρίου, είναι απαραίτητο, απολύτως απαραίτητο, να αποκαλύπτεται η ψεύτικη προπαγάνδα της αστικής τάξης σε σχέση με αυτή καθαυτή την επέτειο και το ιστορικό φορτίο που φέρει. Εδώ έχουμε γεγονότα τεράστιας πολιτικής σημασίας, που η αστική τάξη έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια, πρώτα με τον άκρατο εθνικοφασισμό και μετά με την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης, να σβήσει από τη μνήμη των εργαζόμενων, να ξαναγράψει την ιστορία εντελώς από την αρχή.
Της αστικής τάξης ήταν το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, που ερωτοτροπούσε με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, η αστική τάξη ήταν αυτή που απουσίαζε επιδεικτικά από την αντίσταση, η αστική τάξη ήταν αυτή που με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές έπνιξε την αντίσταση και κέρδισε τον εμφύλιο, έκανε τη χώρα κρανίου τόπο, φτάνοντας την εγκληματική της πολιτική μέχρι τη χούντα των συνταγματαρχών. Θα τα χαρίσουμε όλα αυτά, γιατί έχουμε διαφωνίες ή κριτικές παρατηρήσεις με το κίνημα της αντίστασης; Μια τέτοια λήθη μόνο την αστική τάξη και τον εθνικισμό της ευνοεί, πέρα από το ότι παραχαράζει, ξαναγράφει τη σκληρή πολιτική διαδρομή των καταπιεσμένων τάξεων στην Ελλάδα. Εννοείται, ότι η «αριστερή» άποψη του Περισσού, ότι το πραγματικό περιεχόμενο της επετείου μας οδηγεί να παρελαύνουμε, μόνο αγανάκτηση και πικρό γέλιο προκαλεί.
Δυστυχώς, όμως, η παρέμβαση των ημερών, παίρνοντας υπόψη και το δυσμενές πολιτικό κλίμα, επιλέγει ένα ακόμα πιο ουδέτερο τρόπο, «εύκολο» τρόπο, χτυπήματος του εθνικισμού. Το γενικό μοτίβο είναι ενάντια σε όλες τις σημαίες, ενάντια σε όλες τις παρελάσεις. Ας μείνουμε καταρχάς στις σημαίες, γιατί είναι πάρα πολύ σοβαρό. Θυμάμαι στο 4ο Πανσπουδαστικό συνέδριο, λίγο πριν το… «στις 18 σοσιαλισμός» του Αντρέα, όταν ακόμα οι Σχολές έσφυζαν από πολιτική, ότι η ΔΑΠ για να πικάρει τους υπόλοιπους έβαλε στο τραπεζάκι της μια ελληνική σημαία. Τότε, η ΠΑΣΠ, η ΚΝΕ και ο Ρήγας, διαμαρτυρόμενες εντόνως για την πρόκληση της ΔΑΠ, πήραν τη σημαία και την τοποθέτησαν στο προεδρείο του συνεδρίου, εισπράττοντας την έντονη κριτική των αναρχικών και των αντιεξουσιαστών, οι οποίοι τους έλεγαν ότι η αριστερά έχει τις δικές της σημαίες και δεν χρησιμοποιεί τα σύμβολα των δημίων της.
Ετσι είναι, παρότι χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσοχή, συγκεκριμένη ανάλυση κατά χώρα, κατά κράτος, όχι για να υιοθετήσεις τα σύμβολα της κυρίαρχης τάξης, αλλά για να αποδώσεις και να πάρεις υπόψη σου το ιστορικό φορτίο που φέρει κάθε σύμβολο. Γιατί εθνικά σύμβολα -καλώς ή κακώς, δεν κρίνουμε αυτό τώρα- συνδέθηκαν με μεγάλους αγώνες και θυσίες των λαών. Ζωντανό παράδειγμά μας απέναντι η ηρωική Παλαιστίνη.
Δεν είναι ιδεολογικό φροντιστήριο -κάθε άλλο- να υπενθυμίσουμε με όση δύναμη έχουμε, ότι τα κοινωνικά κινήματα, τα κινήματα απελευθέρωσης της εργασίας από το ζυγό του κεφαλαίου έχουν τα δικά τους σύμβολα, τις δικές τους σημαίες, που απεικονίζουν, που συμβολίζουν, που εμπνέουν τα δικά τους απελευθερωτικά ιδανικά. Είναι οι δικές μας σημαίες, αυτές που κρατάμε στις διαδηλώσεις μας, που τις κυματίζουμε περήφανα απέναντι από τις δυνάμεις καταστολής και ονειρευόμαστε, παλεύουμε, συγκρουόμαστε να δώσουμε κάτω από αυτές τις σημαίες της απελευθέρωσης, μαζί με τις καταπιεσμένες μάζες, τον αγώνα με κάθε μέσο ως την τελική νίκη. Το δικό μας κόκκινο πανί με το σφυροδρέπανο, η μαυροκόκκινη σημαία, η μαύρη σημαία με το «Α» δεν κάνουν μόνο για σάβανα. Ούτε συζήτηση δεν δεχόμαστε γι’ αυτό.
Ο μεγάλος αριστερός τραβαδούρος της ελληνικής αστικής τάξης, της εθνικής συμφιλίωσης, ο Θεοδωράκης μέσα σ’ όλα τ’ άλλα τραγούδησε και αυτό το παράπονό του. Ποτέ δεν θα μπορέσω να σηκώσω όλες τις σημαίες, είπε. Σ’ αντίθεση με κείνο το ιταλικό -αν δεν κάνω λάθος- αντάρτικο, που έλεγε ότι το λάβαρο που μου ‘λαχε -δεν μας έλαχε βέβαια, το επιλέξαμε- ψηλά θα το κρατήσω, εμπρός, σύντροφοι, πιο ψηλά, εβίβα λιμπερτά.
Τώρα, ο κοσμοπολίτικος δημοκρατισμός ορισμένων δυνάμεων του ΣΥΝ μιλάει και αυτός για κατάργηση των παρελάσεων, γιατί δεν συνάδουν με το σύγχρονο βηματισμό της Ευρώπης, που τσαλαπάτησε κάθε κατάκτηση, κάθε δικαίωμα, κάτω από τη σημαία του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Δεν μας αφορά. Είτε με τον κοσμοπολιτισμό της είτε με τον εθνικισμό της, η κάθε κυρίαρχη τάξη θα καλλιεργεί την ενότητα των συμφερόντων μεταξύ των αφεντικών και των εργατών. Θα προσπαθεί να σβήσει από την ιστορική μνήμη όλα τα εγκλήματά της ενάντια στο προλεταριάτο, για να το πείθει πιο εύκολα, ότι ειρηνικά, νόμιμα, πολιτισμένα, κοινοβουλευτικά μπορεί ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Θα προσπαθεί να το πείσει ότι το πεδίο δράσης του είναι η μέχρι τελικής πτώσης παραγωγικότητά του, στη μοναξιά της απομόνωσης από τους συναδέλφους του, είναι η μοναξιά του καναπέ με το χαζοκούτι, η μοναξιά της κάλπης.
Εμείς στον αντίποδα θα προσπαθούμε να βγούμε μαζί του στον καθαρό αέρα του δρόμου, των δικών μας «παρελάσεων», ειρηνικών και μη, «επετειακών» και διεκδικητικών, με τα λάβαρα της απελευθέρωσης να κυματίζουν περήφανα πάνω από τα κεφάλια μας.
Παντελής Νικολαΐδης