Αγαπητά μου παιδιά
Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά καλά χρόνια που είναι γραμμένα στα παλιά καλά υποδήματά μας, ζούσε τον μύθο του στην Ελλάδα ο Αγαθαρχίδης. Οπως εμφαίνεται κι από το όνομά του, ήτο ο υιός του Αγάθαρχου. Τουτέστιν από λίαν (λείαν) καλή οικογένεια, με ομοιογένεια, φωτογένεια και προδήλως υφέρπουσα παθογένεια. Ο πατήρ του ο Αγάθαρχος (του γένους των Γιαπιδών) ήτο αναγνωριστής και η μαμά του η Μεγάπυγος (του γένους των Φακλανιδών), αγανακτισμένη πολίτις (ΑΓΑ.ΠΟ.) και άμορφη μορφή του ως εδώ (και μη παρέκει). Αιδοίο* αδερφές του ήσαν θεραπαινίδες στον Ευ-αγελισμό, γνωστό οίκο ενοχής της λαμπρής εποχής της δυναστείας των Καρναβαλιστών, στους οποίους προσεδόθη αργότερα το όνομα Καραγκιόζηδες. Η πρότυπος αύτη αγία ελληνική οικογένεια εγκαταβιούσε τακτοποιημένη, απολαμβάνοντας τα προνόμια που της προσέδιδαν οι τίμιες ενασχολήσεις της. Χαίνουσα και παχαίνουσα, βαδίζοντας σεμνά, ταπεινά και με τάξη προς την αταξική κυνωνία όπου κύνες, όρνιθες, αετοί και διαχωριστικά ήσαν μεν υπαρκτά αλλά δυσδιάκριτα (συχνάκις δε αδιακρίτως αδιάκριτα).
Μοναδική παραφωνία εις όλα ταύτα, ο Αγαθαρχίδης. Ο εξεγερμένος νέος που καλούσε εις σεβασμόν της διαφορετικότητος επειδή ένοιωθε – και ήθελον δείξαι – διαφορετικός. Εις μάτην η μήτηρ Μεγάπυγος προσπαθούσε να επαναφέρει τον άτακτον απότοκον εις την τάξη, θυμίζοντάς του τας καταβολάς του. -«Ομοίως γαρ αν άτοπον είη ώσπερ αν ει τις ίππων μεν παίδας ηγοίτο ή και όνων, τους ημιόνους, ίππους δε και όνους μη ηγοίτο είναι», της απαντούσε με υπαινικτική αυθάδεια ο Αγαθαρχίδης, καταφερόμενος κατά της γονεϊκής βίας μέσω της αντιβίας των λόγων του Σωκράτους (ουχί του Κόκκαλη μηδέ του Μάλαμα, βεβαίως). Και εν συνεχεία μετέβαινε εις την αγαπημένη του ειρηνικήν ενασχόληση, ήτις ρωμαϊστί εκαλείτο «Φλόρουμ». Επρόκειτο δι’ έναν ανεξάντλητο απολιτίκ πολιτικό χαβαλέ της εποχής, όπου διά νταουλιών, ζουρνάδων, αυλητρίδων και συναγελαζομένων νεανίων, συνέρεαν κονδύλια δια να καταγγελθεί η εποχή των κονδυλίων και θεάματα δια την καταγγελία της εποχής των θεαμάτων (δι’ άρτον κουβέντα, ούτος ήτο εξασφαλισμένος δι’ αυτό και τα αρκούδια χόρευαν, διαχωρίζοντας τας δράσεις των μ’ εκείνας των νηστικών). Ο Αγαθαρχίδης ήτο πλέον τοξινωμένος και αναποδράστως συμβεβλημένος με την νομαδική τοιαύτη πανήγυριν, τουτέστιν ήτο δια τα πανηγύρια.
Τω καιρώ εκείνω, το Φλόρουμ του λεβάντε συνήλθε (καθόσον προτέρως ήτο αναίσθητον) εις Ακρόπολιν ίνα παίξει Μονόπολι με γκρινιάρηδες εξοστρακισθέντας και φιδάκια των κρατικών λαγουμιών. Ο Αγαθαρχίδης άρπαξε την άρπα, την καραμούζα και τις μαράκες του που είχε δανείσει σε κάτι μαράκες φίλους του, εφιλοτέχνησε – καλλιτεχνική αδεία – μιαν χρωματικήν αηδία εις την μούρη του, φόρεσε τα περίεργα (πλην όμως ακριβά) εκ καννάβεως ενδύματά του – όσα δεν πρόλαβε να καπνίσει τας νύκτας των ομφαλοσκοπήσεων – και εξήλθε εν χορδαίς τε και οργάνοις να ανταμώσει μετά του αγελαίου πλήθους οργάνων (ένθεν κακείθεν) εις τις λαμπρές στρατοκρατούμενες στράτες. Εντός του αττικού φωτοχημικού φωτός, ως αυτό εδιαχέετο επί των επιμάχων κεραιών τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των κυνών ευχαριστήρια. Χαίρε πόλις απολίτιστος, amen, habemus Plaka.
Ω θεοί! Ω μούσες, δεν μας gaμούσες καλλίτερον! Ητο μια περίκαλλος, σεμνή τελετή ενταφιασμού της εφόδου προς τον ουρανό, ήτις εμετατρέπετο εις έφοδον προς κατάληψιν γκισέ, γραφείων, διαδρόμων και ελ-πηδοφόρου μέλλοντος εν γένει. Οι χαρούμενοι διαχειριστές του καταγελάστου αύριο ήσαν από σήμερα εδώ! Συν-ενωμένοι, συν-φωνοι. Με μπροστάρη τον ευγενή Αγαθαρχίδη και χιλιάδες Αγαθαρχίδηδες οραματιστές να υψώνουν τις ουρανομήκεις κραυγές των προς τον γαλάζιον ουρανό. Πάντα γελαστοί και γελασμένοι, συναγελασμένοι. Και ζήσαν αυτοί καλά και μη χειρότερα.
Χέσωπος
· Συγνώμη για τα λάθη, αλλά το παραμύθι γράφτηκε καθ’ υπαγόρευση σε νεοπροσγλυφθέν δικό μας παιδί. Το ορθόν είναι «αι δύο».