Το βράδυ της Τρίτης 15/2, μετά την ψήφιση του χουντο-νομοσχέδιου για τη διάλυση των δημόσιων αστικών συγκοινωνιών, από τη δωσιλογική κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και την κόρη του Μητσοτάκη, Ντόρα Μπακογιάννη, ο Ρέππας ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Αισθανόταν σαν ο μεγάλος νικητής, αφού κατάφερε, με την αμέριστη συμπαράσταση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, να αντιμετωπίσει τους οδηγούς της ΕΘΕΛ, οι οποίοι για περισσότερο από δυόμισι μήνες βρίσκονταν στους δρόμους και αγωνίζονταν για το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή δουλειά. Χαμογελούσε με ικανοποίηση, γιατί θεωρούσε ότι όλα είχαν τελειώσει. Ηταν σίγουρος, ότι την επαύριο της ψήφισης, θα φρόντιζε η ΠΑΣΚΕ να κλείσουν και τυπικά οι κινητοποιήσεις.
Ομως, οι οδηγοί της ΕΘΕΛ του επιφύλαξαν μια δυσάρεστη έκπληξη. Κόντρα στη «ρεαλιστική» λογική, που λέει ότι μετά την ψήφιση του νόμου θα πρέπει να ανασταλούν οι κινητοποιήσεις, προκειμένου να γίνει ο απολογισμός του αγώνα, κόντρα στις επιδιώξεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να μεταφέρει τον αγώνα στο μέλλον, στη μάχη για να μην περάσει η νέα συλλογική σύμβαση, κόντρα στην ηττοπάθεια και την απογοήτευση για τη μάχη που χάθηκε, αποφάσισαν να μη κάνουν πίσω, αλλά να συνεχίσουν τον αγώνα.
Είναι σίγουρο ότι το χαμόγελο της προηγούμενης νύχτας πάγωσε στα χείλη του Ρέππα, όταν έμαθε την απόφαση της γενικής συνέλευσης, γιατί κατάλαβε ότι τώρα αρχίζουν τα δύσκολα γι’ αυτόν και την κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, όμως, άρχισαν να χαμογελούν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι φοιτητές. Χαμογέλασε ολόκληρος ο ελληνικός λαός, γιατί πήρε το μήνυμα της αντίστασης και της ελπίδας ,που βγήκε από τη γενική συνέλευση, γιατί συνεχίζει να βλέπει τα λάβαρα του αγώνα να ανεμίζουν και όχι να υποστέλλονται. Ο νόμος ψηφίστηκε, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται. Οι οδηγοί της ΕΘΕΛ δεν σκύβουν το κεφάλι, μπορούμε να τους νικήσουμε.
Χάθηκε η πρώτη μάχη…
Για περισσότερο από δυόμισι μήνες οι οδηγοί της ΕΘΕΛ αγωνίζονται στο δρόμο, έχοντας κάνει ξεκάθαρο προς κάθε κατεύθυνση, ότι θα σταματήσουν μόνο όταν η κυβέρνηση πάρει πίσω το σχέδιό της για διάλυση των δημόσιων αστικών συγκοινωνιών και την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Γιατί όμως χάθηκε η πρώτη μάχη και ο Ρέππας πέρασε τον χουντικής έμπνευσης νόμο; Είναι ανάγκη να βγουν συμπεράσματα από τον αγώνα των δυόμισι μηνών, για να διορθωθούν τα λάθη που έγιναν και να βρεθεί η σωστή τακτική και οι κατάλληλες μορφές πάλης, για να μπουν όλοι οι οδηγοί στην μάχη.
Ας θυμηθούμε αυτά που έλεγε και τι έκανε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, μέχρι τη ψήφιση του νόμου Ρέππα.
Οταν ξεκίνησε ο αγώνας, αναμασώντας συνεχώς τις λέξεις «ενότητα» και «πάμε όλοι μαζί», παρουσίασε ένα «ρεαλιστικό» σχέδιο, για «συντεταγμένο» αγώνα, με «έξυπνη» τακτική και με «κλιμάκωση» των μορφών πάλης. Οι κινητοποιήσεις αρχικά ήταν στάσεις εργασίας, προκειμένου να μη κουραστούν οι οδηγοί, γιατί ο αγώνας θα είχε μεγάλη διάρκεια (μήπως φρόντισαν να έχει μεγάλη διάρκεια;) και ταυτόχρονα για να κερδίσει ο κλάδος τη συμπάθεια του επιβατικού κοινού και του ελληνικού λαού. Οταν «ο κόμπος θα έφτανε στο χτένι» και το νομοσχέδιο στη Βουλή, τότε θα πήγαινε ο κλάδος σε πιο δυναμικές κινητοποιήσεις, για να μην επιτρέψει στην κυβέρνηση να το ψηφίσει.
Καλό το παραμύθι, αλλά δεν έχει δράκο. Πότε ήρθαν οι συνδικαλιστές στα αμαξοστάσια για να ενημερώσουν τους οδηγούς για το περιεχόμενο του νομοσχέδιου, που αναγορεύει τον υπουργό σε μοναδικό αρμόδιο για τη ρύθμιση κάθε εργασιακού θέματος; Πότε ενημέρωσαν τους οδηγούς για το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβάλλεται, απαγορεύοντας κάθε εργασιακό δικαίωμα; Τι έκαναν για να ενημερώσουν το επιβατικό κοινό για την πραγματικότητα στις αστικές συγκοινωνίες και για τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που δίνει η κυβέρνηση στον ιδιωτικό ΟΑΣΘ, την ίδια στιγμή που διαλύει τις συγκοινωνίες στην Αθήνα; Τι έκαναν για να οργανώσουν τις δράσεις κατά τη διάρκεια των στάσεων εργασίας, ώστε να γίνουν πιο αποτελεσματικές και να πιέσουν την κυβέρνηση;
Και τέλος, τι έκαναν όταν ο Ρέππας έστειλε το νομοσχέδιο στη Βουλή; Γιατί δεν κλιμάκωσαν τις μορφές πάλης, αλλά επέτρεψαν στον Ρέππα να περάσει το νομοσχέδιο (με κοινοβουλευτικό «πραξικόπημα» και διαδικασίες εξπρές); Είναι ξεκάθαρο ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έκανε (όπως πάντα) ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μη γίνει αποτελεσματικός ο αγώνας και επί της ουσίας «έστρωσε το δρόμο» στον Ρέππα και την κυβέρνηση για να ψηφιστεί ο νόμος.
Ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί
Στη γενική συνέλευση της Τετάρτης 16/2 και παρά το «μούδιασμα» από την ψήφιση του νομοσχέδιου, οι οδηγοί της ΕΘΕΛ κατάφεραν να νικήσουν την απογοήτευση για τη μάχη που χάθηκε, να επαναβεβαιώσουν την αγωνιστική τους διάθεση και να ακολουθήσουν το ταξικό τους ένστικτο. Η απόφαση για συνέχιση του αγώνα, την επαύ-ριο της ψήφισης του νόμου, και ταυτόχρονα η προσπάθεια να συντονιστούν με τη βάση των άλλων σωματείων των αστικών συγκοινωνιών (ΗΛΠΑΠ, ΗΣΑΠ, Μετρό, Τραμ) είναι η έναρξη της νέας μάχης, που θα δώσει ο κλάδος για να μην εφαρμοστεί ο νόμος Ρέππας.
Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να βγουν τα συμπεράσματα από τις κινητοποιήσεις που έγιναν μέχρι την ψήφιση του νόμου, αφενός για να μη μπορέσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να υπονομεύσει ξανά τον αγώνα και αφετέρου για να οριοθετηθούν τα «καθήκοντα» της βάσης, των ίδιων των οδηγών. Οπως πολύ σωστά επεσήμανε συνάδελφος στη γενική συνέλευση στις 16/2, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με τη λανθασμένη τακτική που ακολούθησε και τις χαμηλής έντασης κινητοποιήσεις που επέλεξε, δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ψήφιση του νόμου. Υπονόμευσε από πρώτη στιγμή και με κάθε μέσο το συντονισμό όλων των σωματείων των αστικών συγκοινωνιών, με τα Δ.Σ. των σωματείων να κατηγορούν το ένα το άλλο. Εσπειρε την ηττοπάθεια, αφού από την πρώτη στιγμή θεωρούσε δεδομένη την ψήφιση του νόμου και δήθεν προετοίμαζε τον κλάδο για αγώνα μεγάλης διάρκειας. Κατάφερε στην κρίσιμη καμπή του αγώνα, αντί να κλιμακώσει τις μορφές πάλης, να σύρει τον κλάδο στον προσχηματικό διάλογο, δίνοντας άλλοθι στον Ρέππα. Στην τελική φάση της μάχης, όχι μόνο δεν προχώρησε, όπως έλεγε, σε δυναμικές κινητοποιήσεις, αλλά αντίθετα αρκέστηκε σε μια άμαζη και υπονομευμένη 24ωρη απεργία τη μέρα ψήφισης του νομοσχέδιου. Και την επάυριο της ψήφισης του νόμου, ήρθε στη γενική συνέλευση, κατηγορώντας εμμέσως πλην σαφώς τους οδηγούς, ότι δεν βγήκαν στο δρόμο, ότι δεν συμμετέχουν στις δράσεις, ότι δεν ενδιαφέρονται για τα δικαιώματά τους (αλήθεια τι έκαναν για να τους πείσουν;).
Είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να πείσει κανένα για την ικανότητά της να δώσει νικηφόρα προοπτική στη μάχη που θα δώσει ο κλάδος το επόμενο διάστημα, για να μην εφαρμοστεί ο νόμος Ρέππα. Είναι λοιπόν καθήκον των οδηγών να βγουν μπροστά, να πάρουν τον αγώνα στα δικά τους χέρια, γιατί μόνο έτσι μπορεί να είναι νικηφόρος. Πρέπει οι οδηγοί σε κάθε αμαξοστάσιο να συζητήσουν για την πορεία του αγώνα, να εντοπίσουν τα λάθη που έγιναν, να έρθουν σε επαφή με όλους τους συναδέλφους, που μέχρι σήμερα δεν συμμετέχουν ενεργά στις κινητοποιήσεις και στις συνελεύσεις. Είναι ξεκάθαρο ότι μόνο με αγωνιστική κλιμάκωση των μορφών πάλης και αδιαπραγμάτευτους σκληρούς αγώνες κερδίζονται οι μάχες και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να προετοιμάζεται ο κλάδος. Πρέπει ταυτόχρονα να απευθυν- θούν και προς τον ελληνικό λαό, σε ολόκληρη εργατική τάξη, που βλέπει στο πρόσωπό τους ένα κάστρο αντίστασης που δεν πέφτει. Οι αυξήσεις στα εισιτήρια, η μείωση των δρομολογίων και του συγκοινωνιακού έργου, η εξαφάνιση κάθε κοινωνικής παροχής, αποδεικνύουν ότι ο αγώνας των οδηγών δεν αφορά μόνο τα δικά τους εργασιακά δικαιώματα, αλλά ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνία.
Η αγωνιστική παράδοση της ΕΑΣ του ’92 δείχνει το δρόμο. Αποτελεί παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι αγώνες αγκαλιάζουν όλη την κοινωνία και γίνονται νικηφόροι. Ας μη χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος. Ας ξεκινήσει από σήμερα η προετοιμασία για τις μάχες που έρχονται. Να γίνει κάθε αμαξοστάσιο ένα δυναμικό κέντρο αγώνα. Να φτάσει σε όλους το μήνυμα, ότι οι οδηγοί της ΕΘΕΛ είναι στην πρώτη γραμμή, αποφασισμένοι να νικήσουν.
18 Φλεβάρη 2011