Αγαπητά μου παιδιά
Σήμερα θα σας πω το παραμύθι μιας χιλιοτραγουδισμένης πόλης. Μιας πάλαι ποτέ φτωχομάνας και πολυπολιτισμικής εργατούπολης που αντέστρεψε την όψη της σε παραμορφωτικούς καθρέφτες όπου το μωσαϊκό των πολιτισμών μετατράπηκε σε σίδερο και γυαλί, παγωμένες, απάνθρωπες πλατείες κι ερημιά. Μιας πόλης με τη δική της λματ να λιάζεται στους εξώστες του Πανοράματος, του Ωραιοκάστρου κι εσχάτως (λόγω εισροής νέων επίδοξων μελών) στο Φίλυρο και στους Ταγαράδες. Περιοχές που όλες, ω της συμπτώσεως, βλέπουν προς το νότο ή την ανατολή!
Οποιο φανταχτερό, επιδοτούμενο έντυπο της μίζερης επαρχιωτούπολης ν’ ανοίξεις, θα δεις ανελλιπώς στις σελίδες 2 ως 5 τον δήμαρχο, την ίδια πάντα «περήφανη» φάτσα με το υπολανθάνον χαμόγελο, την ξιπασμένη ματιά και τα μπλε κοστούμια με τις κοκκινομπλέ γραβάτες. Το κόκκινο είναι πιθανόν το χρώμα της ενσωματωμένης αριστεράς, που τονίζει τον θρίαμβο του κιτς απολιτίκ επί του σώματος των εργαζομένων, οι οποίοι δεκαετίες τώρα τραβιούνται σε ψησταριές και κωλόμπαρα των συνοικιών, μεθώντας εναλλάξ με ρετσίνες Μαλαματίνα ή Γεωργιάδη και με ουίσκυ. Ρευόμενοι κι ονειρευόμενοι την ημέρα που θα πιάσουν την καλή, έχοντας τουλάχιστον μία λύση για κάθε πρόβλημα και δημιουργώντας νέα προβλήματα για να μην φαίνεται η αδυναμία επίλυσης των παλαιών. Πράγματα που ο εγκλωβισμένος στη διαδρομή Πανόραμα – Βενιζέλου δήμαρχος καθώς και η λματ της πόλης γνωρίζουν καλά.
Η φτωχομάνα αναγκάστηκε να εκδοθεί (όχι μόνο σε περιοδικά, βιβλία και Ζουράρειες φυλλάδες) για να βγάλει τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Αλληθωρίζοντας προς την Αθήνα πουλάει ψωροπερηφάνεια και ψευδοοράματα με διάρκεια τσιχλόφουσκας που σκάνε με το γνωστό, αστείο μπαμ. Μια πόλη που τη στοιχειώνει ο ήχος της Ψωμιαδείου βέσπας έτσι καθώς σφεντονιάζεται από βαφτίσια σε εγκαίνια κι από γάμους σε συνέδρια των παραγωγικών και μη τάξεων. Μια πόλη όπου οι άλλοτε προλετάριοι χαλάνε 500 ευρώπουλα για να δούνε ταπεινούς και μη καλλιτέχνες, συνωστιζόμενοι στην ανατολική και την δυτική είσοδό της (στα βόρεια τραβιούνται οι ακάλυπτοι των βορειοδυτικών συνοικιών). Νότια πύλη δεν διαθέτει το αστικό κατάστημα (όπως άλλωστε και πολιτισμό άνευ ανταλλακτικής αξίας), αν και – παρά τις αντιθέσεις του νομάρχη – θα ήταν ευχής έργο ν’ ανοιχτεί η υποθαλάσσια αρτηρία του Θερμαϊκού. Ν’ ανοιχτεί κυριολεκτικά, διάπλατη και περίλαμπρη, κατακλυσμένη από τα βοθρολύματα της «νύμφης» του κόλπου, πνίγοντας τη χαμέρπεια όσων χάλασαν το προξενιό με τον πολιτισμό τόσων αιώνων κι όσων ανέχτηκαν το πέρασμα από την πολιτική πρωτοπορία σ’ αυτό το άχρωμο, άοσμο κι άγευστο απολιτικό πανηγυράκι. Της «νύφης που φορούσε μαύρα και αγαπούσε τα σκοτάδια», της νύφης που παράτησε τόσους επίδοξους γαμπρούς για να μείνει άγαμη μα όχι αγάμητη στο εκθεσιακό ράφι της κεντρικής εξουσίας, στις προθήκες των τοπικών εμπόρων που την μεταπωλούν ξανά και ξανά ως ιστορική, πολιτισμική και σύγχρονη πραμάτεια, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις.
Αυτή είναι η συμβασιλεύουσα – προπύργιο της γαλάζιας γενιάς, η συμπρωτεύουσα του χέρι – χέρι Χάρρυ Κλυνν, του 13% του ΛΑΟΣ στις προλεταριακές δυτικές συνοικίες, των γαλάζιων δημάρχων, της Χρύσας Αράπογλου κάθε που τη θυμάται, του Σαχίνη και του Μπουτάρη, των μεγάλων μικροσυμφερόντων και των μικρών υπερεγκλημάτων. Δεν θέλω να ξαναμιλήσω γι’ αυτό το μπουρδέλο, όχι τόσο πρόχειρα, μα θα το ξανακάνω.
Γεωργός Βουλγαμάκης