Ο θόρυβος που προκάλεσε η πρώτη πυρηνική δοκιμή της Βόρειας Κορέας επισκίασε μια εξίσου σημαντική είδηση – βόμβα που συγκλόνισε τις ίδιες μέρες τη διεθνή ενεργειακή αγορά, με ανάλογες αναπόφευκτα πολιτικές προεκτάσεις. Στις 10 Οκτωβρίου, η Gazprom, το ρώσικο μονοπώλιο φυσικού αερίου, ανακοίνωσε ότι θα αξιοποιήσει μόνη της, χωρίς τη συμμετοχή ξένων εταιριών, το τεράστιο κοίτασμα Shtokman στη Θάλασσα Μπάρεντς, το οποίο υπολογίζεται ότι περιέχει 3,2 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Και το σημαντικότερο, η Gazprom ανακοίνωσε επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής θα διοχετεύεται στην Ευρώπη και όχι στις ΗΠΑ.
Αρχικά είχε υπολογιστεί ότι από το κοίτασμα αυτό θα παράγονταν ετησίως 30 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, από τα οποία τα 22–24 κυβικά μέτρα θα μετατρέπονταν σε 15 εκατομμύρια υγροποιημένου φυσικού αερίου, το οποίο θα μεταφερόταν με πλοία στις ΗΠΑ. Ομως με βάση το νέο σχέδιο εκτέλεσης του έργου, μπορεί να παράγεται από το κοίτασμα τριπλάσια σχεδόν ποσότητα, 70–90 δισ. κυβικά μέτρα, περισσότερη δηλαδή από τη συνολική ετήσια παραγωγή της Νορβηγίας.
Μόνο το πρώτο στάδιο του έργου εκμετάλλευσης του κοιτάσματος υπολογίζεται ότι απαιτεί επενδύσεις ύψους 12–14 δισ. δολαρίων και στον κατάλογο των υποψήφιων επενδυτών περιλαμβάνονταν οι νορβηγικές Statoil και Norsk Hydro, η γαλλική Total και οι αμερικάνικοι κολοσσοί Chevron και ConocoPhillips. Η Gazprom σκεφτόταν να παραχωρήσει το 49% του έργου σε ξένες εταιρίες, όμως, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Gazprom στις 10 Οκτωβρίου, «οι ξένες εταιρίες απέτυχαν να κάνουν προσφορές ανάλογες με την ποσότητα και την ποιότητα των αποθεμάτων του κοιτάσματος Shtokman, γι αυτό η Gazprom θα εξετάσει τώρα το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης ξένων εταιριών ως εργολάβων».
Η ανακοίνωση της Gazprom έπεσε σαν βόμβα την παραμονή της επίσκεψης του Ρώσου προέδρου στη Γερμανία, που ήταν η 5η ρωσογερμανική συνάντηση κορυφής μέσα στη χρονιά, και είναι αναμφίβολα αποτέλεσμα της ανάπτυξης στενής συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα μεταξύ Ρωσίας, Γερμανίας και Γαλλίας. Είχε προηγηθεί στις 23 Σεπτεμβρίου τριμερής ρωσογαλλογερμανική συνάντηση κορυφής, με αντικείμενο συζήτησης την ενεργειακή συνεργασία, μετά την οποία ο Γάλλος πρόεδρος απένειμε στο Βλ. Πούτιν το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, την ανώτατη διάκριση του γαλλικού κράτους και τον ευχαρίστησε για την πολύτιμη συνεισφορά του στην πολύπλευρη ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Κατά την τελευταία διήμερη επίσκεψή του στη Γερμανία, στις 11–12 Οκτωβρίου, μιλώντας στη Δρέσδη παρουσία της Μέρκελ, ο Πούτιν, αναφερόμενος στα τεράστια αποθέματα του κοιτάσματος Shtokman, είπε: «Μπορείτε να φανταστείτε για τι ποσότητες μιλάμε και τι θα σήμαινε αυτό για την ευρωπαϊκή και για τη γερμανική οικονομία. Αυτό το κοίτασμα έχει αρκετά αποθέματα για να εξασφαλίσει τον εφοδιασμό για 50 – 70 χρόνια. Αυτό δημιουργεί μια απόλυτα σταθερή κατάσταση στην οικονομία και στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά και πάνω απ’ όλα στον ενεργειακό τομέα της Γερμανίας.
Κρίνοντας από όλες τις πλευρές, η (ρωσογερμανική) συνεργασία μας μπορεί να γίνει ακόμη πιο ευρείας κλίμακας, σαν αποτέλεσμα της οποίας η Γερμανία μπορεί να μετατραπεί από απλός καταναλωτής του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου σε ένα μεγάλο κέντρο διανομής αυτών των προϊόντων στην Ευρώπη».
Κρίνοντας από όλες τις πλευρές, η (ρωσογερμανική) συνεργασία μας μπορεί να γίνει ακόμη πιο ευρείας κλίμακας, σαν αποτέλεσμα της οποίας η Γερμανία μπορεί να μετατραπεί από απλός καταναλωτής του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου σε ένα μεγάλο κέντρο διανομής αυτών των προϊόντων στην Ευρώπη».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Gazprom, η μεγαλύτερη ποσότητα φυσικού αερίου από το κοίτασμα Shtokman θα διοχετεύεται στην Ευρώπη μέσω του υποθαλάσσιου Βορειοευρωπαϊκού αγωγού, που κατασκευάζεται στη Βαλτική Θάλασσα με γερμανική συνεργασία. «Αυτό αποτελεί, όπως επισημαίνεται από την ανακοίνωση, απόδειξη ότι η ευρωπαϊκή αγορά είναι η πιο σημαντική για την εταιρία». Η «Πράβδα», σχολιάζοντας την ανακοίνωση της Gazprom, επισήμανε ότι «με την απόφαση αυτή ο Πούτιν δημιουργεί ένα νέο άξονα στην Ευρώπη για να αντιταχθεί στην αμερικάνικη ηγεμονία».
Η ζήτηση φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ευρωπαϊκή αγορά αυξάνεται συνεχώς. Το 2005, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατανάλωσαν περίπου 470 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου και μέχρι το 2010 η κατανάλωση θα φτάσει στα 610–640 δισ. κυβικά μέτρα, σύμφωνα με την Υπηρεσία Διεθνούς Ενέργειας. Οι υπολογισμοί για το 2020 δείχνουν ότι η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης από το φυσικό αέριο θα αυξηθεί από το 40% που είναι σήμερα στο 70 – 80% και οι εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρωπαϊκή Ενωση την ίδια περίοδο θα αυξηθούν από το 26% σήμερα στο 40 – 50%, γεγονός που αναμφίβολα θα επηρέασει όλο το πλέγμα των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ενωσης – Ρωσίας.
Η απόφαση της Gazprom συνιστά μεταστροφή της πολιτικής της. Αφήνει απέξω τις ξένες εταιρίες και αναλαμβάνει με δικά της κεφάλαια την αξιοποίηση του τεράστιου κοιτάσματος Shtokman. Σε στενή συνεργασία με τη Γερμανία και τη Γαλλία, επιλέγει ως προνομιακό πελάτη της την Ευρωπαϊκή Ενωση, αδειάζοντας το Λευκό Οίκο, στον οποίο μέχρι πρότινος άλλα υποσχόταν. Σημειωτέον ότι η απόφαση αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Πριν από λίγες βδομάδες, προκάλεσε έντονες αγγλοαμερικάνικες αντιδράσεις η απόφαση της Gazprom να ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος 2 στη Σαχαλίνη για να αποκτήσει μερίδιο 25%. Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε το 1994 επί Γιέλτσιν και αποτελεί τη μεγαλύτερη ξένη επένδυση στη Ρωσία, στην οποία το μερίδιο της Shell είναι 55%. Παράλληλα και αθόρυβα η Μόσχα διοχετεύει ένα χείμαρρο κεφαλαίων σε νέα έργα παραγωγής φυσικού αερίου στην Απω Ανατολή, στη Χερσόνησο Γιαμάλ, στην Αρκτική υφαλοκρηπίδα και αλλού, κρατώντας τις αμερικάνικες εταιρίες μακριά από τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας.
Στόχος της πολιτικής αυτής, που απορρέει από την οικονομική ανάκαμψη του ρώσικου ιμπεριαλισμού, είναι να αποκτήσει ο τελευταίος τον πλήρη έλεγχο του ενεργειακού πλούτου της Ρωσίας όχι μόνο για να αποκομίζει το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο των τεράστιων κερδών από την εκμετάλλευσή του, αλλά και να τον χρησιμοποιεί για να ενισχύσει το ρόλο και την επιρροή του στη διεθνή σκηνή.
Η αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής της Gazprom και του Κρεμλίνου δεν αποτελεί μόνο σοβαρό πλήγμα στα συμφέροντα των αμερικάνικων πετρελαϊκών κολοσσών, αλλά θέτει υπό αμφισβήτηση τον απόλυτο έλεγχο των παγκόσμιων ενεργειακών πηγών από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και μπαίνει σφήνα υπονομεύοντας τις σχέσεις του τελευταίου με τις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γιατί βέβαια δεν μπορεί να μην ανησυχεί σφόδρα το Λευκό Οίκο η αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση της τελευταίας από τη Ρωσία και η μετατροπή της Γερμανίας σε μεγάλο κέντρο διανομής των ρωσικών ενεργειακών προϊόντων στην Ευρώπη. Η αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων βρίσκεται σε εξέλιξη και αυτό αποτυπώνεται με όλο και περισσότερη σαφήνεια στο χειρισμό των διεθνών υποθέσεων από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μέσα και έξω από τα πλαίσια του ΟΗΕ.