Η Κυριακίδου ανέβηκε στο βήμα των μαρτύρων εμφανώς εκνευρισμένη. Τον εκνευρισμό της έδειξε από την αρχή, απαντώντας στις ερωτήσεις του υπερασπιστή Βλαντή, διορισμένου συνηγόρου υπεράσπισης του Κ. Αγαπίου. Οπως την είχαν δασκαλέψει, απαντούσε στο 90% των ερωτήσεων, με ένα στερεότυπο «έχω απαντήσει». Προφανώς, για να μην πέσει σε αντίφαση με αυτά που είχε καταθέσει πριν ή για να μειωθεί ο αριθμός των αντιφάσεων.
Στη διάρκεια των ερωτήσεων του Ε. Βλαντή παρενέβη και η έδρα (πρόεδρος και εισαγγελέας) και η Κυριακίδου αναγκάστηκε να πει κάποια από αυτά που είχε παραλείψει, όπως για το «κατάλληλο» ντύσιμο του Κανά, όταν πήγαινε σε ενέργειες, που αυτή τη φορά δεν το όρισε αυστηρά («κοστούμι και γραβάτα»), αλλά το βελτίωσε: «Ερχόταν στο σπίτι και άλλαζε, γιατί με τα ρούχα της δουλειάς θα τραβούσε την προσοχή». Προσέξτε το σχήμα: Πήγαινε στη γιάφκα, έπαιρνε το πιστόλι και μετά πήγαινε στο σπίτι και άλλαζε. Καμιά φορά φορούσε και ψεύτικο μουστάκι. Και γιατί να κάνει όλο αυτό το σύνθετο και επικίνδυνο δρομολόγιο (γιάφκα – σπίτι – στόχος – γιάφκα – σπίτι); Γιατί να κρατάει στο σπίτι τα ρούχα των ενεργειών και υλικά μεταμφίεσης και να μην τα έχει στη γιάφκα, που ήταν πιο ασφαλή; Γιατί να κρατάει στο σπίτι σκάνερ για να ακούει τις συνομιλίες της Αστυνομίας και να μη κάνει αυτή τη δουλειά στην ασφαλή γιάφκα; Οπλισμός και λοιπό υλικό φυλάσσονταν στις γιάφκες και το σκάνερ στο σπίτι του Κανά, με κίνδυνο να το δει κόσμος άσχετος;
Απλή λογική, αλλά σ’ αυτές τις δίκες η απλή λογική μένει έξω από τις δικαστικές αίθουσες.
Με το που άρχισε να υποβάλει ερωτήσεις ο Α. Κούγιας, ο εκνευρισμός της Κυριακίδου ανέβηκε στο κατακόρυφο, γεγονός που ανάγκασε τον πρόεδρο να της συστήσει ψυχραιμία. Πρώτη ερώτηση, πρώτη αντίφαση. Ο Κούγιας ρωτάει πότε διαταράχτηκαν οι σχέσεις της με τον Κανά και η Κυριακίδου απαντάει το 1998. Στην πρώτη κατάθεσή της στον Διώτη, όμως, λέει ότι οι σχέσεις τους διαταράχτηκαν το 1980. Ο πρόεδρος προσπαθεί να παρέμβει, ο Κούγιας επιμένει να κάνει αυτός τις ερωτήσεις και η Κυριακίδου παθαίνει το πρώτο αμόκ. Γυρίζει την πλάτη στο δικαστήριο και αρχίζει να… τα χώνει στον Κανά. Αμέσως μετά… τα χώνει στον Κούγια: «Ετσι είμαι εγώ, καρκατσουλιό, έχεις κάνα πρόβλημα;».
Υστερα από λίγο κατάρρευση και νέα έκρηξη. Πού έφερνε ο Κανάς την τσάντα με τα διαρρηκτικά εργαλεία, τις περούκες, τις πλαστές ταυτότητες και τις κλεμμένες πινακίδες κυκλοφορίας; ρωτάει ο Κούγιας. Στη Δημητρακοπούλου 1, απαντά η Κυριακίδου. Γιατί στο προηγούμενο δικαστήριο είπατε ότι την έφερνε στη γκαρσονιέρα της Βελβενδού 34, όπου μένατε με την αδερφή σας; επανέρχεται ο Κούγιας. Κάγκελο η Κυριακίδου. Πιάνει το κεφάλι της με τα δυο χέρια, αρχίζει να λέει «δε θυμάμαι, μπορεί να το είπα», πέφτει ο τόνος και σε λίγο αρχίζει να φωνάζει υστερικά, οπότε ο πρόεδρος αναγκάζεται και πάλι να της συστήσει να ηρεμήσει και να μην επιδεικνύει ταραχή.
Στο ίδιο στιλ συνεχίστηκε η εξέταση της Κυριακίδου από τον Α. Κούγια. Ο συνήγορος βήμα-βήμα ξετύλιγε το κουβάρι και εντόπιζε όλες τις αντιφάσεις, όχι μόνο σε σχέση με τις προανακριτικές της καταθέσεις, αλλά και σε σχέση με την προηγούμενη δίκη. Γιατί όσο φροντιστήριο και να της είχαν κάνει, η Κυριακίδου δεν μπορούσε να θυμάται όλες τις απίθανες λεπτομέρειες και τι έλεγε κάθε φορά, ενώ ο συνήγορος τα είχε όλα ταξινομημένα. Οχι μόνο τις λογικές απιθανότητες, αλλά και τα υποτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, όπως τα έχει κατά καιρούς περιγράψει η Κυριακίδου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο ίδιος ο πρόεδρος, μολονότι προστάτευε συνεχώς την Κυριακίδου, αναγκάστηκε να παρατηρήσει ότι δεν δίνει σαφή ή πειστική απάντηση.
Η μεγάλη έκρηξη της Κυριακίδου (κυριολεκτικά ούρλιαζε) ήταν όταν ο Α. Κούγιας άρχισε να ρωτάει σχετικά με την περιβόητη συνέντευξη της Κυριακίδου στην Παναγιωταρέα. Η Κυριακίδου, όπως είχε κάνει και στην προηγούμενη δίκη, ούρλιαζε ότι δεν θέλει να απαντήσει σε οτιδήποτε σχετικό μ’ αυτή τη συνέντευξη, επειδή αυτογελοιοποιήθηκε, όπως έλεγε, και όταν ο πρόεδρος της είπε ότι ο συνήγορος έχει δικαίωμα να ρωτήσει, με όλο το θράσος της απάντησε: «Εγώ θα κλείσω τα’ αυτιά μου και δεν θ’ ακούω».
Αρχισαν, λοιπόν, οι ερωτήσεις Τον Αγαπίου τον είδες μία φορά, που λες σε όλες τις καταθέσεις σου, ή δύο, που είπες στην Παναγιωταρέα; Απάντηση: «Δεν θέλω ν’ απαντήσω, δεν πρόκειται ν’ απαντήσω».
Ο συνήγορος συνέχισε τις ερωτήσεις και η Κυριακίδου έκλεινε τα’ αυτιά με τα δυο της χέρια! Μιλάμε για σκηνές απόλυτα σουρεαλιστικές, που εξευτέλιζαν το δικαστήριο και τη διαδικασία και όχι την Κυριακίδου, που δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Και όμως, όπως παρατήρησε η Κ. Ιατροπούλου, αυτή η συνέντευξη είναι πολύ κρίσιμη, γιατί την είδε και την άκουσε όλη η Ελλάδα, ενώ τον τρόπο που δόθηκαν όλες οι καταθέσεις της Κυριακίδου στον Διώτη ή την Αστυνομία δεν τον γνωρίζει κανείς.
Ο Α. Κούγιας συνέχισε να ρωτάει με βάση τα όσα η Κυριακίδου είπε στη συνέντευξη αυτή και η Κυριακίδου να μην απαντάει, μολονότι καταδείχτηκαν νέες κραυγαλαίες αντιφάσεις. Γι’ αυτό, άλλωστε, την είχαν δασκαλέψει να μη δώσει καμιά απάντηση για τη συνέντευξη, το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της οποίας, πάντως, κατατέθηκε στο δικαστήριο και αποτελεί αναγνωστέο έγγραφο.
Αλλη αποκαλυπτική στιγμή ήταν όταν ο Α. Κούγιας διάβασε στο δικαστήριο μήνυση που έχει κάνει ο Κανάς κατά της Κυριακίδου, σε ανύποπτο χρόνο. Στις 20.2.2002, όταν η Κυριακίδου δεν έχει ακόμα πάει στον Διώτη. Στη μήνυση αυτή, λοιπόν, ο Κανάς καταμαρτυρεί πολλά στην Κυριακίδου και μεταξύ αυτών ότι τον απειλούσε πως θα πάει στην Αστυνομία και θα πει ότι ήταν μέλος της 17Ν!!!
Η Κυριακίδου, ουρλιάζοντας και πάλι, έλεγε ότι έχει καταδικαστεί ερήμην και έχει κάνει έφεση. Λες και αυτό ήταν το ζήτημα και όχι το ότι σε ανύποπτο χρόνο, όταν ουδείς τον έχει κατηγορήσει ως «τρομοκράτη», καταγγέλλει την Κυριακίδου για συγκεκριμένες απειλές σε βάρος του, οι οποίες λίγους μήνες αργότερα έγιναν κατάθεση στον Διώτη.
Τί αποδείχτηκε από όλη την εξέταση; Αυτό που αποδείχτηκε και στην προηγούμενη δίκη, αλλά αυτή τη φορά πιο καθαρά, γιατί οι αντιφάσεις τώρα περιλάμβαναν και τα όσα είχε καταθέσει η Κυριακίδου στην προηγούμενη δίκη. Αποδείχτηκε ότι η Κυριακίδου είναι μια εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη μάρτυρας της Αντιτρομοκρατικής, η οποία όμως δεν μπορεί να υποστηρίξει το σενάριο. Γιατί αυτό το σενάριο έχει πολλές «τρύπες» και με το φανατισμό και το ασίγαστο μίσος της η Κυριακίδου τις πολλαπλασίασε, από κατάθεση σε κατάθεση και από δίκη σε δίκη. Γι’ αυτό και τούτη τη φορά της είπαν να απαντά συχνά με ένα «δε θυμάμαι». Κάποια στιγμή, μάλιστα, έχοντας για πολλοστή φορά χάσει την ψυχραιμία της, είπε: «Δεν θυμάμαι και δεν θα απαντήσω και μετά μπορεί να μου λέτε ότι είπα άλλα».
Αντίθετα, η υπεράσπιση Κανά απέδειξε για μια ακόμα φορά τους ισχυρισμούς της. Οτι ο Κανάς έκανε κάποια στιγμή ένα συμβατικό γάμο με την Κυριακίδου, από τον οποίο γεννήθηκε ένα παιδί, όμως αυτός ο γάμος ποτέ δεν ευτύχησε. Η Κυριακίδου επιδιδόταν επί σειρά ετών σε ένα ανελέητο κυνηγητό του Κανά, στην Αθήνα και την Κίμωλο, μέχρι που ήρθε σε επαφή με την Αντιτρομοκρατική, μέσω φίλων και συμμαθητών της αστυνομικών.
Ο Κανάς επιλέχτηκε ως στόχος, λόγω της επαγγελματικής του σχέσης με τον Τσιγαρίδα και επειδή η Κυριακίδου ήταν βολική για να χτιστεί πάνω της ολόκληρο το σενάριο. Οι άλλοι στημένοι μάρτυρες (Τόγκα, Πομώνης, Σιώζου) βρέθηκαν εκ των υστέρων, αφού έδειξαν προθυμία να προσφέρουν… πατριωτικό έργο, μόνοι αυτοί ανάμεσα σε δεκάδες ενοίκους των πολυκατοικιών στην Πάτμου 51 και στην Πολέμωνος 13, οι οποίοι προσεγγίστηκαν από την Αντιτρομοκρατική, εξετάστηκαν, αλλά δεν δέχτηκαν να προβούν σε κατευθυνόμενες αναγνωρίσεις.