Αγαπητά μου παιδιά
Ούτε δυο βδομάδες δεν έμειναν για να φύγει ο Καποδίστριας και να έρθει ο Καλλικράτης, να φύγουν ο Ομέρ Πριόνης και ο Βασι-παπ και να έρθουν οι Καμίνης –εμπεριέχει το come in– και Μπουτάρης. Παρεμπιπτόντως δεν bootάρει ο υπολογιστής, αλλά θα το δω μόλις αρχίσει να φαίνεται φως εξόδου από τη γενική δυσχέρεια. Μια έξοδος με φως που είναι ατομική και θα δει ο καθένας μας κάποια στιγμή. Γι’ αυτήν είμαι απολύτως βέβαιος, για την άλλη καθόλου… Παράλληλα, θα φύγουν και κάποια μέλη του πωλητικού προσωπικού. Μερικά για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, άλλα για τις ιδιαίτερες γραμματείς τους και κάποια άλλα για τις ιδιαίτερες τραπεζικές θυρίδες τους. Θα ξεχαστούν πολλά προς στιγμή και θα ακουστούν πάλι εκείνες οι ευχές που όχι μόνο έχασαν κάθε νόημα, μα κατάντησαν γελοίες μέσα στο σύνολο των ηθών και των ευθύμων… Και φυσικά τη συνοδεία των καλάντων (αιτούμενα ταλάντων), ενίοτε και βαρβαριστί:
Jingle bells, jingle bells, jingle all the way
oh what fun it is to see Giorgakis run away.
Αλλοι πάλι θα επιμείνουν στας παραδόσεις μας, τώρα που –σας τα προμήνυα σε παλαιότερες επιστολές, τα έγραψαν ανησυχούντες και οι πνευματικοί ταγοί– αφανίζεται όχι μόνο το έθνος, αλλά και το βήμα, η απογευματινή (αιωνία η μνήμη) και σύμπας ο κόσμος που λέει και το ομώνυμο συγκρότημα «Gogol Bordello».
Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χε! Ζω στο οικοδόμημα, στον καπιταλισμό σας.
Τέτοιες μέρες ο νους μας τρέχει στην Αθήνα μες στο κέντρο όπου είχε φυτρώσει ένα καινούργιο δέντρο, όπως τραγουδούσε και ο κ. πρέσβης όταν μας κακομάθαινε και πολύ πριν τις τελευταίες υπουργοποιήσεις, οπότε κακόμαθε και ο στενότερος περίγυρος. Το δέντρο αυτό αποτελεί μέρος αληθινής ιστορίας που συνέβη λίγο πριν την έλευση των V. C. Γότθων (η Ιστορία τους αναφέρει και σαν WC Γότθους, αλλά ο Πάσχων της καθημερινής μάντρας με τα βέλη δεν έλαβε θέση κι έτσι δεν έχουμε παρά να σιωπήσουμε με σεβασμό). Είχε φυτρώσει στο Κρυονέρι, εκεί που σήμερα αγωνιστές τυπώνουν την «Αστυνομική Επιθεώρηση» (γι’ αυτό και το «ένα νερό κυρα-Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό» που συνοψίζεται εις Κρυονέρι για να μην είναι περιφραστικό και εκ του περισσού) εις ανάμνηση των πολεμιστών που ο πολυχρονεμένος Ομέρ Πριόνης είχε βάλει να το φυλάνε νυχθημερόν. Εμεινε δε γνωστό ως το «δέντρο του mal Ακα», γιατί κάτω του καθόταν κι άναβε φωτιές για να ζεσταθεί ο άρρωστος Ακα (χαϊδευτικό του Ακατονόμαστος). Αξέχαστη έμεινε η στιγμή της αφής της εορταστικής φλόγας. Τι εποχές! Εξ ων και το δημώδες δύστυχο
Αφήνετε τα δάση να καίγονται για πλάκα
και τώρα φυλάτε το δέντρο του mal Ακα
Ως άγνωστον, το Κρυονέρι στην αρχαιότητα αποτελού-σε τμήμα της περιφέρειας του δήμου Οίου της αρχαίας πόλης της Δεκέλειας, που βρισκόταν στη μεσόγαια τριττύα σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του Κλεισθένη. Τι Καποδίστριας και Καλλικράτης τώρα, που τους ανέσυραν οι ημιμαθείς παφλάζοντες στα κύματα Παφλαγόνες του σήμερα (τους οποίους οι αρχαίοι Ελληνες περιφρονούσαν θεωρώντας τους ως έθνος απολίτιστο και αργυρώνητων δούλων, με τη λέξη «Παφλαγών» να σημαίνει «φλύαρος» και με οποιαδήποτε ομοιότητα με το σήμερα να είναι συν πτωματική). Και γι’ αυτό τραγούδησε η λαϊκή μούσα:
Την μνημονιακή γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν’ πειρατές γιάπηδες στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ’ το λαιμό
μας σπρώχναν’ προς την θάλασσα με σπρέι οι Παφλαγόνες.
Το δέντρο του mal Ακα βρισκόταν πέρα από το τυροκομείο του Καράμπελα και το υποστατικό της Χάιδως, δίπλα στην πηγή του πεταλωτή (fontana di ferracavallo), ενός κρετίνου μειωμένων πνευματικών οριζόντων που όλη η μεσαιωνική Αθήνα απορούσε πώς τελείωσε τη νομική στο θρησκευτικό κολέγιο του τάγματος του αγίου Σουλπικίου.
Οπως το συνηθίζουμε, δεν θα τελειώσουμε ούτε αυτή την ιστορία, την οποία υπαγάγουμε σε ελαστικό σχέδιο δημοσίευσης για να την προστατέψουμε από την ανεργία. Το έκανε πιλοτικά πλήθος εργοδοτών και βλέπουμε ότι λειτουργεί.
Με δυο ευχές ας υποσχεθούμε (και όχι να ευχηθούμε) ένα καλύτερο αύριο. Του χρόνου πάλι κι όχι του χρόνου πάλη…
Επί Μίκην see