Οσοι συμμετείχαν στις διαδικασίες ίδρυσης της Λίγκας είχαν θέσει τρεις στόχους: την αναβάθμιση της ποιότητας του πρωταθλήματος, την καταπολέμηση της βίας και τη βελτίωση της διαιτησίας. Φτάσαμε στο ένα τρίτο του πρωταθλήματος και πλέον μπορούμε να πούμε ότι οι δημιουργοί της Λίγκας έχουν αποτύχει σε κάθε πτυχή του εγχειρήματός τους.
Είχαμε γράψει και παλιότερα ότι για την επίτευξη των παραπάνω στόχων υπήρχε μια προϋπόθεση. Να συμφωνήσουν οι καπιταλιστές που διοικούν τις ομάδες, ουσιαστικά να συμφωνήσουν Κόκκαλης και Βαρδινογιάννης, προκειμένου να μπουν σαφείς κανόνες στον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, αν και το γεγονός ότι τα πρόσωπα που απαρτίζουν τη Λίγκα είναι τα ίδια με αυτά που διοικούσαν το ποδόσφαιρο πριν τη δημιουργία της δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας. Αν σε αυτό προσθέσουμε ότι μέχρι στιγμής Κόκκαλης και Βαρδινογιάννης δε δείχνουν να καίγονται ιδιαίτερα για την επίτευξη των στόχων της, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα.
Σε προηγούμενα φύλλα είχαμε αναφερθεί στην ποιοτική υποβάθμιση του ελληνικού πρωταθλήματος και στη βία στα γήπεδα, η οποία αντί να μειώνεται, σύμφωνα με τις διακηρύξεις των αρμοδίων, γιγαντώνεται. Σήμερα θα ασχοληθούμε με τη διαιτησία που πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Αν και δεν το συνηθίζω, θα συμφωνήσω με τον αντιπρόεδρο της ΠΑΕ Ολυμπιακός Πέτρο Κόκκαλη: το ποδόσφαιρο είναι συναρπαστικό άθλημα γιατί είναι απρόβλεπτο και στην έννοια απρόβλεπτο εμπεριέχονται και τα λάθη της διαιτησίας. Είτε το θέλουμε είτε όχι, ο διαιτητής συμμετέχει στο παιχνίδι και από τη στιγμή που αποφάσεις του μπορούν να καθορίσουν το αποτέλεσμα, τα λάθη της διαιτησίας συμμετέχουν στο «απρόβλεπτο» του αποτελέσματος. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν ισχυρίζομαι ότι θα πρέπει οι διαιτητές να κάνουν λάθη και να καθορίζουν με τις αποφάσεις τους το αποτέλεσμα για να γίνει το ποδόσφαιρο πιο συναρπαστικό. Απλά πρέπει να τονιστεί ότι το ανθρώπινο λάθος του διαιτητή, το οποίο μπορεί να προέλθει από μια δύσκολη φάση ή και μια αβλεψία του, όταν είναι πραγματικά ανθρώπινο και όχι εσκεμμένο, συμβάλλει στη συναρπαστικότητα ενός αγώνα ή αν θέλετε αποτελεί σημείο συζήτησης μετά τη λήξη του, άρα και ερέθισμα για να ασχοληθούν κάποιοι με το άθλημα.
Αυτό όμως που γίνεται στη χώρα μας δεν έχει καμία σχέση με το ανθρώπινο λάθος του διαιτητή. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στις 12 αγωνιστικές του πρωταθλήματος έχουν τιμωρηθεί 11 διαιτητές και 9 επόπτες, ενώ αρκετές είναι και οι περιπτώσεις μέτριας διαιτησίας χωρίς παραπομπή στο πειθαρχικό, αφού διαιτητής και επόπτες έπιασαν τη βάση. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την προκατάληψη που υπάρχει απέναντί τους, καταλαβαίνουμε το εκρηκτικό μείγμα που δημιουργείται για την ομαλή εξέλιξη ενός αγώνα και ταυτόχρονα τους λόγους που η διαιτησία στη χώρα μας αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του ποδοσφαίρου.
Το ερώτημα που μπαίνει είναι αν αυτοί που καθορίζουν τις τύχες του ελληνικού ποδοσφαίρου θέλουν να υπάρχουν καλοί διαιτητές. Μέχρι σήμερα ο έλεγχος της «παράγκας» ήταν η πρώτη προτεραιότητα των καπιταλιστών που ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο. Η λογική της αρπαχτής που επικρατούσε και που σε σημαντικό βαθμό επικρατεί και σήμερα, απαιτούσε να υπάρχουν κέρδη αμέσως και με οποιοδήποτε τρόπο. Και επειδή η δημιουργία μιας καλής ομάδας απαιτεί χρόνο και χρήμα, η εύκολη και αποτελεσματική λύση ήταν ο έλεγχος του παρασκηνίου και της διαιτησίας. Διαιτητές «κομάντο» έφερναν σε πέρας δύσκολες αποστολές και εξασφάλιζαν κέρδη στους προέδρους. Αλλωστε, η όλη δομή του ελληνικού πρωταθλήματος ευνοούσε και συνεχίζει να ευνοεί τη δράση τους, αφού η διαφορά δυναμικότητας των μεγάλων ομάδων από τις υπόλοιπες έχει σαν αποτέλεσμα ο τίτλος του πρωταθλητή να κρίνεται στα ντέρμπι ή σε δυο-τρία κρίσιμα παιχνίδια, οπότε αυτός που ήλεγχε τη διαιτησία και είχε εξασφαλίσει ότι με τη βοήθειά της θα κερδίσει σ’ αυτά είχε και τον πρώτο λόγο στην κατάκτηση του τίτλου.
Το αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν να μην υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη καλών και ικανών διαιτητών. Οπως συμβαίνει με τη δημιουργία μιας αξιόλογης ποδοσφαιρικής ομάδας, έτσι και για τη δημιουργία ικανών διαιτητών απαιτείται χρόνος και κόπος. Ομως, από τη στιγμή που οι παράγοντες ενδιαφέρονταν για «πρόθυμους» και αναλώσιμους διαιτητές, το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχουν σήμερα διαιτητές που να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις για ένα καθαρό και τίμιο πρωτάθλημα. Μπορεί σήμερα ο Κόκκαλης και ο Βαρδινογιάννης να θέλουν να μη παίζει ρόλο η διαιτησία στην εξέλιξη του πρωταθλήματος, όμως με την κατάσταση που επικρατεί δε μπορούν να το εξασφαλίσουν. Η συντριπτική πλειοψηφία των διαιτητών είναι αγύμναστοι, χωρίς ποδοσφαιρικές γνώσεις, ανίκανοι να τελειώσουν ομαλά έναν αγώνα. Ακόμη και αν δεν έχουν πρόθεση να ευνοήσουν κάποια ομάδα, η ανικανότητά τους έχει σαν αποτέλεσμα να κάνουν σοβαρά λάθη που αλλοιώνουν το αποτέλεσμα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αρκετούς φετινούς αγώνες είχαν παράπονα και οι δυο ομάδες, αφού οι διαιτητές και οι επόπτες έκαναν χοντρά λάθη. Ας μην ξεχνάμε ότι στο Μουντιάλ της Γερμανίας δεν είχαμε έλληνα διαιτητή, γιατί οι δυο βοηθοί του Βασσάρα, που είχε επιλεγεί από τη ΦΙΦΑ, δεν κατάφεραν να βγάλουν τα τεστ που προβλέπει ο κανονισμός.
Συνοψίζοντας, αυτό που προκύπτει είναι ότι για το άμεσο μέλλον δε μπορούμε να περιμένουμε βελτίωση της ελληνικής διαιτησίας, άρα η προσπάθεια για αναβάθμιση του ελληνικού ποδοσφαίρου θα καθυστερήσει. Κόκκαλης και Βαρδινογιάννης κατά πρώτο λόγο και δευτερευόντως ο Νικολαΐδης γνωρίζουν την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική διαιτησία (άλλωστε οι ιδιοκτήτες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού τη δημιούργησαν τα προηγούμενα χρόνια) και δείχνουν διατεθειμένοι να την «ανεχθούν» και να μην αφήσουν τα διαιτητικά λάθη να καταστρέψουν το εγχείρημα της Λίγκας, όπως έγινε στο παρελθόν. Οι καπιταλιστές ξέρουν ότι για να συνεχίσουν να βγάζουν κέρδη από το ποδόσφαιρο θα πρέπει να θέσουν κανόνες και αρχές στη διεξαγωγή του πρωταθλήματος και γι’ αυτό προσπαθούν να συμμαζέψουν την κατάσταση. Θα τους πάρει βέβαια κάποιο χρονικό διάστημα, για να υπάρξουν καλοί έλληνες διαιτητές που να μπορούν να σταθούν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά θα τα καταφέρουν.
Για να μην παρεξηγηθώ δεν λέω ότι η ύπαρξη καλών διαιτητών θα εξαλείψει τα κυκλώματα και το παρασκήνιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο για τους καπιταλιστές είναι πρώτα απ’ όλα πηγή κέρδους και δευτερευόντως άθλημα, συνεπώς θα υπάρχουν και προσπάθειες κάτω από το τραπέζι για να διασφαλίσουν τα κέρδη τους (πρόσφατο παράδειγμα το σκάνδαλο της διαιτησίας που συγκλόνισε την Ιταλία). Αλλωστε, ο καλός διαιτητής, που έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία και είναι αποδεκτός από την πλειοψηφία των φιλάθλων, μπορεί να φέρει σε πέρας μια «ειδική» αποστολή ευκολότερα από έναν κακό διαιτητή. Αυτή είναι η συνήθης τακτική της ΦΙΦΑ και της ΟΥΕΦΑ. Σε αγώνες που θέλουν να έχουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα ορίζουν έναν πολύ καλό διαιτητή, ο οποίος σχεδόν πάντα καταφέρνει να οδηγήσει το παιχνίδι εκεί που του έχουν πει, χωρίς να προκαλέσει με τα σφυρίγματά του τους φιλάθλους. Ενας ικανός διαιτητής μπορεί με πολλά μικρά σφυρίγματα να πετύχει ό,τι και με ένα κραυγαλέο λάθος, κάτι που δεν μπορεί να το κάνει ο κακός διαιτητής και αυτό εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια στα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης.
Κος Πάπιας
ΥΓ. Πολύς ντόρος έχει γίνει για τον διαιτητή Καλόπουλο στην αναμέτρηση Αιγάλεω – ΑΕΚ. Προσωπικά θεωρώ ότι τα επόμενα χρόνια θα μας απασχολήσει, γιατί έχει τα στοιχεία ενός καλού διαιτητή. Αν δει κάποιος το παιχνίδι προσπαθώντας να κρίνει τις αποφάσεις του δύσκολα θα βρει λάθη. Οσο και αν ακούγεται περίεργα, στις σοβαρές αποφάσεις του είχε δίκιο. Το πρώτο πέναλτι υπέρ της ΑΕΚ είναι καθαρό, το δεύτερο το κέρδισε έξυπνα ο Σέζαρ και αν σκεφτούμε ότι η ΑΕΚ έπαιζε με δέκα παίχτες οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι «δινόταν», η αποβολή του Καπάνταη ήταν 100% σωστή, αφού ο παίχτης της ΑΕΚ τράβηξε από πίσω τον αντίπαλό του και τον έριξε, ενώ στην αποβολή του Τσιρίλο και το πέναλτι υπέρ του Αιγάλεω σφύριξε ό,τι προβλέπει ο κανονισμός. Ο Τσιρίλο παίζει αρκετά δυνατά και αρκετές φορές παρασύρεται σε εκτός των ορίων ενέργειες, έχοντας την ανοχή των διαιτητών. Στη συγκεκριμένη φάση ο Καλόπουλος εφάρμοσε κατά γράμμα τον κανονισμό, τον απέβαλε για χτύπημα σε αντίπαλο και από τη στιγμή που αυτό έγινε μέσα στην περιοχή της ΑΕΚ έδωσε και το πέναλτι. Οσο για την άποψη που διατυπώθηκε και δημόσια από ΑΕΚτζήδες, ότι αυτό το είχε ξανακάνει ο Τσιρίλο και δεν είχε τιμωρηθεί, μάλλον εύσημο μπορεί να είναι για τον Καλόπουλο. Είπαμε στην αρχή ότι θα μας απασχολήσει τα επόμενα χρόνια. Η συμπεριφορά του στα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού, όταν κατάφερε με επιτυχία να μην επιτρέψει τη δημιουργία κάποιας σοβαρής φάσης κοντά στις εστίες των δυο ομάδων, δείχνει ότι έχει όλα τα φόντα εκτός από καλός να γίνει και χρήσιμος.