Τόσο καιρό τώρα που το υπουργείο Παιδείας προετοιμάζει την «αναπλήρωση των χαμένων διδακτικών ημερών», προωθώντας νομοθετική ρύθμιση (η σχετική διάταξη ψηφίστηκε ήδη από τη βουλή, αλλά εκκρεμεί η υπουργική απόφαση), λαβαίνει από τους εκπαιδευτικούς μηνύματα αντίστασης στην τρομοκρατική αυτή πολιτική, που επιχειρεί να εφαρμόσει.
Παρόλο που το υπουργείο προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένα, μέσω των ΜΜΕ και στέλνοντας στα σχολεία εφαρμοστική εγκύκλιο, με την υπογραφή του Ειδικού Γραμματέα Κ. Ράμμα (η οποία χώριζε τους εκπαιδευτικούς σε 3 κατηγορίες σύμφωνα με τις ημέρες της απεργίας και προσδιόριζε την αναπλήρωση στις χρονικές περιόδους των εκδρομών, των επιμορφωτικών συναντήσεων με τους σχολικούς συμβούλους, της μιας εβδομάδας από 15 έως και 20 Ιουνίου και των ημερών των γιορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα -2 και 6 ημέρες αντίστοιχα), πριν ακόμα εκδοθεί η υπουργική απόφαση, δεν κατόρθωσε να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Παντού, όπου έφθανε η εγκύκλιος υψώνονταν φωνές διαμαρτυρίας και καταγγελίας αυτής της πολιτικής.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ, που αρχικά -πριν ακόμα κλείσει η απεργία- είχε προσχωρήσει στη λογική της «αναπλήρωσης», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα τα βρει με το ΥΠΕΠΘ, κάτω από την πίεση της βάσης των εκπαιδευτικών και φοβούμενη να πάρει την ευθύνη της συναίνεσης στην καταστρατήγηση εργασιακών δικαιωμάτων, που άνοιγε πονηρούς δρόμους για το μέλλον, ανέκρουσε πρύμναν, κατήγγειλε το ΥΠΕΠΘ και κάλεσε τους εκπαιδευτικούς σε ανυπακοή.
Παράλληλα, μέσα στους εκπαιδευτικούς άναψαν οι συζητήσεις, που διαρκούν έντονες και σήμερα μιας και το ζήτημα δεν έκλεισε (ούτε από την πλευρά του υπουργείου ούτε από την πλευρά του κινήματος).
Οι δάσκαλοι που μάτωσαν 6 εβδομάδες στους δρόμους, δίνοντας έναν ηρωικό αγώνα, στη διάρκεια του οποίου αναδείχθηκαν όσο ποτέ άλλοτε η ανάγκη της υπεράσπισης του δημόσιου δωρεάν σχολείου και το δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση, νιώθουν τώρα πως το υπουργείο Παιδείας τους τιμωρεί, εκδικείται την απεργία τους και στην ουσία τους επιστρατεύει εκ των υστέρων.
Νιώθουν πως η Μητροπόλεως επιχειρεί να τους εμφανίσει υπόλογους απέναντι στους μαθητές, τους γονείς, την εργαζόμενη κοινωνία, ένοχους γιατί έβαλαν στην άκρη τα μαθήματα και βγήκαν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Αγανακτούν γιατί το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο μάθημα που παρέδωσαν σε όλους -μάθημα ήθους και αξιοπρέπειας, μάθημα αγώνα για αιτήματα που ξεπερνούν το προσωπικό συμφέρον- εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερον και προτάσσεται η διοικητική αναπλήρωση της ύλης, ενώ επιβραβεύεται η απεργοσπασία, που δε δημιούργησε προβλήματα «χασίματος διδακτικών ημερών».
Οι δάσκαλοι βλέπουν πως η απεργία, το μεγάλο διεκδικητικό όπλο των εργαζόμενων, καταστρατηγείται και καλούνται να αποδώσουν, εκ των υστέρων, στον εργοδότη (κράτος) πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υποταγής, να συμμετέχουν στη φάρσα που αυτός στήνει, σε βάρος στην ουσία των παιδιών, προφασιζόμενος ότι νοιάζεται για τη μόρφωσή τους.
Ομως, η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και καίει.
Οι δάσκαλοι, που δεν αρνούνται τον παιδαγωγικό τους ρόλο, ξέρουν πως το μυαλό των μικρών παιδιών δεν είναι απύθμενο πηγάδι, που μπορούν να το φορτώνουν με δεκάδες πληροφορίες κάθε μέρα, για να κάνουν το χατίρι του υπουργείου.
Ξέρουν πως έτσι κι αλλιώς τα προβλήματα με την ύλη και το περιεχόμενο των νέων βιβλίων στα σχολεία (μεγάλη σε έκταση ύλη, μεγάλος βαθμός δυσκολίας, κατέβασμα της ύλης μια τάξη παρακάτω, χάσμα σε σχέση με τα παλιά βιβλία) είναι ανυπέρβλητα και πως αυτά θα υπήρχαν ακόμα κι αν δεν υπήρχε στη μέση η απεργία.
Γνωρίζουν από πρώτο χέρι την υποκρισία του υπουργείου Παιδείας, όταν κάθε χρονιά χάνονται χιλιάδες διδακτικές ώρες γιατί οι εκπαιδευτικοί δεν διορίζονται στην ώρα τους, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των σχολείων και παραμένουν ακάλυπτες χιλιάδες θέσεις για πολλούς μήνες (1100 είναι σήμερα τα κενά στην πρωτοβάθμια). Γνωρίζουν επίσης ότι το κράτος δεν δείχνει την ίδια ευαισθησία, όταν από δική του υπαιτιότητα (αδράνεια του κρατικού μηχανισμού, των υπηρεσιών του, έλλειψη χρηματοδότησης) τα σχολεία παραμένουν κλειστά επί μήνες (π.χ. την περίοδο των σεισμών ή λόγω των προβλημάτων της άθλιας υλικοτεχνικής υποδομής, που είναι καθημερινό φαινόμενο στα σχολεία).
Το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση θέλουν να κάνουν στην ουσία πασαλείμματα για να φανούν στα μάτια των γονιών ότι ενδιαφέρονται για τα παιδιά τους, όταν χρόνια τώρα υποχρηματοδοτούν την εκπαίδευση και κρατούν στην πείνα τους δασκάλους της, ακόμη και μετά τον ηρωικό αγώνα τους. Και κάνουν πασαλείμματα γιατί ξέρουν πολύ καλά, πως ακόμα και τυπικά οι «χαμένες» 27 εργάσιμες ημέρες δεν «αναπληρώνονται» από τις 19 (το ανώτερο), που προβλέπει η διοικητική τους «αναπλήρωση».
Δεν έχουν καμιά παιδαγωγική ευαισθησία και τιμωρούν τα παιδιά, φέρνοντάς τα με το ζόρι στα σχολεία τις γιορτές για να «κάνουν μάθημα», όταν κάποιοι άλλοι συμμαθητές τους αυτές τις μέρες θα απολαμβάνουν την τόσο αναγκαία γι’ αυτά ξεκούραση. Θέλουν μόνο να εκδικηθούν τους απεργούς και να δημαγωγήσουν λαϊκίστικα απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία.
Είπαμε και στον πρόλογο, όμως, πως η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ, τα βρήκε σκούρα σε τούτη την επιδίωξή της. Γι’ αυτό άλλαξε τροπάριο και έστειλε νέα εγκύκλιο του Ράμμα στα σχολεία (προτρέχοντας και πάλι της υπουργικής απόφασης), η οποία αναφέρεται ως τροποποίηση-συμπλήρωση της προηγούμενης.
Φοβούμενο το υπουργείο μαζική αντίδραση των εκπαιδευτικών που απεργήσανε (κυρίως αυτών που απεργήσανε και τις 6 εβδομάδες και καλούνται με την εγκύκλιο να εργαστούν υποχρεωτικά 2 ημέρες των Χριστουγέννων, 6 του Πάσχα και 4 της εβδομάδας από 15 ως και 20 Ιουνίου) και ακύρωση της απόφασής του στην πράξη, επέλεξε νέα τακτική. Μια τακτική πολύ πιο πονηρή και ύπουλη. Δεν υποχρεώνει τους εκπαιδευτικούς που δε θέλουν να εργαστούν τις μέρες της «αναπλήρωσης», αναθέτει όμως τη δουλειά τους σε ομάδες (διευθυντές, υποδιευθυντές, δασκάλους του ολοήμερου και στη συνέχεια σε άλλους εκπαιδευτικούς του ίδιου σχολείου), που εκ της φύσης τους είναι πολύ πιο ευάλωτες στις άνωθεν διαταγές και επομένως πιο πειθήνιες και υποταγμένες.
Βγάζοντας έτσι από τη μέση ένα από τα επίμαχα σημεία, αφήνει στο απυρόβλητο την εβδομάδα του καλοκαιριού (παράταση του διδακτικού έτους), για την οποία δεν θέτει καν ζήτημα. Το υπουργείο καλεί διοικητικό προσωπικό και επίορκους εκπαιδευτικούς (που είτε ήταν απεργοσπάστες στη διάρκεια της απεργίας είτε παζαρεύουν τώρα την ανταποδοτική επιστροφή κάποιων χρημάτων της απεργίας) στην ουσία σε ιδιόμορφη ανοικτή απεργοσπασία, αφού αυτοί αναλαμβάνουν να κάνουν το έργο εκείνων που απεργήσανε με σθένος ως το τέλος και τώρα αρνούμενοι την «αναπλήρωση» υπερασπίζουν τον δίκιο αυτόν αγώνα τους, αλλά και τον παιδαγωγικό τους ρόλο.
Αλαλούμ, λοιπόν, αναμένεται να επικρατήσει στα σχολεία, αφού θα βγουν μαχαίρια, σε περίπτωση που εφαρμοστεί αυτή η υπουργική απόφαση και αφού το «πρόβλημα» κατά πως επιθυμεί το ΥΠΕΠΘ και πάλι δεν λύνεται σε σχολεία που ήταν ως σύνολο προπύργια του αγώνα, μιας και το εκπαιδευτικό προσωπικό τους απεργούσε σύσσωμο. Τι θα κάνει, λοιπόν, το υπουργείο; Θα κουβαλήσει από άλλα σχολεία απεργοσπαστικό μηχανισμό; Θα υποχρεώσει τους εκπαιδευτικούς να δουλέψουν ή δε θα κάνει «αναπλήρωση», αναγνωρίζοντας έτσι ότι αυτή είναι απλώς μια φάρσα;
Γιούλα Γκεσούλη








