Ενας νεαρός δάσκαλος, τσιγγάνικης καταγωγής, επιστρέφει στον καταυλισμό των παιδικών του χρόνων προκειμένου να κηδέψει τον πατέρα του, με τον οποίο είχε αποξενωθεί τα τελευταία χρόνια. Η επαφή του με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των τσιγγάνων θα του δημιουργήσει αίσθημα αποστροφής και ευθύνης ταυτόχρονα. Παράλληλα, θα αναβιώσει ένας παιδικός του έρωτας…
Οι δημιουργοί της ταινίας έστησαν ένα εξαιρετικά σκληρό και ρεαλιστικό σκηνικό, ώστε να αναδείξουν το άθλιο περιβάλλον, στο οποίο είναι αναγκασμένη να ζει αυτή η μειονότητα. Το σκηνικό αυτό δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα, αφού όντως κάπου στην Τρανσυλβανία, πολύ κοντά στο Βουκουρέστι, ο καταυλισμός αυτός υπάρχει στις παρυφές μια τεράστιας χωματερής, από την οποία όλη μέρα οι τσιγγάνοι συλλέγουν ανακυκλώσιμα σκουπίδια που πουλούν σε αδίστακτους τύπους για πενταροδεκάρες. Βία, βαρβαρότητα, κλεψιά, προλήψεις, πορνεία και μύρια άλλα παρόμοια χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή αυτών των ανθρώπων και πραγματικά είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς ο κεντρικός ήρωας, ένας άνθρωπος που παιδί άφησε πίσω του αυτή τη ζωή και μορφώθηκε, ταλαντεύεται και επιστρέφει πίσω.
Το σενάριο της ταινίας μπάζει στο σημείο αυτό, όπως και σε αρκετούς υπερρεαλιστικούς χαρακτήρες της. Επίσης, διαχέεται ανάμεσα στο να είναι μια ταινία καταγγελίας και κλασικής μυθοπλασίας. Ειδικά στο τέλος έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καθαρό τσιγγάνικο ερωτικό δράμα. Με άλλα λόγια, η ταινία αδυνατεί να συνδέσει όλ’ αυτά τα στοιχεία σ’ ένα αρμονικό σύνολο, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μια σειρά αδυναμίες. Παρολαυτά, είναι πειστική και αποκαλυπτική για τις συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων που ζουν στον αντίποδα μιας καταναλωτικής κοινωνίας και τρέφονται με τα σκουπίδια της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ταινία συνάντησε εξαιρετική εχθρότητα από τη ρουμανική και την ουγγρική κυβέρνηση, που έχουν κάθε λόγο να συγκαλύψουν τις τραγικές συνθήκες ζωής αυτών των μειονοτήτων.
Ελένη Σταματίου