Επεσε η αυλαία στη δίκη της 17Ν στο δεύτερο βαθμό και ευτυχώς που κανείς δεν προσπάθησε να μιλήσει για «μερικές επιτυχίες». Ο φόβος υπήρχε, γιατί η ροπή προς τις νομικίστικες προσεγγίσεις, προς την αριθμητική προσέγγιση των δικαστικών αγώνων, αποτελεί εγγενή αδυναμία ακόμη και του κινήματος αλληλεγγύης και αυτή την αδυναμία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το αστικό κράτος με την απόφαση που εξέδωσε το εντεταλμένο όργανό του. Με την αριθμητική προσέγγιση θα έλεγε κανείς: στην πρώτη δίκη αθωώθηκαν τρεις (ο τέταρτος έτσι κι αλλιώς εξαρχής δεν μέτραγε ως κατηγορούμενος), στο μεταξύ αποφυλακίστηκαν άλλοι τρεις έχοντας εκτίσει την ποινή ή για λόγους υγείας, με την απόφαση αποφυλακίζονται άμεσα άλλοι δύο κι ένας το πολύ σε μια διετία, ε, κάτι είναι κι αυτό. Ηταν, όμως, τόσο εξοντωτικές οι άλλες ποινές και τόσο προκλητικός ο τσαμπουκάς που επιδείχτηκε σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιες προσεγγίσεις. Μας απάλλαξε έτσι το ίδιο το κράτος από το μπελά του εγκλωβισμού σε μια τέτοια συζήτηση.
Τώρα, μπροστά μας έχουμε καθαρές καταστάσεις, χωρίς αυταπάτες και φρούδες ελπίδες. Εχουμε μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση που επιβεβαίωσε πλήρως το σενάριο της «εξάρθρωσης», το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής και των Αμερικανοβρετανών γκαουλάιτερ, περιφρονώντας στοιχειώδεις αρχές του ισχύοντος δικαίου. Για να επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά η παλιά αλήθεια, ότι οι κανόνες του ποινικού δικαίου, ιδιαίτερα οι πιο φιλελεύθεροι απ’ αυτούς, δεν έχουν καμιά εφαρμογή κατά την ποινικοποίηση των πολιτικών συγκρούσεων, ιδιαίτερα όταν σ’ αυτές αμφισβητείται η πεμπτουσία του συστήματος, το μονοπώλιό του στη βία, στο όργανο δηλαδή με το οποίο ασκεί τη δικτατορία της η άρχουσα τάξη. Η πολιτική σκοπιμότητα δημιουργεί ένα άλλο δίκαιο, άγραφο μεν, αλλά ισχυρότερο του γραπτού. Ολοι οι θεσμοί του συστήματος, όλα τα κέντρα εξουσίας συνασπίζονται και στηρίζουν την εφαρμογή αυτού του άγραφου-ταξικού δικαίου.
Τώρα, λοιπόν, μπροστά μας έχουμε πολιτικούς κρατούμενους μακράς πνοής (6 με ισόβια), καταδικασμένους ως μέλη μιας επαναστατικής οργάνωσης που άσκησε ένοπλη βία ενάντια σε πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς στόχους, εγχώριους και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που είχαμε να τη ζήσουμε από τα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα της επανάστασης του 1946-49. Και σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες της περιόδου 1950-67 (δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε γιατί).
Εξ ορισμού, λοιπόν, το γεγονός αυτό μας βάζει μπροστά σε μια πρόκληση. Σε ένα σύνθετο πολιτικό γεγονός με πολλές παραμέτρους. Ας δοκιμάσουμε να διερευνήσουμε μερικές, ως συμβολή στη συζήτηση που ήδη έχει αρχίσει.
♦ Υπάρχει η ανάγκη σταθερής αλληλεγγύης σ’ αυτούς τους πολιτικούς κρατούμενους; Ενδεχομένως να σημειωθεί ότι δε μπορούμε να θέτουμε υπό αμφισβήτηση τα αυτονόητα, ας μας επιτραπεί όμως να σημειώσουμε πως μιλώντας με πραγματικούς όρους η αλληλεγγύη δεν θεωρείται αυτονόητο καθήκον ή -για να είμαστε πιο ακριβείς- είναι πολύ στενός ο κύκλος εκείνων που αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη ως αυτονόητο καθήκον και είναι έτοιμοι να εξακολουθούν να την εκφράζουν έμπρακτα. Τι σημαίνει τούτο; Σημαίνει ότι η αλληλεγγύη τίθεται στην ατζέντα τους ως πολιτικό καθήκον, δίπλα στα υπόλοιπα. Δεν ξεχωρίζεται απ’ αυτά, δεν αντιμετωπίζεται ως πάρεργο, ως αναγκαίο κακό. Αποτελεί οργανικό στοιχείο κάθε ρεύματος ανατρεπτικής-επαναστατικής πολιτικής. Ως προς αυτό, πολλά έχουν να μας διδάξουν τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Γαλλίας και η ντροπιαστική στάση των οργανώσεων της άκρας Αριστεράς έναντι των αιχμαλώτων ανταρτών πόλης της RAF, του Κινήματος 2 Ιούνη και της Αction Directe.
♦ Τι μορφή πρέπει να πάρει η αλληλεγγύη προς αυτούς τους πολιτικούς κρατούμενους; Είναι περιττό να σημειώσουμε πως η περίπτωσή τους διαχωρίζεται από εκείνη όλων των άλλων πολιτικών κρατούμενων, που κατά κανόνα συλλαμβάνονται σε κινητοποιήσεις και το πέρασμά τους από τη φυλακή είναι τις περισσότερες φορές πρόσκαιρο (προφυλάκιση). Κατά την άποψή μας, η βάση για την ανάπτυξη της αλληλεγγύης από εδώ και πέρα πρέπει να είναι πολιτική και όχι νομική με πολιτικές πινελιές. Υπάρχουν, βέβαια, νομικές εκκρεμότητες: ορισμένοι πολιτικοί κρατούμενοι θα συνεχίσουν τον νομικό αγώνα (αναίρεση στον Αρειο Πάγο, προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο). Πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία, που μπορεί να κρατήσει και μια δεκαετία. Επίσης, θα τεθούν ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες κράτησης και τα δικαιώματα των κρατούμενων.
Ολα τα αιτήματα των πολιτικών κρατούμενων που έχουν να κάνουν με τις νομικές πτυχές της καταδίκης τους και της κράτησής τους πρέπει να στηριχτούν από το κίνημα αλληλεγγύης, όπως άλλωστε συνέβαινε και μέχρι τώρα. Δεν πρέπει, όμως, αυτά να κυριαρχήσουν και να υποκαταστήσουν τη διεκδίκηση της πολιτικής λύσης, που πρέπει να είναι το βασικό αίτημα που πρέπει να αναδείξει το κίνημα αλληλεγγύης. Μόνο όταν αναδειχτεί το αίτημα της πολιτικής λύσης και μ’ αυτό ως βάθρο μπορεί να δοθεί με αξιώσεις και ο όποιος νομικός αγώνας, είτε αφορά τις καταδίκες είτε τους όρους κράτησης και τα δικαιώματα των κρατούμενων. Αντίθετα, αν το κίνημα αλληλεγγύης περιοριστεί στη νομική υπεράσπιση, θα βρεθεί πίσω και από ορισμένους φιλελεύθερους δημοκράτες που με θάρρος και εντιμότητα προσεγγίζουν το ζήτημα των συγκεκριμένων πολιτικών κρατούμενων και θα εκφυλιστεί σ’ ένα ανθρωπιστικού χαρακτήρα κίνημα, που κάνει πολιτική μόνο μέσα στα όρια της αστικής νομιμότητας.
♦ Τι σημαίνει πολιτική λύση και ποια η βάση της διεκδίκησής της; Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, πολιτική λύση σημαίνει αμνήστευση και αποφυλάκιση των πολιτικών κρατούμενων. Αυτός είναι ο τελικός σκοπός και θα ήταν λάθος να πούμε ότι πρόκειται για έναν πολύ μακρινό στόχο. Γιατί έτσι ευνουχίζουμε το κίνημα αλληλεγγύης ή -στη χειρότερη περίπτωση- μετατρέπουμε την αλληλεγγύη σε μια υποκριτική λεξούλα, ενώ στην πράξη δεν έχουμε διάθεση ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτή. Αν το κομμουνιστικό και δημοκρατικό κίνημα της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου προσέγγιζε έτσι το ζήτημα της αλληλεγγύης, οι πολιτικοί κρατούμενοι του εμφύλιου θα πέθαιναν στη φυλακή. Το κίνημα εκείνο έθεσε αμέσως το ζήτημα της πολιτικής λύσης και πέτυχε να το λύσει μέσα από διαδοχικά κύματα αμνηστεύσεων και αποφυλακίσεων. Διαφορετικές, βέβαια, οι συνθήκες, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι να τεθεί ο στόχος. Γιατί αν δεν τεθεί τώρα, με επίκληση της ανωριμότητας των συνθηκών, δεν θα τεθεί ποτέ. Αλλωστε, οι συνθήκες δεν ωριμάζουν μόνες του.
Οσο για τη βάση διεκδίκησης της πολιτικής λύσης, αυτή δε μπορεί να είναι άλλη από την πολιτική ουσία της υπόθεσης, την οποία πρέπει να επανακοινωνικοποιήσουμε. Το καλοκαίρι του 2002, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, η αστική τάξη πέτυχε (και) μια ιδεολογική νίκη. Μέσα σε λίγους μήνες απαξιώθηκε ένα πολιτικό κεφάλαιο. Το πολιτικό κεφάλαιο που είχε δημιουργήσει η Ε.Ο. 17Ν με τη δράση της, που συγκέντρωνε τη λαϊκή συμπάθεια. Ταυτόχρονα, απαξιώθηκε και η ίδια η έννοια της επαναστατικής βίας. Σήμερα τα πράγματα δεν είναι ίδια, αλλά λίγα πράγματα έχουν επανακατακτηθεί, γιατί δεν υπήρξε σχεδιασμός της αντεπίθεσης και δεν ήταν αρκούντως ευρεία η κοινωνική απεύθυνση του κινήματος αλληλεγγύης, ενώ οι ανάγκες των νομικών μαχών στένευαν ακόμα περισσότερα τα περιθώρια κοινωνικοποίησης του πολιτικού κεφάλαιου της υπόθεσης. Αυτό το λανθάνον πολιτικό κεφάλαιο θα αποτελέσει τη βάση για τη διεκδίκηση της πολιτικής λύσης.
♦ Με ποιο πολιτικό σχέδιο πρέπει να βαδίσει το κίνημα; Ας είμαστε ειλικρινείς. Ετοιμο σχέδιο δεν υπάρχει και δε θα μπορούσε να υπάρξει, δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με μια καινούργια κατάσταση. Ομως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις το πολιτικό σχέδιο φτιάχνεται μέσα στη φωτιά της δράσης, δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας. Η εξαρχής έλλειψη σχεδίου δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι αδράνειας.
♦ Ποια πρέπει να είναι η σχέση των πολιτικών κρατούμενων με το κίνημα αλληλεγγύης; Οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν μπορεί να είναι μόνο δέκτες της αλληλεγγύης. Πρέπει να αναδειχτούν σε πολιτικά υποκείμενα. Να παίρνουν σταθερά μέρος στην πολιτική ζωή της χώρας. Να αναδείξουν εκείνα τα στοιχεία που τους ξεχωρίζουν ως μια ειδική κατηγορία κρατούμενων.