Συνέχεια του «Eraserhead» και της «Οδού Μαλχόλαντ», η τελευταία ταινία του Ντέιβιντ Λιντς καταδύεται, όπως και οι προηγούμενες, στον ονειρικό κόσμο του σκηνοθέτη, πιστή στην τεχνική του υπερβατικού διαλογισμού, που πρεσβεύει τα τελευταία χρόνια ο δημιουργός.
Στις ταινίες του Λιντς η υπόθεση έχει τη μικρότερη σημασία. Στην πραγματικότητα, κάθε φορά πρόκειται για ψήγματα ιδεών που με το ζόρι μορφοποιούνται σε κάποια ιστορία. Στην τελευταία, μια ώριμη ηθοποιός διεκδικεί και παίρνει το ρόλο στο ριμέικ μιας παλιάς πολωνικής ταινίας που είχε μοιραία και σκοτεινή κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της. Μετά απ’ αυτό, το κινηματογραφικό γίγνεσθαι εμπλέκεται με την πραγματική της ζωή κατά τρόπο αδιευκρίνιστο και παράλογο. Ολα μοιάζουν ζωντανά, όλες οι πιθανότητες είναι ανοιχτές και καμιά εξήγηση δεν είναι αναγκαία, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα όνειρα.
Οπως ο Πίτερ Γκρίναγουέι έτσι και ο Λιντς ξεκίνησε από τη ζωγραφική με αποτέλεσμα να θεωρεί -και σωστά- ότι τίποτε δεν πρέπει να μεσολαβεί ανάμεσα στον ίδιο και την πραγματοποίηση ενός φιλμ, ιδίως τα στούντιο και το χρήμα. Εχει επίσης δίκιο στο ότι ξεκλειδώνοντας τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου μπορεί να αντλήσεις ενδιαφέρουσες πτυχές της προσωπικότητάς του και των δυνατοτήτων του. Ασφαλώς, η ανθρώπινη ύπαρξη είναι εξαιρετικά σύνθετη και επίσης κάθε καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα και την ελευθερία να μεταφράσει αυτή την πολυπλοκότητα όπως νομίζει στο πεδίο της τέχνης του.
Ομως, ο Λιντς μοιάζει να έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα. Οδηγείται μόνο από το ένστικτο και τη διαίσθηση. Οσα δημιουργεί έχουν σίγουρα ένα δικό τους κοινό, ελάχιστα όμως έχουν να προσφέρουν στην αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να κυριαρχήσει στους φόβους του και τη μεταφυσική θεώρηση της ζωής, που με κάθε τρόπο και μέσο προωθεί η κυρίαρχη ιδεολογία. Υψηλή κινηματογραφική τέχνη λοιπόν. Ναι. Ομως γιατί, για ποιο λόγο και στην υπηρεσία τίνος;
Ελένη Σταματίου