Το υπουργείο Παιδείας πέρυσι, μετά τη μεγάλη απεργία των δασκάλων, χολοσκούσε για τις «χαμένες ώρες» και εκδικητικά κινούμενο απέναντι στους εκπαιδευτικούς, θέσπιζε σχέδια «αναπλήρωσής» τους.
Φέτος -όπως και όλα τα τελευταία χρόνια- η σχολική χρονιά ξεκινά με πάνω από 10.000 κενά στην πρωτοβάθμια και με πάνω από 1000 στην δευτεροβάθμια. Ομως το αυτί του υπουργείου δεν ιδρώνει. Σταθερά ακολουθεί την πολιτική της αργοπορημένης ρύθμισης των υπηρεσιακών μεταβολών των εκπαιδευτικών, με συνέπεια να καθυστερούν όλες οι επόμενες κινήσεις (προσλήψεις αναπληρωτών, ωρομίσθιων κ.λπ.). Ο στόχος είναι ο διορισμός με το σταγονόμετρο των εκπαιδευτικών και η περικοπή των δαπανών με κάθε τρόπο. Ειδικά φέτος, οι υπηρεσιακές μεταβολές εξετάστηκαν την τελευταία μέρα που θα μπορούσαν να εξεταστούν, που συνέπεσε να είναι η ημέρα προκήρυξης των εκλογών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα από τις 17 Αυγούστου και μετά να μη μπορεί να γίνει καμιά πρόσληψη μόνιμου, αναπληρωτή ή ωρομίσθιου εκπαιδευτικού.
Την ημέρα έναρξης του σχολικού έτους δεν θα μπορεί να λειτουργήσει κανένα ολοήμερο παιδοφυλακτήριο, αφού δεν έχουν τοποθετηθεί 6.000 περίπου ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί που απαιτούνται. Οσο για τις προσλήψεις αναπληρωτών (για φέτος 1544), η ΔΟΕ εκτιμά ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, μιας και απαιτούνται άλλοι 3.500-4.000.
Βεβαίως, τα χιλιάδες κενά στην εκπαίδευση είναι αποτέλεσμα της φιλοσοφίας περικοπής των δαπανών με κάθε μέσο. Ομως αποκαλύπτουν και μια άλλη βαθιά πληγή της εκπαίδευσης: τη στελέχωση όλο και περισσότερων θέσεών της με αναπληρωτές και ωρομίσθιους (καθεστώς μερικής απασχόλησης), που έχει ανατρέψει τη σχέση ανάμεσα στους μόνιμους διορισμούς και στους διορισμούς των συμβασιούχων. Ειδικά οι ωρομίσθιοι είναι οι σύγχρονοι δούλοι της εκπαίδευσης, αλυσοδεμένοι σφιχτά στη γαλέρα της πιο άγριας εκμετάλλευσης. Ολα τούτα έχουν μεγάλες επιπτώσεις όχι μόνο στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, αλλά και στην ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και στα ίδια τα παιδιά.








