Αγαπητά μου παιδιά
ρώτησα αηδόνια και πουλιά, ρώτησα και τα γίδια
κι ευθύς το αποφάσισα στου νου μου τις ζυμώσεις
να σας μιλώ με ποιήματα και να σας στέλνω στίχους.
Ο δεκαπεντασύλλαβος είν’ η παράδοσή μας
γραμμένη πάνω στα βουνά, γραμμένη και στους κάμπους
πότε με πένα και φτερό και πότε με μολύβι.
– Για ποιο μολύβι μας μιλάς, βρε Γιάννο παινεμένε;
Κείνο που γράφει γράμματα απάνου στα τεφτέρια
ή τ’ άλλο το θανατερό που το ξερνάν οι κάννες;
– Ποιες Κάννες και ποια φεστιβάλ, τι φοίνικες και ούπτσες;
Τι σχέση έχει η γκλαμουριά κι οι ψεύτικες εικόνες
με της ζωής το πύρωμα, με των λαών το μέλλον;
– Δε λέω αυτές, ρε κάγκουρα, τ’ς άλλες λέω, των όπλων,
που το κοπάδι των αστών τρέμει αν δεν ορίζει
και σκιάζεται όταν γυρνούν τ’ ανάστροφα οι μαύρες.
– Κουμπάρε, τώρα το ‘πιασα. Μολύβια και τα δύο
πολύ ωραία γράφουνε σε χέρια αντρειωμένα
σαν είναι για την ομορφιά, σαν είναι για το δίκιο.
Με το μολύβι γράφεται του κόσμου η ιστορία.
Κι αν έρθουν σβήστρες άτιμες, σβήστρες ξεπουλημένες
και προσπαθήσουν αλλαγές με της πουστιάς τα μέσα,
νέα μολύβια θε’ να βγουν και να τα ξαναγράψουν
απ’ την αρχή τα έργα μας και του λαού τα δίκια.
Σχωρνάτε με συντρόφια μου, συχνά ανοιγοκλείνουν
των στίχων τα πορτόφυλλα και διάφοροι μπουκάρουν.
Στήνουν διαλόγους και μιλούν, μας λένε ιστορίες
κι ό,τι θυμούνται χαίρονται, κουβέντα για να γίνει.
Η Δέσπω κι ο Αλή πατσάς, ο Γιάννος, η Παγώνα,
η Γκόλφω με τον Τάσο της, ο Θοδωρής κι η Μάρα,
η Funny πάλι, ο Καλός, ο Λιάπης, ο Αλμούνια
της Σαμαρίνας τα παιδιά, του Πάγκαλου τ’ αγγόνι
του Βλαντιμίρ οι αγωγοί, του Γούλφοβιτς οι λύκοι
κι όλο μου βγαίνει μια βρισιά κι όλο την καταπίνω
για χάρη της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας
που μας προσφέρουν αφειδώς του κόσμου οι Φασουλήδες.
Και πιο κει η συζήτηση που κάποτε θ’ ανοίξει
-κάτι πήρε το μάτι μου που έγραψε κι ο Νώντας-
που “όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει”
(λεβέντη μου το στίχο αυτόν τον άκουσα από σένα
μες σε λυγμούς και φόρτιση που θε’ να γίνουν άνθη)
να ψάξουμε το ελάχιστο, για να βρεθεί μια ρότα
μήπως και καταφέρουμε να αντεπιτεθούμε
πριν χάσουμε τα σώβρακα, μετά από τις φανέλες.
Πιο κεί, πολύς πολιτισμός, αχός βαρύς, βαβούρα
κουλτουριαραίοι κι άσχετοι, όρνια και καλλιτέχνες
special κιμάς, ανάμικτος, μες στον καλό τον μύλο
που όλα τ’ αλέθει μια χαρά και βγάζει κεφτεδάκια.
Να φας εσύ, να φάω εγώ, να φάει ο κόσμος όλος
να φάει και του πολιτισμού η βιομηχανία
με τα ογδόντα στόματα, τα εξηνταδυό στομάχια
με “τι ωραία τι καλά” και με το νάνι νάνι.
Ο πρόξενος θα μας μιλά, είπε, με τα τραγούδια,
μην μας κακομαθαίνετε και ρίγη προξενείτε
στο προξενιό της μουσικής με τη γονυκλισία.
Ουαί, αλί και τρισαλί, αλίμονο και bullshit
να ‘χεις έντεχνους απ’ τη μια, σκυλάδες απ’ την άλλη
να ‘χεις κι απροσδιόριστους εις τον μεσαίο χώρο
ολημερίς να κρώζουνε, τις νύχτες να γκαρίζουν
ντε και καλά διασκεδαστές στο μαύρο μας το χάλι.
Γι’ αυτό το αποφάσισα, συντρόφια μου κι αδέρφια
με δεκαπεντασύλλαβο φιλάκια να τους στέλνω
να σηκωθούν Σκόκος, Σουρής, να σηκωθεί κι ο Σούτσος
στα άθλια κρανία τους βαρύς να πέσει ο
(άδοξο τέλος ελλείψει ομοιοκαταληξίας. Και εις έτη πολλά).
Αν hell Αγγουρία