Ισως τη στιγμή που διαβάζεται αυτές τις γραμμές η υπουργός Παιδείας Μ. Γιαννάκου να έχει αποφανθεί για την τελική τύχη του διορθωμένου βιβλίου της ΣΤ’ Δημοτικού, που τόσους καυγάδες έχει προκαλέσει. Δεν θα μπούμε στην ουσία οποιασδήποτε κριτικής του συγκεκριμένου βιβλίου, γιατί εν προκειμένω δεν ενδιαφέρει. Θα σημειώσουμε απλώς, ότι εδώ και τόσους μήνες γινόμαστε μάρτυρες ενός αντιεπιστημονικού καυγά ανάμεσα σε εθνικιστές και κοσμοπολίτες πάνω στο πτώμα της Ιστορίας (γιατί η Ιστορία ως επιστήμη έχει ήδη εκτελεστεί και από τις δυο πλευρές). Το συγκεκριμένο βιβλίο υπηρετεί με μοντέρνο τρόπο τον ελληνικό εθνικισμό (τον καθαρίζει από κάποιες ακρότητες και ψεύδη), ενώ ταυτόχρονα υπηρετεί την κονστρουκτιβιστική-νεοθετικιστική αντίληψη περί εκπαίδευσης, που αντικαθιστά τη γνώση και την κριτική ικανότητα με την απομνημόνευση πληροφοριών, που παράγει ημιμαθείς και χωρίς κριτική σκέψη παπαγάλους.
Μένουμε στο γεγονός ότι η υπουργός Παιδείας έχει στα χέρια της τη νέα έκδοση του βιβλίου, διορθωμένη δυο φορές από τη συγγραφική ομάδα (η δεύτερη διόρθωση έγινε ύστερα από τις παρατηρήσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου), τη μελετά και είναι αυτή που θα αποφασίσει αν θα επιτρέψει την επανέκδοση του βιβλίου ή θα το στείλει στην πυρά. Μια ψυχίατρος που ασκεί πολιτικά καθήκοντα θα αποφανθεί για την ορθότητα ή μη ενός διδακτικού βιβλίου Ιστορίας! Θα αποφανθεί για ένα θέμα εντελώς ξένο προς τις όποιες επιστημονικές γνώσεις της. Και μάλιστα θα αποφανθεί ως απόλυτος άρχων. Μόνη αυτή, χωρίς να δεσμεύεται από επιστημονικές εισηγήσεις (ούτε καν των δικών της στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο). Θα αποφανθεί με γνώμονα τις πολιτικές σκοπιμότητες, το τι φέρνει και τι διώχνει ψήφους για το κόμμα της.
Το γεγονός είναι γελοίο και προκλητικό συνάμα. Από την άλλη, δείχνει και το ποιόν της συγγραφικής ομάδας του βιβλίου, που δέχεται να μπει υπό μια τέτοια κρίση.