Δυο ντοκιμαντερίστριες παρακολουθούν το γυναικείο μουσικό συγκρότημα Dixie Chicks στη διάρκεια τριών χρόνων: από το 2003, που η τραγουδίστρια των Dixie Chicks, Νάταλι Μέινς, δήλωσε στο Λονδίνο ότι «ντρέπονται που ο Πρόεδρος Μπους κατάγεται και αυτός από το Τέξας», μέχρι το 2006 που το γκρουπ δικαιώνεται πολιτικά και όχι μόνο. Η δήλωση αυτή από το μέλος ενός συγκροτήματος κάντρι, που εξέφραζε τον ακραιφνή πατριωτικό νότο, ενεργοποίησε αμέσως τα φασιστικά αντανακλαστικά μιας συντηρητικής καθυστερημένης κοινωνίας που συν τοις άλλοις εκείνη την εποχή ζούσε με την προσδοκία μιας εύκολης και επιβλητικής νίκης στο Ιράκ. Τα τραγούδια τους μποϊκοταρίστηκαν από τα ΜΜΕ, οι δίσκοι τους καίγονταν δημόσια, ενώ απειλές εκτοξεύτηκαν κατά της ζωής τους. Ο Μπους έκανε δηλώσεις ενώ τηλεεισαγγελείς καλούσαν σε άσκηση βίας εναντίον τους.
Οι τρεις κατά βάση εντελώς απολίτικες γυναίκες αναγκάστηκαν έκπληκτες να αναδιπλωθούν. Δέσμιες της ζωής και των χορηγών τους (Lipton κ.λπ.) αναζητούν τρόπο να σώσουν την καριέρα τους κάνοντας παράλληλα το μόνο πράγμα που ήξεραν: να γράφουν μουσική. Στη διάρκεια αυτών των τριών χρόνων και με τη βοήθεια του αρκετά έξυπνου μάνατζέρ τους καταφέρνουν να ωριμάσουν, να ρισκάρουν και να αντισταθούν διατηρώντας χαμηλούς τόνους, μια ειλικρίνεια και μια συγκινητική μεταξύ τους ενότητα. Το γύρισμα της πολιτικής συγκυρίας, τα φέρετρα των αμερικάνων στρατιωτών και η πτώση της δημοτικότητας του Μπους δικαιώνουν την αρχική στάση του γκρουπ που ωστόσο διατήρησε τη θέση του στην κορυφή περισσότερο χάρη στην αξιοπρέπεια και τις μουσικές του επιδόσεις.
Οσο και να γνωρίζει κανείς τα πράγματα στην Αμερική δεν παύει να εκπλήσσεται από το πώς και η παραμικρή ανώδυνη κριτική στο σύστημα γίνεται αντικείμενο πολεμικής και διώξεων.
Ελένη Σταματίου