Πέρα από τους μπάτσους, μάρτυρας κατηγορίας ήταν και ένας ταξιτζής, κατά δήλωσή του «λάτρης της Ελληνικής Αστυνομίας» (είχε υπηρετήσει και ως στρατονόμος και φαίνεται πως γουστάρει το… σπορ), ο οποίος όμως δεν είδε τη διαδικασία της σύλληψης. Αυτός είδε δυο άτομα να βάζουν φωτιά στο ΚΑΦΑΟ, τους μπάτσους να τους κυνηγούν, όμως έμεινε πίσω και προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά (κάθε δημοκρατικός πολίτης στη θέση του θα απολάμβανε το θέαμα και δεν θα έκανε καμιά τέτοια κίνηση) και απλώς είδε τους μπάτσους να επιστρέφουν με έναν συλληφθέντα.
Αναυδοι από την εξοντωτική καταδίκη σε φυλάκιση 4 ετών και 9 μηνών έμειναν όσοι (δυστυχώς δεν ήταν πολλοί) πήγαν την Παρασκευή 25 Μάη για να συμπαρασταθούν στον φοιτητή Σ.Κ., που κατηγορούνταν για κάψιμο του ΚΑΦΑΟ μιας κάμερας (με τον συνοδευτικό σε τέτοιες περιπτώσεις ποινικό «μαϊντανό»). Σχεδόν 5 χρόνια φυλακή, για μια δίκαιη πράξη, την οποία ουδέποτε αποδέχτηκε ο κατηγορούμενος. Εγινε σε όλους φανερό –διαλύοντας τα νέφη της αισιοδοξίας που επικρατούσαν πριν την έκδοση της απόφασης- ότι με την εξοντωτική αυτή καταδίκη η δικαστική εξουσία λειτούργησε ως συντεταγμένη εξουσία του αστικού κράτους, στέλνοντας ένα τρομοκρατικό μήνυμα σε όσους κάνουν πράξη το παλλαϊκό αίτημα (το οποίο εκφράζουν και κοινοβουλευτικά κόμματα και παράγοντες του αστικού φιλελευθερισμού) για ξήλωμα των χαφιεδοκαμερών.
Ο Σ.Κ. συνελήφθη το βράδυ της 10ης Δεκέμβρη του 2005 στα Σεπόλια, την ώρα που έφευγε από ταβέρνα, όπου ήταν με τη φίλη του και ένα φιλικό ζευγάρι. Βρέθηκε κοντά σ’ ένα φλεγόμενο ΚΑΦΑΟ κάμερας και θεωρήθηκε ύποπτος από περιπολικό που έφθανε στο χώρο. Προσπάθησε να απομακρυνθεί από το χώρο, αλλά οι μπάτσοι τον συνέλαβαν. Ετσι, βρέθηκε κατηγορούμενος για εμπρησμό από κοινού, διακεκριμένη φθορά από κοινού, αντίσταση, οπλοχρησία και παράνομη οπλοφορία. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των μπάτσων που τον συνέλαβαν, αυτός μαζί με ένα άλλο άτομο έβαλαν φωτιά στη χαφιεδοκάμερα, τους κυνήγησαν, ο ένας ξέφυγε αφού πήγε να χτυπήσει τον ένα μπάτσο με λοστό, αλλά κατάφεραν να πιάσουν τον Σ.Κ., ο οποίος προσπάθησε να τους ακινητοποιήσει χρησιμοποιώντας αναισθητικό σπρέι.
Οι μπάτσοι, απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης (Κ. Παπαδάκης και Γ. Γκουντούνας) έπεσαν σε σωρεία αντιφάσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Εγινε, δηλαδή, το καθιερωμένο στις πολιτικές δίκες: δεν ήταν σε θέση να θυμηθούν αυτά που είχαν καταθέσει αμέσως μετά το συμβάν, ούτε να περιγράψουν με σιγουριά τα γεγονότα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη δικογραφία δεν υπήρχε καν αστυνομική πραγματογνωμοσύνη για την οπλοφορία και την οπλοχρησία, γιατί αν υπήρχε θα ήταν αρνητική και θα λειτουργούσε προς όφελος του κατηγορούμενου. Αλλωστε, τα γνωστά σπρέι «παραλάιζερ» δεν είναι όπλα και υπάρχει και δικαστική απόφαση γι’ αυτό.
Ο Σ.Κ. αρνήθηκε τη συμμετοχή του στην ενέργεια, όπως έκανε από την πρώτη στιγμή. Περιέγραψε τα περιστατικά που οδήγησαν στη σύλληψή του, τα οποία επιβεβαιώθηκαν στη δίκη από τα δύο από τα τρία άτομα που μαζί ήταν στην ταβέρνα (ως μάρτυρες κατέθεσαν επίσης μια δικηγόρος από τη Μυτιλήνη, όπου φοιτά, και ο πατέρας του). Ομως, δεν έκρυψε την ιδεολογικοπολιτική του τοποθέτηση (αναρχικός) και δεν δίστασε να υπερασπιστεί το δίκαιο και απολύτως νομιμοποιημένο στη συνείδηση του λαού χαρακτήρα τέτοιων ενεργειών, χαρακτηρίζοντας την κάμερα «ηλεκτρονικό χαφιέ της γειτονιάς» (ας σημειωθεί ότι ο ίδιος κατοικεί κοντά στο σημείο που κάηκε η συγκεκριμένη κάμερα κι αυτό εξηγεί την παρουσία του στην περιοχή) και καταγγέλλοντας το σύστημα επιτήρησης και ελέγχου. Οπως αποδείχτηκε, η αποκάλυψη της ιδεολογικοπολιτικής του ταυτότητας στη ΓΑΔΑ ήταν το στοιχείο που βάρυνε στην απόφαση των ασφαλιτών να τον «τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί». Ηταν γι’ αυτούς το ιδανικό πρόσωπο. Γι’ αυτό και φρόντισαν να μην του επιτρέψουν να τηλεφωνήσει πουθενά, ενώ τον πίεζαν να υπογράψει μια ομολογία που οι ίδιοι είχαν ετοιμάσει.
Μιλώντας με στενά νομικούς όρους, θα έλεγε κανείς πως πηγαίναμε για μια απαλλαγή λόγω αμφιβολιών. Γι’ αυτό και επικράτησε μια σχετική αισιοδοξία μέχρι την ανακοίνωση της απόφασης. Εκείνο που δεν λήφθηκε υπόψη είναι ο πολιτικός χαρακτήρας αυτής της υπόθεσης. Από τότε που έχουν τοποθετηθεί οι χαφιεδοκάμερες έχουν καεί εκατοντάδες απ’ αυτές. Εχουν καεί και ουδείς έχει τολμήσει να προβοκατορολογήσει ή να κινδυνολογήσει. Ακόμα και ο συντηρητικός Τύπος κρατάει μια προσεκτική στάση, γιατί ξέρει ότι το κάψιμο των χαφιεδοκαμερών συναντά καθολική λαϊκή επιδοκιμασία. «Γεια στα χέρια τους» είναι η επωδός που συνοδεύει κάθε σχετική είδηση. Ο Σ.Κ. ήταν ο πρώτος που δικάζεται με τέτοιες κατηγορίες. Η δικαστική απόφαση, λοιπόν, έπρεπε να έχει παραδειγματικό χαρακτήρα. Και είχε. Το δικαστήριο δέχτηκε ομόφωνα όλες τις κατηγορίες (ακόμα και την κατηγορία της «αντίστασης», για την οποία ο εισαγγελέας είχε προτείνει την απαλλαγή του), απέρριψε το ελαφρυντικό των μη ταπεινών ελατηρίων, που ζήτησε η υπεράσπιση, και επέβαλε αυτή την εξοντωτική ποινή (ευτυχώς για τον Σ.Κ. ήταν με αναστολή και έτσι δεν οδηγήθηκε στη φυλακή).
Αν έγκαιρα είχε εντοπιστεί ο αποκλειστικά πολιτικός χαρακτήρας αυτής της δίκης (ανεξάρτητα του ότι ο Σ.Κ. αρνήθηκε βάσιμα την κατηγορία), θα είχε δοθεί με καλύτερους όρους η μάχη στο δικαστήριο. Θα είχε εκφραστεί κίνημα αλληλεγγύης, που τόσο έλειψε από την υπόθεση. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που η δημοσιότητα λειτουργεί υπέρ του κατηγορούμενου, όποια κι αν είναι η υπερασπιστική του γραμμή. Κι αυτό κατά τη γνώμη μας πρέπει να γίνει στο δεύτερο βαθμό, αλλά και ενόψει της δίκης πέντε αναρχικών που είχαν συλληφθεί τον Οκτώβρη του 2005 σε πάρκο της Δάφνης και οι μπάτσοι τους κόλλησαν κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα, οι οποίες ξεφούσκωσαν ήδη από την ανάκριση (δεν συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω, δεν βρέθηκε τίποτα πάνω τους, δεν βρέθηκε τίποτα στα σπίτια τους και έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς εγγύηση). Το μήνυμα που έρχεται από την τρομοκρατική καταδίκη του Σ.Κ. είναι πως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, μέσα από τυπικές νομικές διαδικασίες, η απαλλαγή των «5». Πρέπει λοιπόν, από τη μια, να αποτραπούν τέτοιες τρομοκρατικές καταδίκες και, από την άλλη, να σταλεί στους κυρίαρχους το μήνυμα ότι η αντίσταση στον «μεγάλο αδελφό» θα ενταθεί, με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά.