Τρέξτε γοργά λεβέντες μου κι ακούστε τα μαντάτα
να πέσετε απ’ τα σύννεφα και να συγκλονιστείτε.
Διάλεξα μέρα σαν κι αυτή που ‘πεσε η Βαστίλη
να επισημάνω το τρανό, το μέγα που συνέβη
να κουφαθείτε ούλοι σας σαν μάθετε τα νέα.
Η δεξιά λαβώθηκε κι αίμα ποτάμι τρέχει!
Δεν ήταν από χέρι οχτρού, δεν ήταν από βόλι.
Καθίστε και προσέξετε, κρίνετε και σκεφτείτε:
Ο,τι δεν καταφέρανε χρόνοι και συγκυρίες
κατάφερε ο Byron μέσα σε μια θητεία!
Τι ‘ταν αυτό ρε ούπστη μου, τέτοια πανωλεθρία
ούτ’ ο ΕΛΑΣ κατάφερε, ούτ’ οι καπεταναίοι.
Ούτε ο Αρης μπόρεσε τόσο κακό να κάνει
όσο ο Byron, σύντροφοι, στης δεξιάς τα σπλάχνα.
Πάει το παραδικαστικό, πάν’ και τα δομημένα
Βαβύλης και Μαντούβαλος, Ηλία, κοριοί, Γιοσάκης,
όλα ωχριούν στου Byron μπροστά την καταιγίδα.
Σάρωσε σαν τη λαίλαπα, τα ‘κανε όλα λίμπα
μέχρι και μες στης Πάρνηθας τ’ αποκαΐδια ήταν
όποιο λιθάρι και να δεις, ο Byron από κάτω
να κελαηδάει ελληνικά, αρχαία μα και νέα
και ν’ ανεβάζει τη γαλάζια, νέα τραγωδία.
Ετσι έφερε τη δεξιά στο μαύρο της το χάλι.
Τρεις χρόνους τώρα πολεμάει με τους κουκουλοφόρους
με ξωτικά και μάγισσες, γκαζάκηδες και άλλους
κι όλο του βγαίνει ένα “αχ”, μια “φυλακή – θητεία”
λέει κι αρχαιοελληνικά και σπάει πλάκα ο κόσμος.
Ο κόσμος που τον στρίμωξαν μπροστά στα παραθύρια
με σιδεριές αόρατες και με βαριά αλυσίδα
για να κοιτά τα σούργελα, να βλέπει τους αρίστους
να φτύνουνε από ψηλά κι αυτός να λέει «βρέχει».
Ω έπεα πτερόεντα, ω απύθμενος σοφία
χαίρετε αρχαία χορικά και του Πινδάρου λόγοι
γεια σας κωμικοτραγικοί, γεια σας και αυλητρίδες
γεια σας και του συστήματος πιστές θεραπαινίδες
που ‘σαστε πάντα πρόθυμες να κάνετε μαλάξεις
σαν έρθει η ώρα η κακιά, η δύσκολη η ώρα.
Ο Byron λυσσομανά, τραβάει το σπαθί του
στ’ αφτιά του τηλεθεατή όλα σπουδαία μοιάζουν
μα κατά βάθος ξέρουμε κι εμείς αλλά κι εκείνος:
στου Καραγκιόζη τον μπερντέ, περάστε, πάρτε κόσμε…
Αντρα, μούσα μοι ένεππε, λεβέντη και ασίκη
που καβαλούσε μηχανές δίχως γιογιό να βάνει
την ώρα που εξ άμβωνος θεσμονομοθετούσε
κι ως οι αρχαίοι ζήταγε υποταγή στους νόμους.
Και μοναχός πολέμαγε για του στραβού το δίκιο
κατά των ανεμόμυλων με θάρρος ξιφουλκούσε
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μία Δουλτσινέα,
για ένα καμμένο ΑΤΜ, δυο πράσινα σταράκια.
Την μία μέρα πρόσταζε “φέρ’τε μου έναν γκαζάκια”
την άλλη έπεφτε ξανά στη γκάφα την μεγάλη
την τρίτη την μακρύτερη μπάλωνε τα σκισμένα
κι ολημερίς μουρμούραγε “γύρω μου έχω αχρείους”.
Τι Κουφοντίνας και Ξηρός, τι δεκαεφτά και ΕΛΑ
ποια Αντιπληροφόρηση και απαλλοτριώσεις,
ποια τηλεχειριστήρια, τι σαρανταπεντάρια,
σφραγίδες, γραφομηχανές, τι Πάρκινσον και Αννα;
Ολα ωχριούν στου Byron μπροστά το μεγαλείο
και με βαθιά υπόκλιση του βγάζουν το καπέλο.
Ο άνθρωπος μονάχος του είναι εφτά Αλ Κάιντα
μόνος κονιορτοποιεί κράτος και πολιτεία.
Γεια σου λεβέντη Byron, γεια σας και σας «αχρείοι»
πουστήνετε θεατρικά και φαρσοκωμωδίες
δίχως επιχορήγηση από τον Βουλγαράκη.
Γεια σας Βαν Φλιτ και πραίτορες, εδώ είν’ ο στρατός σας
μον’ φυλαχτείτε απ’ αυτό που έρχεται κατόπι
γιατί θα τσούζει, θα πονεί, θα σας ανταποδώσει
τον πόνο και το τσούξιμο τόσων χρόνων και βάλε.
Χαίρετε θίασοι λαμπροί, της γκλαμουριάς μπουλούκια
τηλεαστέρες της λαμπρής τηλεδημοκρατίας.
Γεια σας λεβέντες άξιοι, γεια σας ηθοποιάρες.
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπλιαχ