Αγαπητά μου παιδιά
Από τις 1304 + 1 νύχτες της «χάλι μας» -τόσες είναι από την 8/3/2004 που σεμνά και ταπεινά κυβερνάνε τα δικά μας παιδιά- αντιγράφω ένα έμμετρο απόσπασμα:
σας ταξιδεύω σήμερα συντρόφια μου. Κουράγιο!
Μπρος, προσδεθείτε γρήγορα επάνω στις καμήλες
-άστε τα μαγικά χαλιά, αυτά πάνε πακέτο
μαζί με Ολυμπιακή, πετάνε μια για πάντα-
από τη Μέκκα φεύγουμε και πάμε για Μεδίνα
μέσα από ερήμους τραπεζών, φοίνικες σε μπαράκια
οάσεις εξεγέρσεων και θύματα διαλόγων.
Ηταν που λέτε μια φορά κι έναν καιρό ένα βόδι.
Μ’ αυτό τα εργασιακά όργωνε ο Μαγγίνας
και παρακεί ρουθούνιζε του ΥΠΕΧΩΔΕ ο σκύλος
μα ο Σουφλιάς δεν άκουγε γιατί έφτιαχνε φιλέτα
πλάι στης σχάρας τη φωτιά, στου μπάρμπεκιου την κάψα
να τα σερβίρει πανταχού, να φάνε τα καημένα
της λαμαρίνας τα παιδιά οπού ‘ταν λερωμένα
απ’ όσα δεν ξεπλύνανε χρήματα και μερίδια
κι από τις λάσπες του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ τα σάλια.
Και τότε φάνηκαν μπροστά να έρχονται οι κλέφτες
με τον Καραμ -ανλή μπαμπά πίσω λαχανιασμένο.
Και σφάξανε και φάγανε το βόδι του Μαγγίνα
τον σκύλο του ΥΠΕΧΩΔΕ τον έκαναν σουβλάκια
(και το σκυλί των Μπάσκερβιλ αν το ‘χαν θα το τρώγαν).
Μισά τα έφαγαν αυτοί, τ’ άλλα μισά τα ρίξαν
στην αγορά του Πειραιά να τα γυρεύει ο Μίχας
ο τσίφτης, ο λεβεντονιός που πιάνει τα ληγμένα
σαράντα τόνους τη φορά και χίλιοι παραδίπλα
την κάνουνε, γλιστράν’ δειλά και πέφτουνε στο πιάτο.
Εσκασε ο –ανλή μπαμπά και πρήστηκαν οι κλέφτες
μα αφού φάγαν κι απόφαγαν ζητήσαν ενισχύσεις.
Κι αμέσως το delivery απ’ του Μπαϊρακτάρη
τους έφερε εφτά αρνιά και δώδεκα μοσχάρια
άλλα ψητά, άλλα ραγού, άλλα σνίτσελ ή σούβλας
να φάνε και να στυλωθούν, να ζήσουν οι λεβέντες
να γίνει η επανίδρυση και να φτιαχτεί το κράτος.
Κι αφού επανιδρύθηκαν πιάσανε την κουβέντα
τον γόνιμο τον διάλογο που όλα αυτός τα λύνει:
– Ακούς Καραμ -ανλή μπαμπά, πασά μου και λεβέντη
τι μάθαμε πως έλεγε ο Καρατζαφερ-μπέης
ομού μετά του ποιητού που τώρα ιδιωτεύει;
Ο Συν έχει πυρηνικά κι ο Σύριζα πυραύλους
κι αντάρτες εκπαιδεύουνε στων Ταλιμπάν τα όρη
-γιατί η Λιβύη έκλεισε, το γύρισε ο Καντάφι
κι αφού είδαν κι απόειδαν στο Αφγανιστάν τραβήξαν-
αλήθεια λέω, να μη χαρώ τη βίλα και το κτήμα
στο νότιο Ευβοϊκό που ‘φτιαξα πλάι στο κύμα.
Στον Σύριζα είν’ το κακό, πήγαν και στην Κορέα
κι έφτιαξαν βόμβα ατομική, φτιάξανε λέει και πίτσα
ατομική ήταν κι αυτή (ατομιστές κουφάλες)
και τα ‘φεραν στη χώρα μας, τα ‘χουν στην Κουμουνδούρου!
Σαν τ’ άκουσε ο –ανλή μπαμπά του γύρισαν τα μάτια
πετάχτηκε απότομα κι εσκίσθη το σακάκι
η κελεμπία η μπόλικη, των δώδεκα στρεμμάτων.
– Τι λέτε ωρέ βεζίρηδες; Τι λέτε γιουσουφάκια;
Τι άκουσαν τ’ αυτάκια μου να λέει αυτός ο Αρης
που τον ταΐζω βούτυρο, που τον ταΐζω μέλι
και κλέβω ρύζι απ’ τον Αλλάχ, πιλάφια και λαπάδες
-γιατί δεν θέλει τα ουρί, δεν πάει με γυναίκες-
του φτιάχνω πίτα αραβική με σις κεμπάπ και σάλτσες
να γίνει άντρας δυνατός γιατί ‘ναι σαν καημένο.
Μα τον Αλλάχ θα ψωνιστώ, τζιχάντ θε’ να κηρύξω
να επιτεθώ στους άπιστους, να τους αφαλοκόψω
να δώσω στους εισαγγελείς δουλειά για δέκα χρόνια.
Κι ευθύς ανέβηκε μεμιάς στ’ ολόλευκό του άτι
που βόγκηξε, που γκάρισε και κλάταρε απ’ το φόρτο.
Μπροστά έφυγε ο –ανλή μπαμπάς, ξωπίσω του οι κλέφτες
και χάθηκαν στην έρημο. Περάσαν τη Στουρνάρη
ανέβηκαν τη Σόλωνος και πάνε παραμέσα
στην κόλαση τη φοβερή. Κι ένας Αλλάχ γνωρίζει
τι θα γενεί η ΕΥΔΑΠ το κρέας σαν θα χωνέψουν…
Μάρτυρες του –ανλή αγκτσά