Διασκευή της ομώνυμης αστυνομικής νουβέλας του Ζορζ Σιμενόν από ένα σκηνοθέτη που θεωρείται στις μέρες μας γνήσιος συνεχιστής του λεγόμενου σινεμά του δημιουργού. Στην πραγματικότητα, ο Μπέλα Ταρ χρησιμοποιεί την ιστορία του Σιμενόν για να μιλήσει για το προσφιλές του θέμα που δεν είναι άλλο από την αποπνικτική μοναξιά, τη ρουτίνα και αλλοτρίωση του καθημερινού ανθρώπου.
Ο ήρωας αυτής της ταινίας, φύλακας στην προβλήτα ενός λιμανιού, μπουχτισμένος από τα πάντα, γίνεται ένα βράδυ αθέλητα μάρτυρας σ’ ένα φόνο και κάτοχος ενός χρηματικού ποσού. Μετά απ’ αυτό μπαίνει στο δίλημμα να βελτιώσει τη ζωή του ή να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του. Ομως, όπως είπαμε, η ιστορία είναι ένα πρόσχημα. Ο Ταρ δεν χρειάζεται καθόλου την υπόθεση προκειμένου να σχολιάσει για μια ακόμη φορά την ανθρώπινη ύπαρξη. Δηλώνοντας οπαδός του αγνού σινεμά, ενδιαφέρεται περισσότερο να απευθυνθεί στις αισθήσεις του θεατή, δημιουργώντας εντυπωσιακά, αν και αργόσυρτα, ασπρόμαυρα μονοπλάνα που πραγματικά ακυρώνουν τη συμβατική κινηματογραφική γλώσσα, υπενθυμίζοντας ότι ο κινηματογράφος είναι (η έβδομη) τέχνη.
Αρκεί όμως αυτό; Μπορούμε να προσχωρήσουμε στην άποψη «τέχνη για την τέχνη»; Γιατί αυτό που κυρίως κάνει ο Μπέλα Ταρ είναι «ιδιοφυείς στιλιστικές ασκήσεις» και καμιά διθυραμβική κριτική δεν μπορεί να μας πείσει ότι αυτό που είδαμε έχει κάποια βαθύτερη ουσία. Τίποτα δεν είναι σημαντικό όταν αποκόπτεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Το πιο πολύ που μπορεί να εκφράσει το έργο του Μπέλα Ταρ, από κοινωνική άποψη, είναι η απαισιοδοξία για την έκβαση των πραγμάτων στην εποχή μας.
Για όσους αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν παρέλαση πανέμορφων, μαγικών εικόνων ο Ταρ είναι ο άνθρωπός τους. Εμείς όμως επαναλαμβάνουμε πως αυτό δεν μας αρκεί.
Ελένη Σταματίου