Αγαπητά μου παιδιά
Τσαλαβουτώντας στα λασπόνερα του μαύρου Σεπτέμβρη και ελλείψει προσφορών προσφάτου λασπολογίας –ήτις θα έδινε υλικό στο πενιχρώς σταλάζον στιχοπλοκές και ομοιάζον με πρατήριο βενζίνης του περασμένου Σαββατοκύριακου μυαλό μας– αναγκάζομαι να ανασύρω επώδυνες μνήμες του καλοκαιριού. Οχι, δεν πρόκειται για τους συνήθεις μολυσματικούς και θνησιγενείς θερινούς έρωτες τύπου «Annabel μύγδαλα», μα για κάτι πολύ χειρότερο. Ούτε στον εχθρό μας (τι θα πει «ένας είναι ο εχθρός;»). Κι ας έχω AIDS (Anti Idiots Defense System)…
μα του τρελού μου του μυαλού η μυτερή βουκέντρα
να ησυχάσω ούτε στιγμή δεν θέλει να μ’ αφήσει
και με γυρνάει στα νησιά, μνήμες για να ξυπνήσει…
Ω μοίρα τρισκατάρατη! Ούτε το καλοκαίρι
να ησυχάσεις δεν μπορείς! Πηγαίνεις σ’ άλλα μέρη
να ξεκουράσεις το μυαλό, το τσακισμένο σώμα
–μελέτη, ξάπλα, γράψιμο και σβήσιμο ακόμα–
και ξάφνου εμφανίζεται κάτωθεν ακακίας
σαν από μηχανής θεός ο μετρ της μ@λ@κίας!
Και «τι ‘ν’ η Κόντρα;», «τι ‘στε σεις;», «έν’ άλλο μαγαζάκι»
όλους να μας κατηγορεί λες κι έχει το ραβδάκι
και να ρωτάει, ν’ απαντά, να αναιρεί, να θέτει
κι όλες στον καπιταλισμό τις λύσεις ν’ αναθέτει!
Δε λέω λεπτομέρειες, αλίμονο, τι φταίτε
μα ένοιωσα σαν Βέρθερος –ειλικρινώς– του Γκέτε
που αναρωτιότανε γιατί αυτό που ‘ν’ ευτυχία
πάντα να γίνεται πηγή και για τη δυστυχία…
Να ‘χει τριανταοχτώ βαθμούς με έναν ήλιο ντάλα
κι ο διαολοσυνήγορος να σου τα κάνει μπάλα
ρωτώντας, επιμένοντας (δε λέω, διαβασμένος)
μα εγώ μια ανάσα ήθελα μονάχα ο καημένος
κι αυτός να σε ακολουθεί, ξωπίσω σου να τρέχει
και τέλος το μαρτύριο για σένα να μην έχει.
Μα έτσι ως ονειρευόμουνα ολόδροσα πεπόνια
ένοιωσα για τον σπαστικό απέραντη συμπόνια
ξέχασα την ηλίαση και τη θερμοπληξία
συνουσιάσθην λεκτικώς –ω, τι αιμομιξία!–
μετά του αγνώστου συγγενούς, των κινημάτων μέλους
που μ’ έκανε ν’ αποζητώ έρωτες ανεμέλους.
Γιατί, τι θέλει ο άνθρωπος μετατραπείς εις γίδα;
Υπνο, φαΐ, κακά και sex, άντε κι εφημερίδα…
«Μη μου τη σπάτε “σύντροφε”» του λέω και αρχίζω
με πλήθος ερωτήματα να τονε βομβαρδίζω:
«Για πες μου δεν σ’ απασχολεί –πέρα απ’ την ανεργία–
εκείνη του Χριστόδουλου η κωλοαλλεργία;
Στην υμετέρα ουδέποτε ανέγνωσα, φυλλάδα
να γίνεται αναφορά έστω εις μιαν αράδα.
Και παρακάτω: πες μου τι γίνεται με τον Σάββα
τόσο πια σπουδαιότερα συμβαίνουν εις την Γκράβα;
Κι άντε, με “τρομοκρατικά” υμείς δεν ασχολείστε
μα κι απ’ το ηλιέλαιο δεν είδα να οχλείστε
πέρα από τα τυπικά, τα χιλιοειπωμένα
πράγματα που τα έγραψε μέχρι κι η “Αλφα ένα”».
Χαμπάρι ο τύπος! Λιάζονταν σαν γάτος το Γενάρη
ενώ ιδροκοπούσα εγώ, ο διάολος να με πάρει
–και αν υπήρχε διάολος, άντε, θα ‘χα μια ελπίδα–
αυτός όλο και πιο πολύ μου έσφιγγε τη βίδα:
«Μην είσαι ακραίος σύντροφε, μην είσαι οργισμένος,
υπάρχουνε κι άλλες οδοί» μου έλεγε ασμένως
και παρευθύς ανέλυε τα πάντα με πρεμούρα
τόσο, που μου ‘ρθε να του πω «ανάλυσε τα ούρα
να, πάρε και το αίμα μου, ανάλυσέ τα όλα
χρόνια να φεύγουν ως θα τρώμε την κοινή μας φόλα».
Ωστόσο, ‘γω που μεγάλωσα με… γαλλικά και πιάνο
έκανα πίσω! Δεν μπορώ «σύντροφο» να πικράνω.
Και για να μην πολυλογώ, μου έκανε το θέρος
δύσπεπτο και ανθυγιεινό ωσάν σαλάμι αέρος.
Μην απομένοντας για με παρά μόνο το μπάρκο
σάλπαρα, φθινοπώριασε, σας γράφω από ‘να πάρκο.