Δεν ξέρουμε ποια ήταν η γνώμη του –δεδηλωμένου «βάζελου»– Κ. Καραμανλή, όταν η διοίκηση των «πράσινων» έδιωχνε κακήν-κακώς τον Φερνάντο Σάντος, σήμερα όμως ο «γαλάζιος» πρωθυπουργός ακολουθεί με φανατισμό την ποδοσφαιρική τακτική του συμπαθούς πορτογάλου προπονητή. Οπως ξέρουν οι ποδοσφαιρόφιλοι, το «δόγμα Σάντος» απαιτεί ομάδες που παίζουν σκυλίσια ομαδική άμυνα, με πρώτο και βασικό σκοπό να μη δεχτούν γκολ. Μαθαίνουν δε να περιμένουν υπομονετικά πότε ο αντίπαλος θα κάνει ένα λάθος για να τον κερδίσουν έστω και με ένα γκολ στην παράταση.
Αυτό κάνει και ο Καραμανλής. Περιμένει πότε θα κάνει το λάθος ο αντίπαλος, ώστε με μια γρήγορη αντεπίθεση να του βάλει το γκολ. Να πάει σε εκλογές και να κερδίσει. Γιατί ο ίδιος ξέρει ότι έχει ξεμείνει από καύσιμα, ότι δεν έχει άλλα βέλη στη φαρέτρα του. Οι απανωτές εμφανίσεις που έκανε το τελευταίο δεκαπενθήμερο συσπείρωσαν την κομματική βάση της ΝΔ, όπως έδειξαν τα γκάλοπ, όμως και πάλι το ΠΑΣΟΚ είναι μπροστά, έστω και λίγο. Ο Καραμανλής, φοβούμενος ότι μπορεί να γίνει καμιά στραβή και ν’ αναγκαστεί να πάει σε εκλογές άμεσα, άλλαξε άρδην την τακτική προς τους «αντάρτες». Πήρε πίσω το Δαϊλάκη για να στείλει μήνυμα συμφιλίωσης, φοβούμενος πως αν του προέκυπταν καναδυό ακόμα Δαϊλάκηδες ή θα έπρεπε να τους διαγράψει και να πάει σε εκλογές που θα τις χάσει ή θα αναγκαζόταν να κάνει το κορόιδο και να εισπράξει τη χλεύη των πολιτικών του αντιπάλων (αλλά και του εσωκομματικού ακροατήριου).
Το τελευταίο όπλο που έχει στη φαρέτρα του ο πρωθυπουργός είναι ο ανασχηματισμός. Ομως, ένας ανασχηματισμός το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να αναδιατάξει τις δυνάμεις στο εσωτερικό μέτωπο. Και βέβαια, όπως κάθε ανασχηματισμός θα δημιουργήσει και αυτός νέα δυσαρέσκεια και γκρίνια από την πλευρά κάποιων που θα χάσουν τα κυβερνητικά πόστα και κάποιων άλλων που είχαν προσδοκίες υπουργοποίησης αλλά αυτές δεν εκπληρώθηκαν. Θα έπρεπε να έχει και μερικά ψίχουλα για να πετάξει στο λαό, ώστε μ’ αυτά και τον ανασχηματισμό να πάει σε εκλογές την άνοιξη. Ομως ψίχουλα δεν έχει και τα απειλητικά σύννεφα της κρίσης διώχνουν κάθε σκέψη προς αυτή την κατεύθυνση. Από πού αλλού να αντλήσει αισιοδοξία, όταν ακόμα και στο «Μακεδονικό» δεν του βγαίνει τίποτα και μάλλον θα αναγκαστεί να απορρίψει τη νέα πρόταση Νίμιτς;
Κι ενώ έδειχνε να έχει κάποιες ελπίδες να εκμεταλλευτεί την κρίση σηκώνοντας τον κουρνιαχτό των «εθνικών κινδύνων» και προβαλλόμενος ως σωτήρας δίπλα στους ηγέτες των ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρωένωσης, οι οποίοι… δίνουν προσοχή στα λεγόμενά του, του ‘ρθε κατακέφαλα η κατάρρευση του «συστήματος Χατζηγάκη-Σανιδά» και τρέχει και δεν προλαβαίνει. Ολα ανάποδα του πάνε και είναι πια αναγκασμένος και τον ανασχηματισμό να κάνει πριν την ώρα του και το Ρουσόπουλο να παραμερίσει (από τη «φροντ λάιν» ή και γενικά από την κυβέρνηση). Οι ίδιοι οι δεξιοί κραυγάζουν «χάσαμε τη μάχη των καφενείων» και δείχνουν ως υπεύθυνο το Ρουσόπουλο. Και καλά, στους βουλευτές μπορεί να βάλει φίμωτρο ο Καραμανλής, πώς να φιμώσει όμως το Νασίκα και τη… μάνα Νασίκα (τεράστιος ο χοντρός αγροτοπατέρας) ή το Ρίζο και τους άλλους που χρόνια τώρα έχουν αναγορευτεί σε «συνείδηση της παράταξης»;
Στο ΠΑΣΟΚ από την άλλη έχουν επιλέξει το «βάδισμα της γάτας». Δεν βιάζονται καθόλου, μετρούν το κάθε βήμα, δεν ανεβάζουν τους τόνους και προπαντός δεν ανακατεύουν την πολιτική τους με εκκλήσεις για λαϊκές κινητοποιήσεις. Πολιτεύονται σαν υπεύθυνη πολιτική δύναμη που ξέρει να βάζει πάνω από το προσωπικό της συμφέρον τα συμφέροντα του συστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση τους απέναντι στα προκλητικά μέτρα στήριξης των τραπεζιτών και λοιπών «ραντιέρηδων» που αποφάσισαν οι ηγέτες των χωρών της Ευρωζώνης. Χαιρέτισαν τα μέτρα προσθέτοντας κάποια «σάλτσα» περί σωστής εφαρμογής και, φυσικά, προβάλλοντας το κόμμα τους ως το πιο αξιόπιστο να τα εφαρμόσει.
Η στάση αυτή τροφοδότησε και πάλι τα σενάρια του «μεγάλου συνασπισμού», στην περίπτωση που δεν προκύψει αυτοδυναμία ακόμα και μετά δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Χαρακτηριστική απ’ αυτή την άποψη ήταν η συνέντευξη Αλογοσκούφη στον «Τύπο της Κυριακής», στην οποία κάθε άλλο παρά διαχωρίστηκε από μια τέτοια προοπτική. Κι όταν μιλά ο Αλογοσκούφης μιλά το κεφάλαιο (τουλάχιστον μια μερίδα του).
Εκείνοι που έχουν χάσει τη μπάλα είναι οι Συριζαίοι. Το «ενωτικό» πρέσινγκ του ΠΑΣΟΚ είναι αποτελεσματικό και έχει ήδη αποτυπωθεί στα γκάλοπ. Η πλειοψηφία απορρίπτει κάθε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, η μειοψηφία πιέζει ολοένα και περισσότερο επισείοντας την ανάγκη «υπευθυνότητας ενός κόμματος εξουσίας» και ο Αλαβάνος στη μέση χτυπά μια στο καρφί και μια στο πέταλο, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες και να συγκρατήσει τις απώλειες των δημοσκοπικών ποσοστών. Επειδή κανένας τους δεν είναι χτεσινός (πλην του Τσίπρα, ο οποίος ολοένα και περισσότερο συμπεριφέρεται σαν μαριονέτα), ξέρουν πως όταν φανεί εκλογικός ορίζοντας τα πράγματα θα γίνουν πιο ζόρικα, καθώς θ’ αρχίσει το ρεύ-μα να πηγαίνει προς το δικομματισμό. Κι ακόμα χειρότερα θα γίνουν τα πράγματα αν δεν προκύψει αυτοδυναμία (όπως είναι εξαιρετικά πιθανό) και απαιτηθεί δεύτερος εκλογικός γύρος.
Ολα τούτα θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «η πολιτική στα χρόνια του καναπέ» ή «η πολιτική ως εμπόρευμα». Πολιτική πλέον κάνουν οι προπαγανδιστές. Οι επικοινωνιολόγοι μετρούν κάθε μέρα, την κάθε ενέργεια και κάνουν συστάσεις του τύπου: «πρέπει να ενισχύσει το προφίλ του στον τομέα της αξιοπιστίας». Το προϊόν λουστράρεται ρίχνεται στην πιάτσα, μετριέται η διαφημιστική απόδοση και μετά αρχίζουν οι διορθώσεις, ώστε ο νέος γύρος στην πιάτσα να είναι πιο αποδοτικός. Ολα αυτά τα προϊόντα στριμώχνονται στο παζάρι και οι εργαζόμενοι-ψηφοφόροι θα κληθούν να επιλέξουν εκείνο που θα τους γυαλίσει πιο πολύ. Οπως επιλέγει κανείς αυτοκίνητο μέσα από τις διαφημιστικές καμπάνιες των εταιριών.
Τα πράγματα θα ήταν ριζικά διαφορετικά έτσι και ο καναπές ως κοινωνική στάση είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται και ο κόσμος άρχιζε να διεκδικεί και πάλι αυτά που πρέπει να διεκδικήσει. Οσο δε γίνεται αυτό, το παιχνίδι θα εξελίσσεται σαν θέαμα.