Με την έναρξη της συνεδρίασης ζήτησε το λόγο ο Βασίλης Ξηρός και με λιτό τρόπο περιέγραψε τις συνθήκες υπό τις οποίες λήφθηκαν η προανακριτική και η ανακριτική του «απολογία». Δυο βδομάδες μετά τον τραυματισμό του αδερφού του Σάββα παρέμενε στην Καλλικράτεια, για να φροντίζει τα ζώα των γονιών του, πολιορκημένος από τα ΜΜΕ. Στις 15 Ιούλη τον πήραν μαζί με τον αδερφό του Νίκο στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, ενώ σε λίγο συνέλαβαν και τον αδερφό του Δημήτρη. Αφού τον ανέκριναν για ώρες, ρωτώντας τον πράγματα για τη ζωή του, κάποια στιγμή του πήγαν ένα χαρτί και του είπαν να υπογράψει. Αρνήθηκε, ζήτησε δικηγόρο και τότε άρχισαν οι απειλές για το Σάββα και τ’ άλλα αδέρφια του. Η πίεση ήταν τεράστια. Οι συνθήκες αφόρητες. Αυπνος, καταπονημένος, χωρίς καμιά επαφή με τον έξω κόσμο. Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και υπέγραψε. Αντί, όμως, να βεθεί στο σπίτι του, όπως του έλεγαν, βρέθηκε με μυθιστορηματικό τρόπο, που θύμιζε απαγωγή, στο αεροδρόμιο και από εκεί με C-130 στην Αθήνα, στο άντρο της Αντιτρομοκρατικής. Εκεί συνεχίστηκε το μαρτύριο της αϋπνίας. Δεν τον είχαν αφήσει να κοιμηθεί τουλάχιστον ένα τριήμερο. Κάποια στιγμή του έφεραν ένα άλλο χαρτί και του είπαν να το υπογράψει, γιατί ήταν το ίδιο. Πολύ αργότερα έμαθε ότι αυτή ήταν η προανακριτική απολογία του, που ήταν ακριβές αντίγραφο της μαρτυρικής κατάθεσης που έδωσε στη Θεσσαλονίκη. Στην ανακρίτρια που μεταφέρθηκε μαζί με άλλους συγκατηγορούμενούς του αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σε άλλο γραφείο της Αντιτρομοκρατικής. Ουσιαστικά δεν είπε τίποτα, αλλά επιβεβαίωσε αυτά που του είπαν να επιβεβαιώσει. Υπό την απειλή, βεβαίως, έξι κουκουλοφόρων Ράμπο, που τον σημάδευαν μέσα στο ανακριτικό γραφείο. Από εκεί γύρισε πάλι στην Αντιτρομοκρατική, όπου παρέμεινε άλλες οκτώ μέρες.
Η εισαγγελέας ενοχλήθηκε σφόδρα από την τοποθέτηση του Β. Ξηρού και ουσιαστικά ζήτησε να του αφαιρεθεί ο λόγος, διότι η ίδια είχε αγορεύσει και αν ήθελε την τοποθέτηση έπρεπε να την είχε κάνει πριν. Εγινε μια φραστική σύγκρουσή της με τον Χρ. Ξηρό και ο πρόεδρος κατέστησε σαφές ότι δεν δέχεται την παρέμβαση της εισαγγελέα, αποφαινόμενος ότι «ο κ. Ξηρός συμπληρωματικά έδωσε κάποιες εξηγήσεις» και ρωτώντας ο ίδιος αν στην ανακρίτρια ο Βασίλης απολογήθηκε με δικηγόρο, διότι έτσι είχε σημειωμένο στα χαρτιά του. Ο Βασίλης ξεκαθάρισε ότι δεν είχε δικηγόρο, γιατί δεν του επετράπη να έχει δικηγόρο. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας.
Οι συνήγοροι του Β. Ξηρού, Ρ. Καραμπλιάνη, Δ. Λούβρης και Κ. Παπαδόπουλος με τις αγορεύσεις τους απάντησαν σημείο προς σημείο στα όσα είχε υποστηρίξει η εισαγγελέας και κατέδειξαν την αυθαιρεσία των λογικών κατασκευών της και το άτοπο των νομικών ισχυρισμών της.
Ακολούθησε η Γ. Κούρτοβικ που ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής ότι ο Δ. Κουφοντίνας και η υπεράσπισή του στηρίζουν όλες τις ενστάσεις που υπέβαλαν οι συγκατηγορούμενοί του και καλύπτονται από την επιχειρηματολογία που έχουν αναπτύξει οι ίδιοι και οι συνήγοροί τους. Η Γ. Κούρτοβικ επέλεξε να αναφερθεί στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη μεταχείριση του Σ. Ξηρού. Με μια εκτενέστατη και λεπτομερειακά δουλεμένη αγόρευση, η συνήγορος αναφέρθηκε σε όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με το τεράστιο ηθικό, πολιτικό και νομικό σκάνδαλο που συνιστά η μεταχείριση του Σ. Ξηρού. Ο Σάββας «δε γνώριζε τι ακριβώς γνώριζε και κυρίως δε γνώριζε ότι δρούσε», ήταν το συμπέρασμα της Κούρτοβικ, το οποίο ντοκουμεντάρισε με άπειρες αναφορές σε όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς ν’ αφήσει τίποτα ασχολίαστο.
Οταν ο Σάββας έφτασε στον ανακριτή, είχαν ήδη τσαλαπατηθεί όλα τα δικαιώματά του και η υπεράσπιση που του επετράπη τότε να έχει ήταν στην ουσία άνευ σημασίας. Αλλά και τότε παραβιάστηκαν τα δικαιώματά του, αφού ούτε ο ίδιος ούτε ο συνήγορός του είχαν τη δυνατότητα να μελετήσουν καν το κατηγορητήριο. Είναι άδικο και ανέντιμο να χρησιμοποιούνται οι συνήγοροι για να ενοχοποιηθούν οι κατηγορούμενοι, σημείωσε η Γ. Κούρτοβικ. Αναφορά που ενόχλησε την εισαγγελέα και τον πρόεδρο. Γιατί ενοχλούνται, όμως; Δεν είναι αυτοί (ιδιαίτερα η εισαγγελέας) που έχουν κατ’ επανάληψη πει σε κατηγορούμενους, ότι η παρουσία συνηγόρων στην ανάκριση δείχνει ότι ήταν αυθεντικά και αβίαστα τα όσα κατέθεσαν, παραβλέποντας και το κλίμα της εποχής αλλά και καταγγελίες που έχουν κάνει συνήγοροι.
Κατά την άποψή μας σημαντική ήταν η επιχειρηματολογία της Κούρτοβικ και στο σημείο που αφορούσε την αλλαγή στάσης του Σάββα, που οδήγησε στην αναίρεση των προανακριτικής και ανακριτικής απολογιών του. Ο Σ. Ξηρός πρωτοείδε τον Δ. Κουφοντίνα λίγο πριν την έναρξη της πρώτης δίκης. Οταν η εισαγγελία λέει πολλά και διάφορα, φτάνει ακόμα και στην επίκληση του θείου, σε μεταφυσικές ανησυχίες του Σάββα, για να εξηγήσει τη στάση του, όταν ο πρόεδρος στο πρώτο δικαστήριο μιλούσε για οβιδιακές μεταμορφώσεις του Σάββα, πώς είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι χωρίς ο ίδιος να έχει συναντήσει τον Δ. Κουφοντίνα, χωρίς να έχουν συνυπάρξει στο χώρο της φυλακής για ένα διάστημα, στο άκουσμα και μόνο μιας σύντομης δήλωσης από τα χείλη μιας δικηγόρου αποφάσισε να αλλάξει στάση; Υποτίθεται ότι αυτός παιδεύτηκε πολύ μέχρι να οδηγηθεί στη μετάνοια και τη συνεργασία. Πώς λοιπόν γυρίζει πίσω, χωρίς να έχει μεσολαβήσει ο ίδιος παιδεμός; Μια απόφαση του δικαστηρίου, που θα κάνει δεκτές τις ενστάσεις των κατηγορούμενων, είναι ζήτημα πολιτισμού, κατέληξε η Γ. Κούρτοβικ.
Τόσα στοιχεία, τόσα επιχειρήματα ανέπτυξε η Γ. Κούρτοβικ, εκείνο που ενόχλησε την εισαγγελέα και την ανάγκασε να διακόψει τη συνήγορο, ήταν όταν αυτή θύμισε την περιβόητη εισαγγελική ρήση, ότι ο Σ. Ξηρός δεν ήταν δεκτικός συλλήψεως. Διακόπτοντας η εισαγγελέας υποστήριξε εμμέσως ότι διαστρεβλώνεται η άποψή της, διότι αυτή έχει πει ότι ο Σάββας δεν ήταν δεκτικός σύλληψης μέχρι τις 30 Ιούνη, διότι μετά είχε παρέλθει η διαδικασία του αυτόφωρου. Η Γ. Κούρτοβικ απάντησε αμέσως, επικαλούμενη τα στοιχεία της πραγματικότητας: όλοι οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν εβδομάδες αργότερα με τη διαδικασία του αυτόφωρου. Αφορούσε αυτή η διαδικασία το αυτόφωρο κακούργημα του 187 ΠΚ («συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση»). Το αυτόφωρο που ίσχυε για όλους τους άλλους κατηγορούμενους δεν ίσχυε για τον Σ. Ξηρό; Γιατί επιλέγετε μόνο εκείνα τα στοιχεία που βολεύουν τα συμπεράσματά σας; απάντησε η συνήγορος, χωρίς να πάρει καμιά απάντηση. Είναι προφανές, ότι η εισαγγελέας επέλεξε μια προφανή λογική και νομική αυθαιρεσία, για να αποκρύψει το γεγονός ότι ο Σάββας ήταν παρανόμως κρατούμενος επί τόσες μέρες. Διότι, εφόσον κατηγορείτο ως μέλος της 17Ν, διέπραττε και αυτός το αυτόφωρο κακούργημα για το οποίο συνελήφθησαν όλοι οι άλλοι. Αυτός, όμως, ανακρινόταν χωρίς να έχει συλληφθεί. Νομικά αυτό δεν «καταπίνεται» με τίποτα. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο όλες οι προανακριτικές απολογίες του Σάββα είναι άκυρες.
Πριν μπούμε στην ουσία των συζητούμενων ενστάσεων –είπε εισαγωγικά ο Α. Κωνσταντάκης- πρέπει να απαντήσουμε σε ένα βασικό μεθοδολογικό πρόβλημα: ποιος φέρει το βάρος της απόδειξης; Ο κατηγορούμενος ή η κατηγορούσα αρχή; Στα βασανιστήρια υπεισέρχονται δυο πλευρές: από τη μια ο εξουσιαστικός μηχανισμός και από την άλλη ο ανήμπορος κατηγορούμενος. Μαρτυρία τρίτων προσώπων δε μπορεί να υπάρξει. Δε μπορούμε να περιμένουμε να παραδεχτεί την ενοχή του ο βασανιστής. Αλλά και δε μπορεί ο βασανισθείς να αποδείξει τίποτα, ειδικά όταν βρίσκεται δέκα μέτρα κάτω από τη γη. Η μόνη προσέγγιση που μπορεί να γίνει είναι αυτή της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Το δικαστήριο δεν πρέπει να περιμένει να αποδειχτούν βασανιστήρια. Αν έχει την παραμικρή αμφιβολία για την τέλεσή τους, αυτή πρέπει να ερμηνευτεί υπέρ του καταγγέλλοντος κατηγορουμένου. Εν προκειμένω το δικαστήριο, διερευνώντας την υπόθεση, άκουσα μόνο τη μια πλευρά, αυτή που καταγγέλλει ότι της ασκήθηκαν βασανιστήρια. Την άλλη πλευρά δεν την άκουσε καν, δε θέλησε να διερευνήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Πώς λοιπόν θα απαντήσει σ’ αυτό το μεθοδολογικό ερώτημα; Εχοντας ακούσει μόνο τη μία πλευρά, το δικαστήριο οφείλει να κρίνει θετικά υπέρ αυτής τις αμφιβολίες που εκ των πραγμάτων εγείρονται.
Στη συνέχεια, ο συνήγορος αναφέρθηκε εν εκτάσει σε όλα τα λογικά άλματα και σε όλες τις απιθανότητες που σχετίζονται με την εισαγγελική άποψη ότι ο Χρ. Ξηρός ομολόγησε για να συνεργαστεί. Διότι πουθενά δεν φαίνεται το αντίτιμο της συνεργασίας, ούτε κάποιος εγγυητής της συμφωνίας, που θα ήταν ο δικηγόρος. Ο Χριστόδουλος εμφανίζεται ως ένα από τα πιο σκληρά μέλη της 17Ν και ταυτόχρονα ως ο άνθρωπος που ομολογεί και συνεργάζεται χωρίς αντικείμενο, χωρίς σκοπό. Αυτά τα πράγματα μόνο στα αμερικάνικα κινηματογραφικά έργα γίνονται. Και την εκδοχή αυτή εμφανίζει ο Διώτης όταν ντύνεται τσολιαδάκι και δίνει συνέντευξη στη Μάνδρου. Λέει ότι μόλις του είπε «άσ’ τα αυτά, Μανόλη», αυτός κατέρρευσε και συνεργάστηκε πλήρως.
Περνώντας συνεχώς από το περιεχόμενο της προανακριτικής «απολογίας» του Χρ. Ξηρού στους ισχυρισμούς της εισαγγελικής έδρας και του εκπροσώπου των Αμερικανοβρετανών, ο Α. Κωνσταντάκης κατέδειξε τη σωρεία των κραυγαλέων αντιφάσεων και των ισχυρισμών που δε μπορούν να σταθούν ούτε σε νηπιακή λογική. Αναφερόμενος στη μεταχείριση του Σ. Ξηρού, χαρακτήρισε όνειδος τα όσα έγιναν, το βάρος του οποίου φέρουν αυτοί που το διέπραξαν και αυτοί που θα το νομιμοποιήσουν.