Ανθρωπος χαμηλών τόνων, συγκροτημένη προσωπικότητα, τρυφερός ως σύζυγος, καλός πατέρας. Και έντονα πολιτικοποιημένος, δραστήριος. Το πορτρέτο του Ηρακλή Κωστάρη, διά στόματος της συζύγου του Ιωάννας, η οποία εν κατακλείδι δήλωσε «περήφανη που είναι ο πατέρας των παιδιών μου». Και απόλυτα πεπεισμένη ότι ο σύζυγός της δεν είχε καμιά σχέση με όσα τον κατηγορούν. «Στα 14 χρόνια που είμασταν μαζί, δε μπορεί, κάτι θα είχα αντιληφθεί, αν έκανε διπλή ζωή».
Κι ύστερα, η περιγραφή του Γολγοθά της οικογένειάς τους. Η φρίκη της σύλληψης, ο κατακλυσμός των τρομοσεναρίων, η λάσπη, η απαξίωση, το σοκ του κατηγορητήριου με το κατεβατό των 22 κατηγοριών. Και το τρέξιμο για την αναζήτηση άλλοθι. Τιτάνιο έργο, διότι δε μπορεί κανείς να κρατάει βιβλίο για κάθε μέρα της ζωής του. Πρέπει να έχουν συμβεί συγκλονιστικά γεγονότα για να θυμάται κανείς πού ήταν μια συγκεκριμένη μέρα πριν χρόνια. Ευτυχώς βρέθηκαν και άνθρωποι που βοήθησαν. Οπως ο φίλος του Ηρακλή, που διάβασε στις εφημερίδες τις κατηγορίες και τους θύμισε ότι τις 2 Μάη του 2001, μέρα που στον Ηρακλή αποδόθηκε συμμετοχή σε ληστεία στον ΟΤΕ Πειραιά, ήταν όλοι μαζί σε γάμο στο χωριό και η συμμετοχή τους είναι καταγραμμένη στο βίντεο (ο Κωστάρης έχει αθωωθεί από αυτή την κατηγορία). Όπως η εταιρία Βεργέτης, στην οποία εργαζόταν, η οποία δέχτηκε να υποβάλει αιτήσεις στις τράπεζες τις οποίες καθημερινά επισκεπτόταν ο Ηρακλής ως υπάλληλός της (διεκπεραίωνε τις εξωτερικές εργασίες) και έτσι να βρεθούν ατράνταχτα άλλοθι για μια σειρά ενέργειες στις οποίες αποδιδόταν και σ’ αυτόν συμμετοχή.
Ολα αυτά είναι γνωστά, αλλά πρέπει να τα επαναλαμβάνουμε συνεχώς. Γιατί ο Κωστάρης είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του ανθρώπου που κλήθηκε να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Του ανθρώπου στο πρόσωπο του οποίου το ισχύον δίκαιο αντιστράφηκε: το τεκμήριο αθωότητας μετατράπηκε σε τεκμήριο ενοχής. Αρνήθηκε την κατηγορία από την πρώτη στιγμή. Δεν απολογήθηκε ποτέ, γιατί του αρνήθηκαν τα δικαιώματά του τα οποία διεκδίκησε. Κι αυτοί τον… περιποιήθηκαν δεόντως. Με 22 κατηγορίες έφυγε από την Αντιτρομοκρατική. Στον αγώνα δρόμου που επιδόθηκαν οι δικοί του και οι υπερασπιστές του κατάφερε να προσκομίσει ατράνταχτα άλλοθι για τις περισσότερες κατηγορίες. Τελικά, για 4 καταδικάστηκε. Αλλά και για τη σοβαρότερη από τις κατηγορίες με τις οποίες καταδικάστηκε, τη συμμετοχή στην εκτέλεση Μπακογιάννη, έχει άλλοθι. Τη μαρτυρία της συζύγου του, που θυμήθηκε ότι λίγο μετά που άκουσε την είδηση για την εκτέλεση Μπακογιάννη στο ραδιόφωνο, του είχε τηλεφωνήσει για να τον ρωτήσει αν θα πάει το μεσημέρι να την πάρει από τη Σχολή της. Ηταν, άλλωστε, νέο ζευγάρι. 10-15 μέρες μετρούσε η σχέση τους.
Πλην, όμως, αυτή η μαρτυρία δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη. Και αμφισβητήθηκε και πάλι έντονα, μολονότι η Ι. Κωστάρη έδωσε σαφείς και πειστικές εξηγήσεις για ό,τι ρωτήθηκε. Ακόμα και για απίθανες λεπτομέρειες. Επειδή, λοιπόν, αυτές οι εξηγήσεις ήταν ακλόνητες, η εισαγγελέας βρήκε το τελικό «επιχείρημα»: Γιατί η εταιρία Βεργέτης κατέθεσε αιτήσεις στις τράπεζες και ζητούσε τυχόν στοιχεία για συναλλαγές του Κωστάρη τη συγκεκριμένη μέρα, αφού η σύζυγός του γνώριζε ότι του είχε τηλεφωνήσει και τον είχε βρει στη δουλειά; Μάταια η συνήγορος Κ. Σταμούλη προσπαθούσε να εξηγήσει, ότι την αίτηση τη ζήτησε η υπεράσπιση και όχι η μάρτυρας. Η εισαγγελέας εξακολουθούσε μονότονα να ρωτάει το ίδιο πράγμα, διακόπτοντας συνεχώς τη μάρτυρα, που κατάφερε τελικά να εξηγήσει το αυτονόητο: Οταν μπορείς να βρεις και τέτοια στοιχεία για να υποστηρίξεις τη θέση σου, δε θα ψάξεις να τα βρεις; Ακόμα και ο πρόεδρος αγανάκτησε από την επιμονή της εισαγγελέα σ’ ένα συλλογισμό καταφανώς αστήρικτο και με τον τρόπο του την «άδειασε», εξηγώντας ο ίδιος ότι ο Κωστάρης έψαχνε στις τράπεζες για ένα ακόμη υπερασπιστικό στοιχείο. Το αυτονόητο, δηλαδή, καταβλήθηκε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί για αδυνάτισμα της μαρτυρίας της Ιωάννας ΚΙωστάρη: Αφού ψάχνατε για στοιχεία στις τράπεζες, παναπεί ότι εσύ δεν ήσουν σίγουρη γι’ αυτό που καταθέτεις! Λες και δεν ήξεραν οι πάντες, ότι η μαρτυρία της συζύγου θεωρούνταν a priori αναξιόπιστη.
Η πολιτική αγωγή της Μπακογιάννη προχώρησε σε άλλη αθλιότητα. Χρησιμοποίησε δημοσίευμα της Espresso, για να υποστηρίξει ότι ο Κωστάρης ήταν κολλητός του Σάββα και του δίδαξε στη φυλακή την τέχνη της αγιογραφίας!!! Απορούμε πώς ο Κωστάρης κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του και να εξηγήσει ότι άρχισε να ζωγραφίζει στη φυλακή όταν τους είχαν σε απομόνωση και το Σάββα ούτε που τον είχε δει μπροστά του. Αργότερα άρχισε να δοκιμάζει και αγιογραφίες και ο Σάββας του εξήγησε μερικά πράγματα. Προφορικά περισσότερο, γιατί ο ίδιος δεν βλέπει και μόνο μ’ ένα μεγάλο μεγεθυντικό φακό μπόρεσε να του κάνει κάποιες παρατηρήσεις.
Επόμενος μάρτυρας ήταν ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας και του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΝ, που αντιμετωπίστηκε από την έδρα με σκαιότητα. Μόλις που πρόλαβε να πει ότι στο πρόσωπο του Κωστάρη ήρθε να υπερασπιστεί την παραβίαση αυτού που λέγεται νομικός πολιτισμός και κράτος δικαίου, να υπερασπιστεί την αίσθηση δικαίου που έχουν οι πολίτες. Ο πρόεδρος τον διέκοψε, δήλωσε ότι αυτά δεν ενδιαφέρουν το δικαστήριο και απαγόρευσε σχεδόν όλες τις ερωτήσεις της υπεράσπισης. Η δε εισαγγελέας, με ύφος που δεν περιγράφεται, ρώτησε τον μάρτυρα αν το κόμμα του τον έστειλε σαν εκπρόσωπο (!) και κατέληξε: «Δεν ξέρω αν το ξέρει το κόμμα σας ότι ήλθατε εδώ»!!!
Επόμενη μάρτυρας ήταν η Αγγελική Μουσούρου, προϊσταμένη λογιστηρίου στην εταιρία Βεργέτη, που ήταν αυτή που προσέλαβε τον Κωστάρη και του έδινε κάθε μέρα τις εξωτερικές δουλειές. Πέρα από τις επαινετικές αναφορές στην προσωπικότητά του, κατέθεσε τρία σημαντικά πράγματα. Πρώτο, ότι η εταιρία ήταν ιδιαίτερα αυστηρή στην τήρηση του ωράριου και κανένας υπάλληλος δε μπορούσε να παρεκκλίνει απ’ αυτό. Δεύτερο, ότι ο Κωστάρης τις δουλειές τις αναλάμβανε το πρωί της κάθε μέρας. Ποτέ δεν γνώριζε από την προηγούμενη μέρα τι δουλειές θα κάνει την επόμενη. Τρίτο, ότι το πρωί της μέρας του θανάτου του Μπακογιάννη, θυμάται ότι ήταν όλοι στο γραφείο και μια κοπέλα από τη μηχανογράφηση, που είχε ένα ραδιοφωνάκι, τους ανακοίνωσε το γεγονός και το σχολίασαν όλοι μαζί. Την ώρα δε μπορούσε να τη θυμηθεί ακριβώς (ευνόητο είναι), όμως θυμάται πως ήταν πρωινή ώρα, περίπου στην έναρξη του ωράριου (7,30 – 15,30 εργάζονταν όλοι – και ο Κωστάρης), όταν έπιναν τον καφέ τους και αντάλλασαν μερικές κουβέντες. Διαβεβαίωσε, ακόμη, ότι τις κάρτες παρουσίας του προσωπικού τις καταστρέφουν μετά από κάποιο διάστημα, γι’ αυτό και δε μπόρεσε να βρεθεί η κάρτα του Κωστάρη.
Μετά την κατάθεση της μάρτυρα, ο Ηρ. Κωστάρης ζήτησε το λόγο για να πει ότι ο ίδιος, μέσω των υπερασπιστών του, αναζήτησε στοιχεία από τράπεζες για συναλλαγές εκείνη τη μέρα. Ομως, μία τράπεζα δήλωσε ότι έχει καταστρέψει το αρχείο εκείνης της περιόδου και άλλη μία ότι το αρχείο της καταστράφηκε λόγω πλημμύρας. Ζήτησε, λοιπόν, από την εισαγγελία να αποδείξει ότι ο ίδιος δεν πήγε στη δουλειά του εκείνη τη μέρα, αντί να τρέχει αυτός να βρίσκει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πήγε.
Ο γεωλόγος Διονύσης Παπανίκος κατέθεσε ότι γνώρισε τον Κωστάρη (και μάλιστα χωρίς να γνωρίζει το επώνυμό του, ως Ηρακλή σκέτα) το καλοκαίρι του 1987, όταν βοήθησε έναν στενό του φίλο να κάνει μια δουλειά με θαλάσσιο σκι (ο Ηρακλής εργαζόταν σε τέτοια δουλειά τότε, στο Λύχνο). Εκείνο που ήρθε να καταθέσει είναι ότι το δεκαπενταύγουστο του 1988 είδε τον Ηρακλή στην παραλία του Λύχνου. Ο ίδιος καθόταν με την κοπελιά του και το φίλο του σε μια καφετέρια, ο Ηρακλής πέρασε να δει πώς τα πάνε με τη δουλειά, τον προσκάλεσαν να τον κεράσουν, όμως εκείνος δεν κάθησε, γιατί όπως τους είπε είχε βρει δουλειά στην Αθήνα και θα έφευγε την ίδια μέρα. Και γιατί θυμόταν ο μάρτυρας τη χρονιά; Γιατί ήταν η πρώτη διήμερη εκδρομή που πήγαινε με την κοπελιά του.
Από τα ρεπορτάζ των προηγούμενων ημερών φαντάζεστε ήδη τι ακολούθησε. Πρώτη ερώτηση της εισαγγελέα, με εμφανέστατα ειρωνικό τόνο: Πώς εσείς αφήσατε τις ωραίες παραλίες της Σάμου και πήγατε διακοπές στο Λύχνο; Εκπληκτος ο μάρτυρας, της λέει ότι είναι κάτοικος Πρέβεζας από το 1962 (στη Λήμνο απλώς έτυχε να γεννηθεί, το άκουσε η εισαγγελέας όταν ο μάρτυρας έδινε τα στοιχεία του και νόμισε ότι έβγαλε λαβράκι). Στις επόμενες ερωτήσεις ο τόνος γινόταν όλο και πιο ειρωνικός. Και τι αφορούσαν; Πώς θυμόταν το γεγονός, γιατί δεν ήξερε τι δουλειά είχε βρει ο Ηρακλής στην Αθήνα, και πώς εξηγείται να φεύγει κάποιος για την Αθήνα χρονιάρα μέρα!
Ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Λάμπρου κατέθεσε ότι γνώρισε τον Κωστάρη σε διάφορες διαδικασίες του αριστερού κινήματος. Ο μάρτυρας ήταν ξεκάθαρος: εγώ δε μπορώ να καταθέσω αν ο Κωστάρης είχε ή δεν είχε σχέση με όσα τον κατηγορούν, σας μεταφέρω όμως μια εικόνα που υπάρχει έξω. Οτι η εμπλοκή του έχει σχέση με την προσπάθεια εμπλοκής του Γιάννη Σερίφη.
Ο μάρτυρας Αθανάσιος Βαλλής, φίλος του Ηρακλή, κατέθεσε ότι το δεκαπενταύγουστο του 88 πήγαν μαζί στο χωριό. Ο Ηρακλής τότε δούλευε σε σούπερ μάρκετ. Εφυγαν με το αυτοκίνητο του μάρτυρα Σάββατο 13 και επέστρεψαν πάλι μαζί το απόγευμα της 15ης Αυγούστου. Και πώς θυμάται το γεγονός; Είχε γίνει η εισβολή της 17Ν στο ΑΤ Βύρωνα, που ήταν ένα εντυπωσιακό γεγονός, και όταν άκουσε ότι κατηγορούν τον Ηρακλή γι’ αυτό, θυμήθηκε ότι ταξίδευαν παρέα και το σχολίαζαν. Φυσικά, στην εισαγγελέα δεν άρεσε ούτε αυτή η κατάθεση. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε το μάρτυρα πώς γίνεται να θυμάται το γεγονός και γιατί το συνέδεσε με τον Κωστάρη, ενώ αυτός προσπαθούσε να της εξηγήσει πως ήταν τόσο εντυπωσιακό το γεγονός και το συζητούσαν γελώντας στο ταξίδι, που δε μπορεί να μην το θυμάται. Τι πιο λογικό; Ομως, η λογική πρέπει να δώσει τη θέση της στον παραλογισμό, προκειμένου να επιτευχθεί πάση θυσία η καταδίκη. Η κατακλείδα του μάρτυρα: «Εγώ δε συμφωνώ μ’ αυτές τις ενέργειες. Αν ο Ηρακλής είναι ένοχος, να καταδικαστεί. Αν όμως είναι ένοχος όπως με την περίπτωση του Βύρωνα, εμένα να με σουβλίσουνε θα λέω ότι είναι αθώος».
Ο συνδικαλιστής Κ. Σβόλης κατέθεσε ότι γνώρισε τον Κωστάρη στις μεγάλες κινητοποιήσεις του Γενάρη του ’91, μετά τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα, πάνω σ’ ένα κυνηγητό από τα ΜΑΤ. Τον έβλεπε έκτοτε σποραδικά, χωρίς καν να ξέρει τα’ όνομά του. Πληροφορήθηκε το μικρό του όνομα μερικά χρόνια αργότερα, όταν βαδίζοντας και συζητώντας σε μια πορεία με τον Γ. Σερίφη, είδε αυτό το παιδί να έρχεται και να χαιρετιέται με τον Σερίφη, ο οποίος του τον σύστησε ως «ο Ηρακλής, ένας ανηψιός μου». Μετά τη σύλληψή του, έμαθε και το επώνυμό του. Γι’ αυτό και συνδέει την εμπλοκή του Ηρακλή με τη σκευωρία που εξυφάνθηκε σε βάρος του Γ. Σερίφη. Από πλευράς εισαγγελέα το ίδιο έργο. Αυτή τη φορά πιάστηκε από το ότι ο μάρτυρας δε θυμόταν ποια ακριβώς ημερομηνία δολοφονήθηκε ο Τεμπονέρας! Της έδινε μια γκάμα δυο-τριών μερών, της έλεγε ότι πρέπει να ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, αλλά αυτή εκεί: αφού ο μάρτυρας δε θυμόταν ακριβή ημερομηνία είναι αναξιόπιστος!!! Λες και είχε καμιά σημασία αυτό στην κατάθεσή του. Ο άνθρωπος θυμόταν περιστατικά και τα τοποθετούσε χρονικά με τη σχετική ακρίβεια που κάθε άνθρωπος μπορεί να τοποθετεί γεγονότα μετά από 15 χρόνια. Πάλι καλά που δεν τον ρώτησε πότε ακριβώς έγινε η μάχη των Γαυγαμήλων. Εχει πια ξεπεραστεί και κάθε όριο σοβαρότητας. Ο Κ. Σβόλης, πάντως, δεν άφησε το γεγονός ασχολίαστο. Δήλωσε ότι η εισαγγελέας προκαλεί και σχολίασε πως δεν είδε την ίδια ζέση στην εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας. Κι όταν ρωτήθηκε πώς το ξέρει, δεν είχε κανένα πρόβλημα να απαντήσει πως παρακολουθεί τη δίκη μέσα από το διαδίκτυο και ξέρει πολύ καλά τι έχει γίνει.
Εμβόλιμα στους μάρτυρες του Κωστάρη κατέθεσε ο μάρτυρας υπεράσπισης του Χρ. Ξηρού Δημήτρης Κουντούπης (έπρεπε να φύγει για την Ικαρία). Φίλος κολλητός του Χριστόδουλου, έμεινε σε μια σειρά γεγονότα. Καλοκαίρι 1983 με καλοκαίρι 1984 ο Χριστόδουλος δούλευε μαζί του στην Ικαρία (οικοδομές και άλλες δουλειές). Τα μόνα ταξίδια του ήταν μέσα στο νησί για να δει την κοπελιά του. Χωρίς να θυμάται τη χρονιά, θυμάται το Χριστόδουλο στο πανηγύρι της Παναγίας τη χρονιά που ήταν στην Ικαρία φαντάρος ο αδερφός του Δημήτρης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαν συλληφθεί και οι δύο στις Τζιτσιφιές και δακτυλοσκοπήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Και βέβαια, ποτέ ο Χριστόδουλος δεν ήταν αδύνατος. Οταν στην Ικαρία έβλεπαν τους τοίχους γεμάτους συνθήματα έλεγαν «ήρθε ο χοντρός».