Λόγος υπερασπιστικός για τον Σωτήρη Κονδύλη από μάρτυρες – απλούς ανθρώπους, που με αξιοπρέπεια κατέθεσαν τη γνώση και τις απόψεις τους, χωρίς φορτίσεις και χωρίς απαξιώσεις.
Λόγος υπερασπιστικός καταρχάς από τους πολύ δικούς του ανθρώπους, τους συγγενείς του (αδερφή, ξάδερφος, γαμπρός, συγχωριανοί, σύζυγος), που μίλησαν για έναν έντιμο, ειλικρινή και ανιδιοτελή άνθρωπο. Για το φτωχόπαιδο από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας, που από μικρό παιδί αναγκάστηκε να μπει στη βιοπάλη και να είναι ταυτόχρονα αδερφός και πατέρας για τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια του, λόγω σοβαρής ασθένειας του πατέρα τους. Για τον εργάτη που μεγάλωνε ταυτόχρονα δυο οικογένειες, τη δική του και την πατρική. Για την πρωτοπόρα πολιτική και συνδικαλιστική δράση του, που αρνήθηκε πεισματικά να χρησιμοποιήσει για οποιοδήποτε ίδιον όφελος. Το ΚΚΕ του πρότεινε να τον στείλει στη Σοβιετική Ενωση να σπουδάσει, αλλά δεν δέχτηκε, γιατί ήθελε να σπουδάσει μόνος του και όχι ως εκλεκτός του κόμματος (την ευκαιρία δυστυχώς βρήκε στη φυλακή, όπου σπουδάζει). Η Amstel, στην οποία δούλευε, του πρότεινε να φύγει από εργάτης στο εμφιαλωτήριο και να γίνει υπάλληλος στα γραφεία, αλλά αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε εξαρτήσεις από την εργοδοσία. Σ’ όλη του τη ζωή πορεύτηκε με το κεφάλι ψηλά, γι’ αυτό και μετά τη σύλληψή του ο κάθε κοινωνικός περίγυρος του συμπαραστάθηκε: Οι χωριανοί του (υπέγραψαν σχεδόν όλοι κείμενο συμπαράστασης), οι συνάδελφοί του στη δουλειά, οι γείτονές του στο Βύρωνα. Αυτοί ύψωσαν ασπίδα προστασίας γύρω από την οικογένειά του, που στήθηκε στο απόσπασμα από τους τρομολάγνους της δημοσιογραφίας. Και ο ίδιος, μέσα από τη φυλακή, ακόμα και στις δυσκολίες της πλήρους απομόνωσης του πρώτου καιρού, είχε τη δύναμη να συμπαραστέκεται στην οικογένειά του, είχε τη δύναμη ακόμη και να βοηθά τις κόρες του στα μαθήματά τους. «Οι συντοπίτες μας του συμπαραστάθηκαν, γιατί ήταν το δικό τους παιδί, ο δικός τους άνθρωπος, ο φίλος μας ο Σωτήρης, που πάντα ήταν δίπλα στους χωριανούς του» (Αθαν. Κονδύλη, μακρινή συγγενής). «Η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση ήταν έκδηλη από όλους, γιατί ο Σωτήρης ήταν πρώτος στους αγώνες για τα προβλήματα του χωριού. Ούτε ένας δε βρέθηκε που να τον χαρακτηρίσει εγκληματία» (Ι. Σταμούλης, συντοπίτης).
Λόγος υπερασπιστικός από τους συναδέλφους του, αρκετοί από τους οποίους ήταν μαζί του και στην οργάνωση του ΚΚΕ. «Στο χώρο μας ήταν αποδεκτός απ’ όλους. Η στάση του δεν επέτρεπε σε κανένα να του καταλογίσει κάτι. Ηταν πάντα μπροστά σε ό,τι διεκδικούσαμε. Οι περισσότεροι συνάδελφοι τον εκτιμούν ακόμα και του στέλνουν τους χαιρετισμούς τους» (Ι. Μπάτος). «Εκείνο που θέλω να πω είναι ΄να μπράβο για τις σπουδές του και ένα ευχαριστώ που με προστάτευσε και δε μου είπε για την Οργάνωση, επειδή κάναμε πολλές συζητήσεις και πολιτικές και επαναστατικές. Δεν επωφελήθηκε από τίποτα, πάντοτε αγωνιζόταν για το συμφέρον της εργατικής τάξης» (Γ. Μαυροειδής). «Οταν ήρθε ο Σωτήρης στη δουλειά, εγώ ήμουν μάνα του στα χρόνια. Αμέσως τον ξεχώρισα, γιατί ήταν ένα σεβαστό παιδί» (Σ. Βικτωράτου). «Η ένταξη στη 17Ν ήταν διέξοδος για το Σωτήρη μετά την κατάρρευση του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Εξάλλου, τα ένοπλα κινήματα δεν είχαν καταδικαστεί, υπήρχαν σε πολλά μέρη του κόσμου» (Γ. Νικολάου, μέλος της διοίκησης της Ομοσπονδίας Εργαζομένων Εμφιαλωμένων Ποτών). Ο τελευταίος μάρτυρας κατέθεσε, ακόμη, ότι υπήρξε μια περίοδος που ο Κονδύλης εγκατέλειψε τελείως το συνδικαλισμό και μετά από μερικά χρόνια επαναδραστηριοποιήθηκε ως συνδικαλιστής στο εργοστάσιο.
Αλλά και πολιτικός υπερασπιστικός λόγος, από ανθρώπους που πορεύτηκαν μαζί στους στίβους των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων και μπορούν να εξηγήσουν τη διαδρομή του, ακόμα και αν διαφωνούν με ορισμένες από τις επιλογές του. Η ένταξή του στη 17Ν δεν είναι παραλογισμός. Είναι ένα απόλυτα εξηγήσιμο πολιτικό φαινόμενο. Γιατί η 17Ν «είναι ένα πολιτικό κεφάλαιο στην Ιστορία της χώρας μας» και η συμμετοχή σ’ αυτή, ειδικά στις συνθήκες της πολιτικής κρίσης της περιόδου μετά το 1989, ήταν μια από τις επιλογές που είχαν άνθρωποι σαν τον Κονδύλη. «Τα κίνητρά του ήταν πολιτικά, απολύτως ανιδιοτελή και ο ίδιος ως αγωνιστής πάντοτε έπαιρνε ρίσκο στη ζωή του. Συνεπής με όλη την πολιτική διαδρομή του ήταν και η ανάληψη της ευθύνης μετά τη σύλληψή του». Και η ευθεία πολιτική «πρόκληση» προς το δικαστήριο: «Το πολιτικό κεφάλαιο 17Ν έχει κλείσει εδώ και χρόνια. Οι βαριές καταδίκες ισοδυναμούν με επίδειξη πολιτικού ρεβανσισμού και με επίδειξη υποταγής στους Αμερικανούς».
Η σκυτάλη στους μάρτυρες υπεράσπισης του Βασίλη Ξηρού. Ενταση με τον πρώτο κιόλας μάρτυρα, το φίλο του Ιωάννη Παππά. Ο μάρτυρας, εμφανώς τρακαρισμένος, ανακαλεί στη μνήμη του και καταθέτει το χρονικό της γνωριμίας του με τον Βασίλη. Είναι φανερό ότι δεν έχει υποστεί καμιά προετοιμασία από τους συνηγόρους, οι οποίοι μάλιστα δεν του κάνουν ερωτήσεις, αλλά τον αφήνουν να περιγράψει τα γεγονότα όπως είναι χαραγμένα στη δική του μνήμη. Το 1998-99 –λέει- κατέβηκε στην Αθήνα. Στην εισαγγελέα δεν αρέσει η χρονολογία και παρεμβαίνει για να του πει ότι ο Βασίλης λέει ότι κατέβηκε το 1997. Ταυτόχρονα τον ειρωνεύεται («εσείς που κρατούσατε ημερολόγιο!»). Ο μάρτυρας επιμένει. Αναγκάζεται να παρέμβει ο Βασίλης, για να παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει καμιά αντίθεση ανάμεσα στο 1998 που λέει ο μάρτυρας και στα τέλη 1997 που έχει πει ο ίδιος. Διευκρινίζει ότι κατέβηκε μες στις γιορτές. Ομως, η εισαγγελέας επιμένει, προσπαθώντας να βγάλει το μάρτυρα αναξιόπιστο.
Σε ήρεμο τόνο παρεμβαίνει ο Δ. Κουφοντίνας και λέει στον πρόεδρο: «Γιατί αφήνετε την εισαγγελία να ρωτάει πράγματα που δεν έχουν διαβαστεί στη δίκη, που έχουν προσβληθεί ως παράνομα;». Η εισαγγελέας αρπάζεται και προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις: «Δε φιμώνομαι, κύριε Κουφοντίνα, μη προσπαθείτε να με φιμώσετε»!! Ο Κουφοντίνας μετά βίας συγκρατεί την οργή του: «Τι λέτε τώρα; Εσείς που σέβεστε τη δικονομία! Στα παλιά σας τα παπούτσια τη γράφετε τη δικονομία». Στριμωγμένη η εισαγγελέας το γυρίζει στο… καλαματιανό: «Κατηγορούμενος είσαστε, μπορείτε να υβρίζετε, δεν θα σας απαντήσω»!!! Ο Κουφοντίνας δεν τσιμπάει και επαναφέρει τη συζήτηση στην ουσία: «Δεν με ακούσατε να υβρίζω. Πραγματικά γεγονότα αναφέρω και σας λέω ότι τη δικονομία την έχετε γραμμένη στα παλιά σας τα παπούτσια. Κάνετε ερωτήσεις επικαλούμενη προανακριτικές που έχουν προσβληθεί». Η εισαγγελέας σιωπά και την υπεράσπισή της αναλαμβάνει ο πρόεδρος, διστακτικά, αμήχανα και εντελώς ανεπιτυχώς. Αν δε γίνουν ερωτήσεις –λέει- πώς θα διαπιστώσουμε αν όντως είναι παράνομα αυτά που έχουν προσβληθεί; Εδώ ο πρόεδρος συνελήφθη αντιφάσκων με τον εαυτό του. Διότι για το ίδιο ζήτημα, προ ημερών, ο Κουφοντίνας είχε παρέμβει σε ερώτηση του προέδρου και ο πρόεδρος σταμάτησε να κάνει ερωτήσεις με βάση προανακριτικές που έχουν προσβληθεί. Δυο μέτρα και δυο σταθμά; Επίδειξη συναδελφικής αλληλεγγύης; Και τα δύο. Και πάνω απ’ όλα αλληλεγγύη στην κοινή σκοπιμότητα. Οσο για αμεροληψία… άσ’ τα να πάνε. Η εισαγγελέας, αφού έψαξε τα χαρτιά της, νόμισε ότι βρήκε διέξοδο και είπε πως η ερώτησή της στηρίζεται στην ανακριτική απολογία του Βασίλη. Η συνήγορος Ρ. Καραμπλιάνη υπενθύμισε ότι και η ανακριτική και η προανακριτική απολογία έχουν προσβληθεί και δικονομικά έχει δίκιο ο Κουφοντίνας. Απάντηση από έδρας δεν υπήρξε, αλλά εμείς δεν τρέφουμε καμιά αμφιβολία ότι αυτή η τακτική θα σταματήσει.
Πάντως, στον επόμενο μάρτυρα, τον Στ. Συμεωνίδη, δεν επαναλήφθηκε. Ο μάρτυρας, στενός φίλος του Β. Ξηρού και του Δ. Γεωργιάδη κατέθεσε ότι ο Βασίλης κατέβηκε στην Αθήνα το χειμώνα του 1998, τις γιορτές, ότι βρήκε δουλειά με τη βοήθεια της Αλίθια την άνοιξη και ότι έμεινε στην Αθήνα δυο χρόνια. Ο Διονύσης κατέβηκε την ίδια χρονιά, αλλά μετά το καλοκαίρι, μετά τις διακοπές (μάλιστα πρωτοήρθαν μαζί, μεγάλη παρέα, για τουρισμό). Ο Διονύσης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη μετά τον Βασίλη, γιατί «ψαχνόταν» και με τη μουσική και στην Αθήνα οι ευκαιρίες είναι περισσότερες. Η επίθεση σ’ αυτό τον μάρτυρα (από την εισαγγελέα πάντοτε) αφορούσε την αποδόμηση της προσωπικότητας του Β. Ξηρού, τον οποίο ο κ. Συμεωνίδης περιέγραψε ως έντιμο, ακέραιο, λαϊκό παιδί, συνεσταλμένο, πονετικό, λιγομίλητο, δουλευταρά, ακαλλιέργητο και πολιτικά αδιάφορο (το μόνο που εξέφραζε είναι η γενική λαϊκή δυσαρέσκεια για τη βάρβαρη καθημερινότητα και τη συμπεριφορά της εξουσίας).
Και οι επόμενοι δύο μάρτυρες, ένας κινηματογραφιστής και ένας φίλος των παιδιών από τη Θεσσαλονίκη, κατέθεσαν ότι ο Βασίλης κατέβηκε στην Αθήνα τέλος ’97 με αρχές ’98 και έμενε στο σπίτι του αδελφού του Σάββα και της Αλίθια. Μάλιστα, ο δεύτερος, ήταν κατηγορηματικός: το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί Γενάρη του ’98 απολύθηκα από το στρατό και ο Βασίλης μόλις είχε φύγει για την Αθήνα. Γιατί η εμμονή από την εισαγγελέα στη χρονολογία; Γιατί ο Βασίλης φέρεται να συμμετέχει σε ληστεία Γενάρη του ’97, εποχή που ήταν μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης. Τα ίδια και η επόμενη μάρτυρας, φίλη των παιδιών, που ήταν μαζί τους διακοπές στην Ικαρία τον Αύγουστο του 1998. Τα ίδια και ο Νίκος Ξηρός, αδερφός των κατηγορούμενων, που συνελήφθη κι αυτός μαζί με τον Βασίλη και περιέγραψε τη φρίκη που βίωσε.
Πέρα από τις χρονολογίες, οι μάρτυρες όλοι σκιαγράφησαν το πορτρέτο του Βασίλη Ξηρού. Ενα παιδί ευγενικό, χαμηλών τόνων, με αναπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, ταλαντούχο, αδιάφορο για την πολιτική και τα αθλητικά, με πάθος μόνο για τις μηχανές. Αυτοδίδακτος μηχανικός, πάλευε με πατέντες να επισκευάσει τα μηχανικά ερείπια της δεκαετίας του ’50, για τα οποία δεν κυκλοφορούσαν ούτε ανταλλακτικά.
Στο τέλος της διαδικασίας κατέθεσε η σύζυγος του Κ. Καρατσώλη, Κωνσταντίνα. Η οποία κόντεψε να καταρρεύσει καθώς προσπάθησε να περιγράψει τις συνθήκες σύλληψης του συζύγου της, μπροστά στα μάτια των δυο παιδιών της, καθώς πήγαιναν οικογενειακώς για μπάνιο. Μάρτυρας ξεκαθάρισε το επίμαχο σημείο: Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά του ’89 πήγαν στην Κέρκυρα; Και η κατάθεσή της ήταν σαφής: εγώ θυμόμουνα λάθος, έστυψα το μυαλό μου και τώρα λέω ότι καλά θυμόταν ο Κώστας. Πήγαμε μαζί στην Κέρκυρα, αφού τακτοποιήσαμε το σπίτι που μας παραχώρησε ο πεθερός μου για να μείνουμε στην Αθήνα.