Χωρίς τους Δ. Κουφοντίνα και Χρ. Ξηρό ξεκίνησε η διαδικασία. Η απουσία τους εντοπίστηκε αμέσως από την εισαγγελέα και την εξήγησε έδωσε ο Αρης Κωνσταντάκης. Οι Δ. Κουφοντίνας και Χρ. Ξηρός –είπε ο συνήγορος- με εξουσιοδότησαν να αναφέρω στο δικαστήριο, ότι δεν προσέρχονται στη συνεδρίαση διαμαρτυρόμενοι για την υποβολή τους σε έλεγχο και κατά την προσέλευσή τους στο δικαστήριο και όχι μόνο κατά την αποχώρησή τους. Θεωρούν ότι αυτός ο έλεγχος συνιστά ακραία προσβολή της προσωπικότητάς τους, ενώ ταυτόχρονα παρεμποδίζει και την υπεράσπισή τους, διότι ο έλεγχος αφορά μόνο τα διάφορα έγγραφα που φέρουν μαζί τους. Είναι προφανές ότι το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων παραδίδεται κάπου αλλού και όχι στους συνηγόρους ή το δικαστήριο. Ο έλεγχος κατά την έξοδο από τη φυλακή –τόνισε ο συνήγορος- δεν προβλέπεται από το Σωφρονιστικό Κώδικα και δεν έχει νόημα, άλλωστε, εκτός αν η φυλακή παραδέχεται ότι η κατάσταση στο εσωτερικό της είναι ανεξέλεγκτη. Προβλέπεται μόνο ο έλεγχος κατά την επιστροφή στη φυλακή, που στη συγκεκριμένη περίπτωση –πρέπει να σημειωθεί- υπονοεί ότι κάτι παράνομο τους έχουμε δώσει εμείς οι υπερασπιστές, γιατί μόνο μ’ εμάς έρχονται σε επαφή. Οι κύριοι Κουφοντίνας και Χρ. Ξηρός –κατέληξε- δεν θα παραστούν σήμερα στη διαδικασία και δεν δέχονται να εκπροσωπηθούν από κανένα συνήγορο.
Και ενώ ο πρόεδρος αμήχανος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση, πετάχτηκε ο πάντα πρόθυμος Τσελέντης για να πει ότι «ο έλεγχος αυτός είναι τυπικός και γίνεται απ’ την πρώτη μέρα της δίκης». Η εισαγγελέας άρπαξε στον αέρα την ευκαιρία και άρχισε να ρωτάει έναν-έναν τους κατηγορούμενους, σε μια προσπάθεια να τους φέρει σε αντίθεση με τη διαμαρτυρία των συγκατηγορουμένων τους. Ρώτησε πρώτα τον Κονδύλη (τυχαία άραγε;), ο οποίος επιβεβαίωσε τον Τσελέντη. Μάλιστα, επειδή δίσταζε και αρχικά μίλησε εκτός μικροφώνου, η εισαγγελέας τον πρόσταξε να μιλήσει στο μικρόφωνο. Ο Ηρ. Κωστάρης διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτή την προσπάθεια της εισαγγελέα και αρνήθηκε να απαντήσει. Ο Θ. Σερίφης δικαιολόγησε τους συγκατηγορουμένους του λέγοντας ότι στο πρώτο δικαστήριο δεν γινόταν κανένας έλεγχος κατά την άνοδο, αλλά μόνο κατά την κάθοδο. Αυτός ο έλεγχος ξεκίνησε λίγο μετά την έναρξη αυτής της δίκης και γίνεται όποτε γουστάρει η φυλακή. Σημείωσε επίσης ότι σε κάθε μεταγωγή εκτός φυλακής, όπως για παράδειγμα όταν πάνε σε νοσοκομείο, δε γίνεται κανένας έλεγχος κατά την έξοδο αλλά μόνο κατά την επιστροφή.
Ο υπαρχιφύλακας Παν. Πανόπουλος, που κλήθηκε να καταθέσει, είπε ότι ο έλεγχος γίνεται από την αρχή της δίκης με απόφαση της Διεύθυνσης της Φυλακής. Για την πρώτη δίκη είπε ότι «δε θυμάται», συμπληρώνοντας όμως ότι «μπορεί να ‘χουν δίκιο τα παιδιά, ότι δε γινόταν έλεγχος». Κατέθεσε ακόμη, ότι δε γίνεται έλεγχος στο περιεχόμενο των εγγράφων και ότι αυτό αποφασίστηκε «έξι μήνες αφότου ήρθαν εδώ τα παιδιά, μετά από παρέμβαση της κ. Κούρτοβικ». Τέλος, κατέθεσε ότι το θέμα τέθηκε από τους κατηγορούμενους για πρώτη φορά χτες, ότι το μεσημέρι κατέβηκε ο αρχιφύλακας και τους είπε ότι η απόφαση της Διεύθυνσης δεν αλλάζει και ότι σήμερα το πρωί υπέβαλαν αίτημα στον αρμόδιο για τις φυλακές εισαγγελέα.
Η εισαγγελέας, αφού αποφάνθηκε ότι «αυτά τα προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας» (χωρίς να αναφέρει, πάντως, σε ποιο άρθρο του και χωρίς να έχει καμιά σχετική διαβεβαίωση του υπαρχιφύλακα, που μίλησε για απόφαση της Διεύθυνσης, χωρίς αναφορά στον Κώδικα) και είναι θέματα της φυλακής και όχι του δικαστηρίου, αφού παρέβλεψε τελείως το πραγματικό γεγονός ότι επί εννέα μήνες στη διάρκεια της πρώτης δίκης δε γινόταν σωματικός έλεγχος κατά την άνοδο των κρατουμένων, όπως και το επίσης πραγματικό γεγονός ότι εν προκειμένω δεν υπάρχει κίνηση κρατούμενων εκτός φυλακής, αλλά κίνηση εντός φυλακής (η δικαστική αίθουσα είναι τμήμα της φυλακής και τα κελιά των κρατούμενων βρίσκονται ακριβώς από κάτω), αφού τέλος παρέβλεψε το πιο κραυγαλέο ζήτημα που συνδέεται με τη συγκεκριμένη υπόθεση, ότι δηλαδή οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι αντιμετωπίζονται ως «ειδικοί» και είναι κλεισμένοι σε μια φυλακή μέσα σε φυλακή, σε απόλυτη απομόνωση από κάθε άλλο κρατούμενο, έφτασε στο «διά ταύτα»: «Θεωρώ ότι η μη παρουσία των Δ. Κουφοντίνα και Χρ. Ξηρού και η άρνησή τους να εκπροσωπηθούν από συνήγορο σημαίνει ότι αποχωρούν από τη δίκη και προτείνω το δικαστήριο να τους διορίσει αυτεπαγγέλτως συνηγόρους». Ας σημειωθεί ότι δήλωση αποχώρησης από τη δίκη δεν έγινε από τους διαμαρτυρόμενους πολιτικούς κρατούμενους και ότι ο Α. Κωνσταντάκης, που μετέφερε τις απόψεις τους, υπήρξε απολύτως σαφής στις διατυπώσεις του.
Ο Α. Κωνσταντάκης δήλωσε ότι δεν νομιμοποιείται να απαντήσει στην πρόταση της εισαγγελέα, διότι δεν εκπροσωπεί ούτε τον Χρ. Ξηρό ούτε τον Δ. Κουφοντίνα, σύμφωνα με τη δήλωσή τους, και ο πρόεδρος ανακοίνωσε διάλειμμα 10-15 λεπτών.
Το διάλειμμα κράτησε 1 ώρα και 20 λεπτά (καμιά φορά είναι και οι μέρες… γκαστρωμένες) και όταν επέστρεψε το δικαστήριο στην έδρα ανακοίνωσε ότι, μετά τις δηλώσεις των Δ. Κουφοντίνα και Χρ. Ξηρού, διορίζει αυτεπαγγέλτως συνηγόρους στον μεν Δ. Κουφοντίνα τους Ι. Κούρτοβικ και Β. Καρύδη, στον δε Χρ. Ξηρό τους Α. Κωνσταντάκη και Γ. Γκουντούνα! Δηλαδή διόρισε τους συνηγόρους τους, που κλήθηκαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο την Πέμπτη στις 9 το πρωί. Ηταν μια απόφαση που από τη μια ερμήνευσε αυθαίρετα τη δήλωση των κατηγορούμενων ως αποχώρηση από τη διαδικασία, χωρίς να έχει κανένα τέτοιο δεδομένο, και από την άλλη «άδειασε» εν μέρει την εισαγγελέα, που είχε προτείνει να διοριστούν συνήγοροι από τον κατάλογο του ΔΣΑ.
Ας πάμε, όμως, και στην ουσία της υπόθεσης. Στη διάρκεια του μεγάλου διαλείμματος, ο Δ. Κουφοντίνας επικοινώνησε με το Κέντρο Τύπου και με μια δήλωσή του έδωσε αυτή την ουσία:
«Η άρνηση να ανέβουμε σήμερα στο δικαστήριο αποτελεί διαμαρτυρία για το προσβλητικό, εξευτελιστικό και παράλογο μέτρο της έρευνας, τόσο της σωματικής όσο και των σημειώσεων και εγγράφων μας, στην οποία υποβαλλόμαστε πριν μπούμε στην αίθουσα. Αυτό το μέτρο αποτελεί ένα μέρος μόνο ενός ευρύτερου πλέγματος μέτρων περιορισμού, που οικοδομείται προοδευτικά το τελευταίο διάστημα και κουτσουρεύει τα ελάχιστα δικαιώματα που μας έχουν απομείνει, εντείνει την απομόνωσή μας και περιορίζει την επικοινωνία με τους συνηγόρους μας. Αποσκοπεί επιπλέον να βάλει φραγμούς στη συμμετοχή μας στη δίκη».
Η ουσία, λοιπόν, είναι η ένταση της απομόνωσης, που υλοποιείται το τελευταίο διάστημα με ένα πλέγμα μέτρων (ως γνωστόω, τα «μικρά» συσσωρευόμενα δημιουργούν το «μεγάλο»). Το μπαλάκι βρίσκεται και πάλι στο τερέν του υπουργού Δικαιοσύνης. Αυτός είναι υπεύθυνος για την πολιτική της Διεύθυνσης της φυλακής και αυτός καλείται να απαντήσει στο ερώτημα: Θέλι δίκη με παρόντες τους κατηγορούμενους και τους συνηγόρους της επιλογής τους ή θέλει δίκη τυπικής διεκπεραίωσης με συνηγόρους-ανδρείκελα που απλώς θα παρίστανται στη δίκη; Οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν έχουν άλλη επιλογή εκτός από το να αντιπαλέψουν πολιτικά αυτή την κατάσταση.