Με την έναρξη της διαδικασίας, ο πρόεδρος ανακοίνωσε την απόρριψη όλων των ενστάσεων των κατηγορούμενων για το παραδεκτό της έφεσης των εισαγγελέων. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές. Πρώτο δείγμα γραφής από το δικαστήριο. Γιατί ειδικά η περίπτωση της έφεσης κατά του Γιάννη Σερίφη βγάζει μάτια. «Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι θα αποφασίζατε έτσι», σχολίασε αργότερα στη διαδικασία ο Γ. Σερίφης, «ειδικά μετά τα όσα είπε η εισαγγελέας, που επιδεικνύει εισαγγελειοκρατία. Οσον αφορά εμένα, θα με δικάσετε για όσα κάνω εγώ και όχι για όσα εσείς θέλετε και απαιτώ να μου παρουσιάσετε τα πραγματικά στοιχεία και όχι τα κατασκευασμένα, που αποδεικνύουν την εμπάθειά τους, τη συναίνεση, τη συναλλαγή με φτηνά ανταλλάγματα, αποδεικνύουν σκοπιμότητες και διατεταγμένη υπηρεσία. Να τελειώσει το παραμύθι και να πείτε καθαρά ότι με διώκετε, με συκοφαντείτε με δικάζετε για τη συμμετοχή μου στους κοινωνικούς αγώνες, που θα εξακολουθήσει».
Αμέσως μετά, είχαμε το πρώτο δείγμα γραφής από μεριάς Αντιτρομοκρατικής. Η εισαγγελέας Ε. Γκουτζαμάνη ανακοίνωσε ότι έχει στα χέρια της έκθεση της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ασφάλειας, που αφορά πραγματογνωμοσύνη σε κλειδιά που βρέθηκαν στη γιάφκα της οδού Πάτμου. Επειδή προτίθεται, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, να την καταθέσει για να αναγνωστεί ως έγγραφο, την καταθέτει από τώρα, για να λάβουν γνώση οι διάδικοι.
Η ίδια ιστορία, λοιπόν. Μια ανάκριση που συνεχίζεται στο διηνεκές και κόβει και ράβει ανάλογα με τις ανάγκες της δίκης και τις επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Οπως έγινε και με τα υποτιθέμενα κλειδιά του Γιωτόπουλου, που η πραγματογνωμοσύνη ήρθε μεσούσης της πρώτης δίκης, όταν είχε φανεί η ένδεια στοιχείων σε βάρος του Γιωτόπουλου, για να στηρίξουν μια παραπαίουσα κατηγορία.
Η υπεράσπιση αντέδρασε σ’ αυτή την κίνηση. Υπάρχει κάποιο στάδιο που τελειώνει η αρμοδιότητα της Αστυνομίας, είπε η Γ. Κούρτοβικ. Τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα και επιφυλασσόμαστε να προσβάλλουμε αυτό το έγγραφο. Η εισαγγελέας προσπάθησε να πάει τη συζήτηση αλλού, λέγοντας ότι έχει δικαίωμα να φέρει έγγραφα, όπως και κάθε πλευρά. Αυτό δεν είναι έγγραφο, είναι πραγματογνωμοσύνη που μετά το τέλος της ανάκρισης μόνο το δικαστήριο έχει δικαίωμα να διατάξει, απάντησε ο Γ. Ραχιώτης, υποβάλλοντας αίτημα να μη γίνει δεκτό κανένα έγγραφο που αφορά ανακριτική πράξη, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του. Το δε συγκεκριμένο έγγραφο πραγματογνωμοσύνης να απομακρυνθεί τώρα. Διότι δεν μπορεί η κατηγορία να γίνεται κινούμενη άμμος και να ακολουθεί την εξέλιξη της δίκης. Τα πειστήρια ανήκουν στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ενώ η Αστυνομία μόνο τα φυλάσσει. Εν μπορεί ο φύλακας αυτογνωμόνως να κάνει ανακριτικές πράξεις που δεν έχει διατάξει το δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), με την έναρξη της δίκης ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει ποια είναι η κατηγορία και ποια στοιχεία τη στηρίζουν. Οταν δεν γίνεται αυτό, όταν γίνονται ανακριτικές πράξεις στη διάρκεια της διαδικασίας, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δίκαιη δίκη. Με το αίτημα συντάχθηκαν η Γ. Κούρτοβικ και ο Γ. Γκουντούνας, που σημείωσε ότι με αυτή την πρακτική επιστρέφουμε στις μεσαιωνικές αρχές του ενιαίου ανακριτικού συστήματος.
Η εισαγγελική αρχή προσπάθησε να ντριπλάρει, κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν πρότεινα ανάγνωση, είπε η Ε. Γκουτζαμάνη. Αν και όταν προτείνω, να το συζητήσουμε. Ηταν πάρα πολλά τα πειστήρια και είναι λίγοι οι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών και δεν πρόλαβαν να τα εξετάσουν όλα πριν την έναρξη της δίκης! Ο αναπληρωτής εισαγγελέας Γ. Βλάσσης είπε ότι η ανάκριση μπορεί να συνεχίζεται για αναζήτηση και άλλων ενόχων! Αυτό είναι υπέρ μας, απάντησε ο Ι. Μυλωνάς. Το τι γίνεται για τρίτα πρόσωπα δεν μας αφορά. Εδώ έχουμε συγκεκριμένους κατηγορούμενους και συγκεκριμένες κατηγορίες. Γι’ αυτούς η ανάκριση έχει περαιωθεί και δεν μπορεί να συνεχίζεται. Δικαιοδοσία έχει μόνο το δικαστήριο.
Ο πρόεδρος, όταν είδε ότι η προσπάθειά του να μεταθέσει το ζήτημα σε άλλο χρόνο δεν έπειθε την υπεράσπιση, η οποία ήταν ανένδοτη και ζητούσε την πιστή τήρηση των δικονομικών κανόνων και τον μη αιφνιδιασμό των κατηγορουμένων, ανακοίνωσε ότι το δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφασίσει επί του αιτήματος της υπεράσπισης.
Η έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης έχει ημερομηνία 21.10.2005. Δηλαδή, οι κλειδαράδες της Ασφάλειας χρειάστηκαν τρία χρόνια για να ελέγξουν μερικές αρμαθές κλειδιών και όλως τυχαίως (!) τέλειωσαν λίγο πριν την έναρξη της δίκης στο δεύτερο βαθμό. Η έκθεση είναι ογκωδέστατη (396 σελίδες), από τις οποίες στα χέρια των δημοσιογράφων έφτασαν μόλις 4 (μαζί με κάποια διαβιβαστικά). Σ’ αυτές τις 4 σελίδες γίνονται ταυτίσεις κλειδιών μεταξύ τους, χωρίς για κανένα να αναφέρεται ότι ανοίγει μια συγκεκριμένη κλειδαριά. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για κλειδιά που ανοίγουν κάποιον χώρο που έχει εντοπιστεί. Αναφέρεται, όμως, ότι ένα κλειδί που βρέθηκε στην Πάτμου παρουσιάζει «μεγάλη ομοιότητα τεχνικών χαρατηριστικών (χαρακτηριστικών τύπου – κοπής)» με ένα κλειδί που βρέθηκε στο σπίτι του Θ. Ψαραδέλλη, «οι μεταξύ τους μετρήσεις όμως, παρουσιάζουν απόκλιση σε βαθμό ικανό για να εκτιμηθεί ότι με την χρήση των ανωτέρω πειστηρίων κλειδιών, ενδεχομένως να παρουσιάζεται δυσκολία κατά την ενεργοποίηση – λειτουργία (κλείδωμα – ξεκλείδωμα) της ίδιας κλειδαριάς». Ολοι γνωρίζουμε, βέβαια, ότι ο Ψαραδέλλης έχει αθωωθεί ομόφωνα στην πρώτη δίκη και δεν είναι κατηγορούμενος στο εφετείο. Αφού τα κλειδιά απλώς μοιάζουν αλλά δεν ταυτίζονται, γιατί ξαναρίχνουν στην τρομο-πιάτσα το όνομά του;
Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι δύο κλειδιά που βρέθηκαν στην Πάτμου και ένα κλειδί που βρέθηκε στο σπίτι του Τσελέντη «παρουσιάζουν οιμοιότητα τεχνικών χαρακτηριστικών (χαρακτηριστικών τύπου – κοπής), που σημαίνει ότι τα τρία κλειδιά παρέχουν στους κατόχους τους τη δυνατότητα ενεργοποίσης – λειτουργίας (κλειδώματος – ξεκλειδώματος) της ίδιας κλειδαριάς». Αλήθεια, ο Τσελέντης που είχε αποχωρήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 από τη 17Ν, γιατί να κρατά στο σπίτι του ένα κλειδί που σχετίζεται με τη δράση της οργάνωσης; Περιμένουμε να δούμε τι θα απαντήσει ο ίδιος. Αν απαντήσει ότι όντως κρατούσε κλειδί που σχετίζεται με την οργάνωση, δεν θα έχουμε καμιά αμφιβολία για το στήσιμο της υπόθεσης. Ειδικά αν στις υπόλοιπες σελίδες της έκθεσης υπάρχει εμπλοκή κατηγορούμενων για τους οποίους δεν βρέθηκε τίποτ’ άλλο στις γιάφκες.
Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι γίνονται πραγματογνωμοσύνες την παραμονή της έναρξης της δίκης και η Αντιτρομοκρατική διεκδικεί το δικαίωμά της να κουβαλάει «πειστήρια» και να κάνει ανακριτικές πράξεις, ενώ έχει αρχίσει το δικαστήριο, συνιστά μείζον ζήτημα, από το οποίο θα κριθεί η αξιοπιστία του δικαστήριου.
Στη συνέχεια της διαδικασίας, ο Βασίλης Καρύδης (υπεράσπιση Κουφοντίνα) υπέβαλε αίτημα τηλεοπτικής μετάδοσης της δίκης. Με το αίτημα συντάχθηκαν και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, πλην Τσελέντη, που διά του συνηγόρου του δήλωσε ότι δεν θέλει τηλεοπτική μετάδοση. Το ίδιο δήλωσε και η εισαγγελέας της έδρας και ο συνήγορος πολιτικής αγωγής που εκπροσωπεί την οικογένεια Αθανασιάδη.
Ο Β. Καρύδης ανέπτυξε με μια συγκροτημένη επιχειρηματολογία τους λόγους που επιβάλλουν την τηλεοπτική μετάδοση της δίκης. Επιχειρηματολογία νομική, με αναφορές στην παραβίαση συνταγματικών διατάξεων από τον συγκεκριμένο νόμο, αλλά και επιχειρηματολογία πολιτική, με αναφορές στα όσα προηγήθηκαν στη φάση της σύλληψης των κατηγορούμενων, με τη συνεργασία κράτους και διωκτικών αρχών. Αντίθετα, ο συνήγορος του Τσελέντη, Β. Κουνέλης, επιδόθηκε σε μια φτηνιάρικη σπέκουλα, προσπαθώντας να συσχετίσει την άρνηση του πελάτη του για τηλεοπτική μετάδοση, με τις κάμερες-χαφιέδες. Μιλάμε για σπέκουλα, γιατί όλοι γνωρίζουμε πως ο Τσελέντης δεν θέλει τηλεοπτική μετάδοση, γιατί δεν θέλει να τον δει το πανελλήνιο στο ρόλο εκείνου που χαφιεδίζει τους συγκατηγορούμενούς του.
Αγόρευσαν ακόμη ο Κ. Χρυσικόπουλος και Γ. Ραχιώτης (υπεράσπιση Γιωτόπουλου), Κ. Σταμούλη και Τ. Χριστοδουλοπούλου (υπεράσπιση Κωστάρη), Κ. Παπαδόπουλος (υπεράσπιση Β. Ξηρού), Ι. Μυλωνάς (υπεράσπιση Τζωρτζάτου), Γ. Ιωαννίδης και Ζ. Κωνσταντοπούλου (υπεράσπιση Γ. Σερίφη), Μαρίνα Δαλιάνη (υπεράσπιση Κονδύλη), Γ. Σταμούλης (υπεράσπιση Καρατσώλη και Κωστάρη) και Γ. Γκουντούνας (υπεράσπιση Χρ. Ξηρού). Δυστυχώς, δεν μπορούμε να μεταφέρουμε εδώ την επιχειρηματολογία όλων των συνηγόρων υπεράσπισης (ελπίζουμε να βρεθεί τρόπος για ευρύτερη πρόσβαση στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά). Στεκόμαστε, λοιπόν, στην πολιτική ουσία αυτής της υπόθεσης.
Ο νόμος που δίνει τη δυνατότητα απαγόρευσης της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης (ν. 3090/2002), αν το ζητήσει ένας από τους διάδικους (κατηγορούμενος, εισαγγελέας, υπεράσπιση, πολιτική αγωγή), ψηφίστηκε λίγο πριν αρχίσει η πρώτη δίκη για την υπόθεση 17Ν (μετά τις συλλήψεις και μετά το πέρας της ανάκρισης). Ηταν ένας ad hoc (επί τούτου) νόμος, που ήρθε να ρυθμίσει δυο ζητήματα: τον τρόπο ορισμού των δικαστών (με προεπιλογή) και την απαγόρευση της τηλεοπτικής μετάδοσης. Γιατί αυτό; Για το λόγο που με κυνισμό επικαλέστηκε ο Μητσοτάκης την περασμένη εβδομάδα: «Είναι ντροπή να δίνουμε τηλεοπτικό βήμα στους τρομοκράτες». Τους συνέλαβαν, τους διαπόμπευσαν τηλεοπτικά, έφτιαξαν την εικόνα που αυτοί ήθελαν, ερήμην των πολιτικών κρατούμενων, έστησαν μια δίκη με προκλητικές μεθοδεύσεις και όταν ήρθε η ώρα να ακουστούν αυτοί οι ίδιοι, να ακουστεί η φωνή τους, τα επιχειρήματά τους, η υπερασπιστική τους γραμμή, ο πολιτικός τους λόγος, κατέβασαν τους διακόπτες και επέβαλαν ραδιοτηλεοπτικό μπλακ άουτ, σε μια δίκη που ακόμα και η πρόσβαση του κοινού εμποδίζεται (γίνεται στον Κορυδαλλό και όχι στο Εφετείο στο κέντρο της Αθήνας, ενώ όποιος έρχεται να την παρακολουθήσει καταγράφεται και φακελώνεται). Αυτή είναι η ουσία. Πρόκειται για κατεξοχήν πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα. Ζήτημα που μόνο ένα θαρραλέο δικαστήριο θα μπορούσε να λύσει, αποφασίζοντας ότι ο συγκεκριμένος νόμος παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα (άρθρο 93) και την ΕΣΔΑ (άρθρο 6, παρ. 1) και επιτρέποντας την ελεύθερη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση της δίκης.
Ενα σύντομο αλλά εύστοχο σχόλιο έκανε ο Χρ. Ξηρός. Στην πρώτη δίκη –είπε- όταν τέθηκε το θέμα, δεν μπορούσα να καταλάβω πώς η δημοσιότητα θα μας προστάτευε. Το κατάλαβα στη συνέχεια, όταν είδα την παρέλαση των ψευδομαρτύρων, τον πρύτανη των ψευδομαρτύρων Μπακατσέλο, την ανεκδιήγητη γιαγιά Ευγενούλα και τους άλλους που μας αναγνώριζαν από το καρύδι στο λαιμό ή άλλες απίθανες σωματικές λεπτομέρειες. Αρπαξα 10 ισόβια, χωρίς ένα αποτύπωμα, χωρίς ένα πειστήριο, χωρίς μια πραγματική μαρτυρία. Δεν μπορείτε να μας δικάσετε με τηλεόραση, γιατί ο ελληνικός λαός θα τα μάθει όλα. Γι’ αυτό θα μας δικάσετε χωρίς τηλεόραση.
Η εισαγγελέας της έδρας έκανε μια αγόρευση στην οποία προσπάθησε με νομικισμούς, χωρίς να αναφέρεται στην προφανή ουσία του ζητήματος, να απαντήσει στα επιχειρήματα των υπερασπιστών. Ηταν μια συντομότατη αγόρευση, χωρίς επιχειρηματολογία αλλά με παράθεση συμπερασμάτων με μορφή αφορισμών, η οποία έγινε επειδή η εισαγγελική έδρα προκλήθηκε από την υπεράσπιση. Στην ίδια ρότα ακολούθησε και ο αναπληρωτής εισαγγελέας, που ήταν ακόμα πιο σύντομος.
Η πολιτική αγωγή εμφανίστηκε σχεδόν σύμπασα κατά της τηλεοπτικής κάλυψης. Ακόμα και δικηγόροι που πρωτοδίκως είχαν ταχθεί υπέρ. Βλέπετε, τότε ορισμένοι απ’ αυτούς ήθελαν δημοσιότητα, ενώ τώρα «έσφιξαν τα γάλατα» και θέλουν το ραδιοτηλεοπτικό μπλακ άουτ. Διαφοροποιήθηκε μόνο η Μ. Κευγά, που χαρακτήρισε αντισυνταγματική τη σχετική διάταξη.
Από την υπεράσπιση απάντησαν οι Ρ. Καραμπλιάνη (υπεράσπιση Β. Ξηρού), Κ. Χρυσικόπουλος, Β. Καρύδης, Γ. Ιωαννίδης, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Γ. Σταμούλης, που κατέδειξαν κυρίως τον υποκριτικό χαρακτήρα των όσων λέγονται για την προστασία δήθεν της προσωπικότητας των διαδίκων, όταν πρόκειται για μια τόσο σοβαρή πολιτική δίκη.