Ο τέως επικεφαλής των εργαστηρίων της Ασφάλειας Ι. Γιαννακούρης κλήθηκε για μια ακόμη φορά να προσφέρει τα «φώτα» του σχετικά με τα αποτυπώματα των Κ. Αγαπίου και Ειρ. Αθανασάκη, που φέρονται να βρέθηκαν σε προκήρυξη της «Επαναστατικής Ομάδας Χρήστος Κασίμης» του ΕΛΑ. Από τα ίδια τα διαβιβαστικά της Ασφάλειας φαίνεται να μη γνωρίζουν πως αυτή η προκήρυξη βρέθηκε στην κατοχή τους! Δεν είναι δηλαδή κάποια προκήρυξη που στάλθηκε σε εφημερίδα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια από τις προκηρύξεις που κατά χιλιάδες μοίραζε ο ΕΛΑ, η οποία κάποια στιγμή κλάπηκε από το σπίτι του Αγαπίου, ο οποίος την είχε όπως και πολλοί ακόμη άνθρωποι. Και βέβαια, τα αποτυπώματα κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν τοποθετηθεί.
Το τελευταίο είναι η πιθανότερη εκδοχή, για να μην πούμε βεβαιότητα. Αυτό αποδεικνύεται από την ίδια την κατάθεση Γιαννακούρη, ο οποίος ξεκίνησε με το καθιερωμένο ψεύδος του, ελαφρώς βελτιωμένο. Παλιότερα είχε καταθέσει (δίκη 17Ν και πρώτη δίκη ΕΛΑ), ότι μέχρι το 2002 δεν μπορούσαν να ανιχνεύσουν αποτυπώματα σε χαρτιά. Το 2002 απέκτησαν τη δυνατότητα και έτσι βρήκαν, με μεγάλη καθυστέρηση, και τα αποτυπώματα που αποδίδονται στους Αγαπίου-Αθανασάκη. Αυτό, όμως, καταρρίφθηκε, διότι κατατέθηκαν πραγματογνωμοσύνες της υπηρεσίας του Γιαννακούρη, που από τη δεκαετία του ’80 δήλωναν ότι έβρισκαν αποτυπώματα σε χαρτί (υπόθεση Μπουκουβάλα). Η βελτιωμένη εκδοχή που επιστράτευσε τώρα ο Γιαννακούρης ήταν πως μέχρι το 1997 χρησιμοποιούσαν μια μέθοδο που είχε μικρές δυνατότητες, μετά άρχισαν να χρησιμοποιούν μια άλλη, πιο αποτελεσματική μέθοδο και από το 2002 έγιναν σαΐνια, τελειοποιώντας αυτή τη μέθοδο, και γι’ αυτό ζήτησαν να τους στείλουν και όλες τις παλιές προκηρύξεις και άρχισαν να τις ψάχνουν. Γι’ αυτό και τότε μπόρεσαν να βρουν και τα αποτυπώματα των Αγαπίου-Αθανασάκη σε μια προκήρυξη του 1977.
Οταν, λοιπόν, ο επικεφαλής του τμήματος αποτυπωμάτων της Ασφάλειας λέει τόσο χοντροκομμένα ψέματα και «βελτιώνει» την κατάθεσή του ανάλογα με το πόσο αυτή καταρρίπτεται, σημαίνει πως κάτι προσπαθεί να κρύψει. Οπότε, κάθε νοήμων άνθρωπος καταλαβαίνει πως όλες αυτές οι χρονικές «συμπτώσεις» κάθε άλλο παρά τέτοιες είναι. Απλά, επειδή το κατηγορητήριο ήταν εντελώς στον αέρα, έπρεπε να «βρεθούν» και κάποια αποτυπώματα για να το στηρίξουν.
Στο αν οι προκηρύξεις ήταν σε πρωτότυπο, ο Γιαννακούρης δεν υπήρξε κατηγορηματικός. «Φαίνονται να είναι σε πρωτότυπο», είπε, αλλά δεν ήταν σε θέση να πει αν ήταν από γραφομηχανή ή από πολύγραφο. Η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη έλεγε απλά ότι γράφτηκε με μηχανή Ολιβέτι, χωρίς να διευκρινίζει αν ήταν πρωτότυπο ή αντίγραφο που παράχθηκε με οποιαδήποτε μέθοδο.
Εννοείται πως ο Γιαννακούρης ήταν έτοιμος ν’ απαντήσει στην ερώτηση της προέδρου για τη δυνατότητα μεταφοράς αποτυπωμάτων. Αυτό γίνεται σε κάποιες χώρες, είπε, αλλά ένας ειδικός δεν μπορεί να παραπλανηθεί, θα καταλάβει ότι πρόκειται για μεταφορά. Βελτιωμένη εκδοχή κι αυτή, γιατί στις προηγούμενες δίκες έλεγε κατηγορηματικά, ότι δεν μπορεί να γίνει μεταφορά. Τον ξεμπρόστιασε, όμως, στη δεύτερη δίκη ο Χρ. Τσιγαρίδας, κάνοντας και σχετικό πείραμα μπροστά στο δικαστήριο, η πλειοψηφία του οποίου δέχτηκε την άποψή του και κάνει σχετική μνεία στην αθωωτική απόφασή του. Γι’ αυτό τώρα επανήλθε, δηλώνοντας ότι αυτός σαν ειδικός θα καταλάβει αν έγινε μεταφορά. Οταν ρωτήθηκε, όμως, να πει πώς θα το καταλάβει, έλεγε διάφορες αοριστίες, επικαλούμενος μόνο την… εμπειρία του. Εμφανίστηκε, δηλαδή, σαν ένα είδος… μικρού Θεού.
Απαντώντας στην ερώτηση της προέδρου αν έχει πιάσει αυτές τις προκηρύξεις, η Ειρ. Αθανασάκη απάντησε –όπως και τις προηγούμενες φορές- ότι το 1977 δεν γνωριζόταν καν με τον Κ. Αγαπίου. Δε μπορώ να πάρω όρκο ότι δεν τα έχω πιάσει, συμπλήρωσε, γιατί απλούστατα έχω πιάσει και έχω διαβάσει χιλιάδες έντυπα. Ομως, το 1977 αποκλείεται να έχω πιάσει αυτές τις προκηρύξεις.
Ο εισαγγελέας άρχισε τις αποπροσανατολιστικές ερωτήσεις, προσπαθώντας να πει ότι αυτή η προκήρυξη είναι το πρωτότυπο κι όχι μια προκήρυξη που μοιραζόταν στο δρόμο. Ο Χρ. Τσιγαρίδας δεν τον άφησε να συνεχίσει. Παρενέβη και περιέγραψε τον τρόπο. Δακτυλογραφούνταν μια μεμβράνη στη γραφομηχανή, τυπώνονταν 1.000 αντίτυπα στον πολύγραφο, μοιράζονταν τα 999 και στελνόταν το ένα στην εφημερίδα. Παρά ταύτα, βοηθούντος και του Γιαννακούρη, ο εισαγγελέας επέμεινε στην εκδοχή του, ότι στις εφημερίδες στέλνονταν μόνο πρωτότυπες προκηρύξεις. Μάταια προσπαθούσε ο Χρ. Τσιγαρίδας να εξηγήσει ότι πρωτότυπο δεν υπήρχε, γιατί οι μεμβράνες δακτυλογραφούνταν με την κορδέλα της γραφομηχανής βγαλμένη, ώστε η γραφομηχανή να μπορεί να κάνει τρύπες στη μεμβράνη. Πάντως, όταν ο εισαγγελέας επανήλθε, ο Γιαννακούρης κράτησε αποστάσεις, δηλώνοντας ότι δεν είναι της ειδικότητάς του να απαντήσει αν το χαρτί είναι κατευθείαν από τη γραφομηχανή ή ένα αντίγραφο που βγήκε από πολύγραφο. Παρά την επιμονή του εισαγγελέα, που ήθελε σώνει και καλά να βγάλει πως στις εφημερίδες πήγαιναν μόνο προκηρύξεις από τη γραφομηχανή, ο Γιαννακούρης αρνήθηκε να απαντήσει. Εμεινε στη θέση ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τίποτ’ άλλο εκτός από την έρευνα αποτυπωμάτων, αδιάφορο σε τι είδους χαρτί βρίσκονται.
Οι δικαστές έκαναν συγκεκριμένες ερωτήσεις, ζητώντας σαφείς απαντήσεις, όμως τέτοιες απαντήσεις δεν πήραν. Ο Γιαννακούρης επέμενε να μην απαντά στο ερώτημα αν η προκήρυξη είναι από γραφομηχανή ή από πολύγραφο ή μισή με καρμπόν και η άλλη μισή απευθείας από γραφηομηχανή, όπως παρατήρησε δικαστής. Από ερωτήσεις δικαστών αποδείχτηκε, επίσης, ότι η Αθανασάκη έβγαλε ταυτότητα το 1978. Δεδομένου ότι ο Γιαννακούρης είχε καταθέσει πως η σύγκριση του υποτιθέμενου λανθάνοντος αποτυπώματος έγινε με το αποτύπωμα από το δελτίο ταυτότητας της Αθανασάκη, ή δεν πρόκειται για την προκήρυξη που στάλθηκε το 1977 σε εφημερίδα (αλλά για άλλη προκήρυξη, αντίγραφο, που βρισκόταν σε κάποιο σπίτι) ή το αποτύπωμα μπήκε εκ των υστέρων. Δικαστής παρατήρησε, επίσης, ότι σύμφωνα με δήλωση του Κ. Αγαπίου, η γνωριμία του με την Αθανασάκη έγινε το 1986! Από ερωτήσεις δικαστή προέκυψε, επίσης, ότι δεν βρέθηκε αποτύπωμα του Χρήστου Κασίμη στις προκηρύξεις, όπως θα αναμενόταν, δεδομένου ότι ήταν ο ιδρυτής του ΕΛΑ. Ο ίδιος δικαστής ρώτησε, επίσης, γιατί δεν έψαξαν τις προκηρύξεις μετά το 1993, όταν ο Αγαπίου θεωρήθηκε ύποπτος και ενώ αυτοί χρησιμοποιούσαν ήδη τη μέθοδο που ανιχνεύει αποτυπώματα σε χαρτί. Ο Γιαννακούρης οχυρώθηκε πίσω από το ρόλο της υπηρεσίας του, που απλώς εκτελεί παραγγελίες και δεν ασκεί ανακριτικό έργο, όμως το ερώτημα αποκάλυψε την ουσία: το 1993 ψάχνουν ως ύποπτο τον Αγαπίου, αλλά δεν ψάχνουν τις προκηρύξεις για αποτυπώματά του. Το 1999 τον καλούν να καταθέσει και πάλι δεν ψάχνουν αποτυπώματά του στις προκηρύξεις. Το Δεκέμβρη του 2002… ξαφνικά ψάχνουν τις προκηρύξεις και… βρίσκουν αποτυπώματα και δυο μήνες μετά συλλαμβάνουν Αγαπίου και Αθανασάκη ως ενόχους!
Από τις ερωτήσεις του Δ. Τσοβόλα τεκμηριώθηκε πως η ίδια η Ασφάλεια δεν ήταν σε θέση να πει αν αυτή η προκήρυξη ήταν πρωτότυπη, δηλαδή προκήρυξη που στάλθηκε σε εφημερίδα το 1977. Ο ίδιος ο Σύρος με έγγραφό του ζητούσε να μάθει τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο κτήσης των συγκεκριμένων προκηρύξεων και τα εργαστήρια απάντησαν ότι δεν ξέρουν (η σχετική αλληλογραφία μεταξύ δυο υποστρατήγων της ΕΛΑΣ, των επικεφαλής της Αντιτρομοκρατικής και των εργαστηρίων, υπάρχει στη δικογραφία)! Κι όμως, προηγουμένως ο τακτικός εισαγγελέας έκανε ερωτήσεις θεωρώντας ως δεδομένο πως αυτές οι προκηρύξεις είναι που στάλθηκαν από τον ΕΛΑ για δημοσίευση σε εφημερίδα! Από νομική άποψη, αυτά τα χαρτιά δεν αποτελούν πειστήρια, αφού δεν γράφουν πού, πότε και πώς περιήλθαν στην κατοχή της Ασφάλειας.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας σημείωσε ότι και η μικρότερη πολιτική ομάδα που έδρασε στη δικτατορία είχε τη δυνατότητα με απλές μεθόδους να βγάζει μέχρι και 50 αντίγραφα οποιουδήποτε εγγράφου. Μετά τη δικτατορία δεν ήταν δυνατόν ο ΕΛΑ να κάθεται και να γράφει στη γραφομηχανή προκηρύξεις κατά πεντάδες, όταν μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολύγραφο. Περιέγραψε δε αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο τυπώνονταν πολλά αντίγραφα με πολύγραφο και εξήγησε γιατί η συγκεκριμένη προκήρυξη έχει τη μορφή που έχει, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι αυτή η προκήρυξη έχει βγει από πολύγραφο. Θύμισε επίσης, ότι οι προκηρύξεις του ΕΛΑ κυκλοφορούσαν πλατιά. Για παράδειγμα, στη Νομική άφηναν ένα πακέτο και πήγαιναν οι φοιτητές και έπαιρναν. Καταλήγοντας, ρώτησε τον Γιαννακούρη, αν θεωρεί απίθανο, όπως μπήκαν στο δικό του το σπίτι και τα σπίτια των παιδιών του, να είχαν διαρρήξει και το σπίτι του Αγαπίου, μετά το 1986 που είχε δεσμό με την Αθανασάκη, και να πήραν αυτές τις προκηρύξεις, δεδομένου ότι στον ΕΛΑ δεν υπήρχαν χαζοί που να πιάνουν τις προκηρύξεις με τα χέρια; Ο Γιαννακούρης απάντησε ότι δεν έχει τέτοια δείγματα και γι’ αυτό δεν μπορεί να απαντήσει.
Για να μιλήσουμε επί της ουσίας, αν αυτές οι προκηρύξεις ήταν πρωτότυπες προκηρύξεις του ΕΛΑ, αποκλείεται να είχαν πάνω τους οποιοδήποτε αποτύπωμα. Αν μη τι άλλο, ο ΕΛΑ γνώριζε ότι οι προκηρύξεις από τις εφημερίδες πήγαιναν κατευθείαν στην Ασφάλεια, επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει οπουδήποτε προς τα έξω προκήρυξη που να την έχουν πιάσει άνθρωποι με γυμνά χέρια. Οταν οι ίδιοι οι ασφαλίτες δασκάλεψαν την Κυριακίδου να καταθέσει πως όποιος έμπαινε στην υποτιθέμενη γιάφκα φορούσε κατευθείαν γάντια και ότι την έβαλαν να πλύνει βιβλία (!) για να εξαφανιστούν τα αποτυπώματα, πώς να πιστέψουμε ότι εκείνοι που υποτίθεται ότι ετοίμασαν μια προκήρυξη για να σταλεί σε εφημερίδα την έπιαναν με γυμνά χέρια; ‘Η τα αποτυπώματα μεταφέρθηκαν (που είναι και το πιθανότερο) ή πρόκειται για προκήρυξη που κυκλοφόρησε και κάποιος την είχε στο σπίτι του (όπως ένα σωρό κόσμος είχε έντυπα του ΕΛΑ) απ’ όπου την πήραν ασφαλίτες που έκαναν μπούκα (ο Χρ. Τσιγαρίδας έχει καταγγείλει ότι είχαν γίνει μπούκες στο σπίτι, στο γραφείο του και στα σπίτια των παιδιών του). Η άποψη του Γιαννακούρη, ότι μπορεί να έπιαναν τις προκηρύξεις με τα χέρια, γιατί γνώριζαν ότι η Ασφάλεια δεν βρίσκει αποτυπώματα σε χαρτί, δεν αντέχει σε κριτική. Μια οργάνωση που ακολουθεί με επιτυχία τους κανόνες συνωμοτικότητας (ο ΕΛΑ το απέδειξε αυτό, αφού έδρασε από το 1975 μέχρι το 1995 χωρίς ποτέ ν’ αφήσει το παραμικρό ίχνος), δεν τζογάρει μ’ αυτά τα θέματα. Απλά, παίρνει τα μέτρα της, που στο κάτω-κάτω δεν της κοστίζουν τίποτα.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη στις 9:30.