Αγαπητά μου παιδιά
Η τεφροδόχος που υποδέχεται τα θνησιγενή όνειρα των κατά Ελύτη «παλιοτόμαρων μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου» (θερίζει η ψηφοδοτική θνησιμότητα, με ποσοστά που αγγίζουν το 100% σύμφωνα με ψηφολόγους-ψυχολόγους), μίλησε. Ουγκ. Και μίλησε τη διχαλωτή γλώσσα του φιδιού. Ξανά ουγκ και τέλος τα ινδιάνικα. Καθόσον πρόκειται και πάλι να περάσουμε στο ρουστίκ σαλονάκι της λαϊκής παράδοσής μας, που παραδόθηκε αμαχητί και χωρίς επιδότηση για τράμπα μ’ ένα παγκοσμιοποιημένο σαλονάκι Λουί κατόρζ ή για ένα living room (ευφημισμός – λεκτικός καλλωπισμός του dying room για το οποίο πρόκειται), για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη (ποια Μενεγάκη ρε;).
Γινόμαστε σκληροί –αν και είμαστε ζελέ κατά βάθος– απέναντι στις επελαύνουσες ορδές των ψηφοδοτών, οι οποίες κάθε διακόσιες Κυριακές (που γίνονται εκατό αν έχεις μη φίλεργο πρωθυπουργό) βάζουν οπωσδήποτε τα καλά τους. Και μετά την εκκλησία –να και πάλι η παράδοση– τρέχουν να ρίξουν χαρτάκια σε σχισμές (βαρέθηκα την πολιτική σημειολογία, που είστε Sigmund Freud;). Και μετά θρονιάζονται στο dying room –είπαμε– για να δουν και ν’ αποτιμήσουν τι έκαναν. Οπως ακριβώς τα καλοκαίρια που τρέχουν εδώ κι εκεί βγάζοντας φρενιασμένα φωτογραφίες και μετά κάθονται με τις ώρες και ενημερώνονται, κοιτάζοντας πού πήγαν!…
Πράγματα εγνωσμένα που όμως λυσσαλέα απωθεί η μαζική συνείδηση. Οπως τον φόβο, όπως τον θάνατο, όπως τον φόβο του θανάτου, τον ισχυρότερο συνεκτικό κρίκο των κοινωνιών. Ωστόσο, από παλαιοτάτων χρόνων, χρόνων ένδοξων που τα πάντα ήταν ελληνικά (και τα κοάλα ελληνικά, επίσης) το ζήτημα φωτογραφίζουν πλείστα όσα δημώδη ή και δυσώδη άσματα. Καθίστε παρακαλώ:
Ποιος έχει πέτρινη καρδιά, θέλω να μη ραΐσει
να ειπώ τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Μήτε από χήρες τ’ άκουσα μήτε από δελφίνους
ο Κωνσταντής το έλεγε, το ‘σουρνε μοιρολόγι.
Τρώτε και πίνετ’ άρχοντες και ‘γω να σας διηγούμαι
για σόγια που δεν μπόραγαν να χάνουν στο χωριό μας.
Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά που ήτανε γαλάζια;
Ανεμος – στρατηγός φυσά; Φάσκελα ψιχαλίζει;
Ουδ’ άνεμος και φάσκελα, μηδέ βροχή τα φτύνει
μόνε ποντίκια σάλταραν κάτου στο μαύρο κύμα
κι απόμειναν λαντζέρηδες πίσω απ’ τα φουστάνια
να κάνουν αναστήλωση γιατί ο ντουνιάς χαλάει.
Λεβέντη πούθε έρχεσαι, λεβέντη πού πηγαίνεις;
Από τη μάντρα μ’ έρχομαι και σπίτι μου πηγαίνω
αναλαμβάνω ακέραια ευθύνη (τζάμπα είναι)
και ροβολάω σε γωνιά. Βρείτε τα μοναχοί σας.
Σέρνονται νιοι από μπροστά και γέροντες κατόπι
παρακαλούν οι γέροντες κι οι νέοι γονατίζουν
κλαίνε μπροστά στην Παναγιά και πίσω απ’ τη Μαντόνα
θρηνούν στο Ρέμο, στο Ρουβά, σ’ Επίδαυρο και Γκάζι.
Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκουν
ο ένας λέει το μακρύ, ο άλλος το κοντό του
και κάνουν χάζι αδελφές κι αναισθησιολόγοι
σε μαύρη πλάκα κάθονται και πλάκα σπάν’ οι άλλοι
οπού εμφανίστηκε Ζορό! Oh Lord! Θάμα και τούτο
καθώς με τα μαλλιά λυτά, σπαράζει η δόλια βάση.
Ηλιε μου και τρισήλιε μου, παγκοσμιοποιημένε
πάει ο χοντρός, πάει ο κουφός, πάει κι ο κιθαρίστας
κι απόμεινε η λυγερή ακριβοθυγατέρα
σαν Κίρκη με τη ράβδο της, σαν Καλυψώ στο κύμα
να σαλαγά αγριόχοιρους, να παίζει με δελφίνια.
Κρατάν κερί τα μου-μου-έ και φέγγουν νύχτα μέρα
πάνω απ’ τις σπαρακτικές κραυγές και τις ζυμώσεις
και στάζει η στάλα του κεριού, ξυπνάει τους πεθαμένους
να μη χαθούν, μη διαλυθούν, γιατί καιρός θα ορίσει
και ο που ξεκουμπίστηκε θε’ να ματαγυρίσει.
Οφίκια, ω φύκια