Αγαπητά μου παιδιά
Ο Αυνανίστωρ άφησε χάμαι την αιγίδα του μέσα σε καταιγίδα από πέτρες, νεράντζια, υγρόν πυρ και διάφορα άλλα χοιροαπωθητικά και ζύγισε με το μπουφέ (σσ. εκ του μπούφος, όπως το πλακέ εκ της πλάκας και το κουκουέ εκ του κούκου, που ένας και μόνος όχι μόνο δεν έφερε την άνοιξη, αλλά μας έριξε σε πολικό χειμώνα) βλέμμα της βραδύνοιας τον Πεοκρούστη, χήρο χοίρο με καθήκοντα δυσμοιρίτη. Χωρίς περίσκεψη και αιδώ (εδώ υπεισέρχεται η μεταγενέστερη Καβάφειος ποίηση), είπε με τον κατεστημένο στο σώμα θρασύ τρόπο: «Δηλαδή μου λέτε ότι από μάχιμος και χαλκέντερος ήρως των δρόμων, θα μετατραπώ σε μαχαλά καρακόλι;». Ως άλλος John Wayne ο Πεοκρούστης, τον κοίταξε με το ζηλόφθονο –αλλά μεταμφιεσμένο σε σκληρό– βλέμμα που φορούσε στις μαθητικές πορείες: «Νόμος και βουλή πείθεσθαι ενός» (νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός) του είπε, χρησιμοποιώντας λόγια του Ηράκλειτου και αναφερόμενος στο υπέρτατο ον, το χρυσό ον (Gold-on). Προσθέτοντας –όπως κάθε φορά που τον μνημόνευε– την εκ της Οδύσσειας Ομηρική τιμητική αναφορά προς τον τρισμέγιστο: «Ω πάτερ ημέτερε Κρονίδη, ύπατε κρειόντων» (ω πατέρα μας, υιέ του Κρόνου, πρώτε των βασιλέων).
Ο Αυνανίστωρ χαμήλωσε το ρύγχος του σα να έφαγε κατάμουτρα αβγό έξω από την πρεσβεία και γρυλίζοντας «μπορεί να είμαστε πρώην δούλοι και νυν μη σκεπτόμενο κρέας, αλλά θα έρθει καιρός που αυτό θ’ αντιστραφεί», απομακρύνθηκε… «Πλαγκτέ, τάχ’ αυ σ’ εφ’ ύεσσι κύνες ταχέες κατέδονται οίον απ’ ανθρώπων, ους έτρεφες» (χαμένε, τα γοργά σκυλιά που θρέφεις δε θ’ αργήσουν / εκεί, σιμά στους χοίρους σου μονάχο να σε φάνε), μουρμούρισε –άγνωστο γιατί και προς ποίον– ο Πεοκρούστης από Ιλιάδος. Επειτα στράφηκε προς το ποίμνιό του και με το ηγετικό παράστημά του πρόσταξε: «Ισιο το κορμί, ψηλά το κεφάλι, κίνησις αρμονική, βήμα ανάλαφρο, ύφος αρχοντικόν. Και κυρίως σοβαρότης. Οχι τσαχπινιές, όχι νάζια και καμώματα. Το μανεκέν δεν είναι μπαλαρίνα του μουσικού θεάτρου. Το μανεκέν είναι ένα πλάσμα που φορώντας μια ξένη τουαλέτα ενσαρκώνει μια ξένη προσωπικότητα. Οταν θα βρίσκεστε επάνω στην πασαρέλα των επιδείξεων, εσείς δεν θα είσαστε εσείς» (φράσεις που το εθνοσωτήριον έτος 1970, έμελλε να χρησιμοποιηθούν από τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στην ταινία «Ενας τρελός γλεντζές»).
Την ίδια ώρα, το υπέρτατο, χρυσό ον χάιδευε τα παράσημα που του είχαν απονεμηθεί, μελαγχολικό στη σκέψη των λόγων του Μακρυγιάννη: «Πού ‘ναι τα παράσημά σου; Πού ‘ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν;… Οτι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις στην προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ’ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει».
Κι έτσι τέλειωσε η μέρα του, με τον Μακρυγιάννη να στοιχειώνει τις σκέψεις του: «Οι διαφταρμένοι, διά να ρουφήξουν την πατρίδα κ’ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες και είναι άλλος Αγγλος, άλλος Γάλλος κι άλλος Ρούσσος. Κι αυτό δεν σβένει από αυτούς. Δια να το σβέσετε, δια να στερεωθή η πατρίδα, χρειάζεται δικαιοσύνη να ‘χετε και ‘λικρίνεια και μ’ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς. Ελαμπρύνθη ο Κωλέτης και η συντροφιά του κι όλες οι ξεκλησμένες παντιέρες και οι σαβούρες του τόπου. Κι ο πρέσβυς της Γαλλίας ήταν το παν. Και ήταν το λύσε και το δέσε και γενικός συβουλάτορας σε όλα ο κύριος Πισκατόρης κι αδελφός στενός του πρώτου υπουργού Κωλέτη. Κι ό,τι οδηγίες έστελνε ο Φίλιππας ο βασιλέας της Γαλλίας και η κυβέρνησή του εκείνο γένονταν. Κι όλος ο αγώνας τους, τώρα οπού έλαβαν επιρροή και τα μέσα εδώ, είναι δια την θρησκείαν σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες και πλήθος άλλα μέσα και κατήχησες εις τον κόσμο για να προβοδέψουν αυτό το έργον. Μάσαν’ κι όλους τους μπερμπάντες δικούς μας και ξένους κι αγωνίζονται εις αυτό το αντικείμενον με μεγάλη προθυμία. Και ποιοι εργάζονται εις αυτό; Μεγάλοι άντρες, βασιλέας πλούσιος από σοφία, από κατάστασιν, από υπηκόγους».
Εσω πως