Στα μέσα του Φλεβάρη, το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου Εργαζομένων στο Αττικό Νοσοκομείο σε ανακοίνωσή του αποκάλυπτε ότι «δεν υπάρχει σχέδιο για τον κορονοϊό στο Αττικό, που να είναι εφαρμόσιμο σε πιθανή μαζική έξαρση της νόσου». Εξηγούσε ότι η υποστελέχωση του νοσοκομείου, που έχει 8 κλειστές κλίνες στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, καθιστούσε την άσκηση προσομοίωσης σκέτο θέατρο. «Κάθε σοβαρό σχέδιο για την αντιμετώπιση μιας κρίσης της δημόσιας υγείας περνάει μέσα από προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, δημιουργία υποδομών και εξοπλισμό του νοσοκομείου με τα απαραίτητα υλικά, αλλιώς είναι μόνο επικοινωνιακή πολιτική και εκμετάλλευση των εργαζομένων εις βάρος της υγείας των ασθενών», τόνιζε η ανακοίνωση.
Ανάλογου περιεχομένου ανακοίνωση εξέδωσαν μερικές μέρες αργότερα οι γιατροί και οι νοσηλευτές του «Σωτηρία». Ενώ ο νευροχειρουργός Παναγιώτης Παπανικολάου, διευθυντής στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας και συνδικαλιστής, αποκάλυπτε και κατήγγειλε: «Μόνο στην Νευροχ/κή του νοσοκομείου Νίκαιας υπάρχουν αυτήν την στιγμή 3 ασθενείς διασωληνωμένοι σε φορητούς αναπνευστήρες σε κοινούς θαλάμους. Τίγκα όλες οι ΜΕΘ του λεκανοπεδίου. Η χώρα όχι μόνο δεν είναι “θωρακισμένη“ για ενδεχόμενη σοβαρή επιδημία, αλλά είναι τελείως ανοχύρωτη». Και η Ολγα Κοσμοπούλου, παθολόγος λοιμωξιολόγος στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας, με δεκαετίες κοινωνικής προσφοράς, αφού καταδίκαζε «την υστερία που δεν στοχεύει παρά στην εμπέδωση του τρόμου», επεσήμαινε: «Για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση υπαρκτών κινδύνων, δηλαδή της γρίπης αλλά και άλλων ιών, χρειαζόμαστε αξιοπρεπή πρωτοβάθμια υγεία, προσβάσιμη σε όλους, σωστά στελεχωμένα νοσοκομεία με τα απαραίτητα υλικά και ανοιχτές όλες τις κλίνες των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Η αντιμετώπιση επιδημιών δεν γίνεται μόνο με σχέδια και επιτροπές».
Ολοι αυτοί οι γιατροί, βέβαια, δεν πιάνουν μπάζα μπροστά σε κοτζάμ Μόσιαλο, έναν μάνατζερ της Υγείας, στον οποίο κατέφυγε ο Μητσοτάκης, έντρομος μπροστά στην παντελή ανικανότητα του Κικίλια. Ο Μόσιαλος τους έβαλε να εκδώσουν άρον-άρον τη γνωστή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ενώ από τη ζέση με την οποία υπερασπίστηκε την απαγόρευση των καρναβαλιών, μάλλον πρέπει να είναι ο εμπνευστής της ιδέας, την οποία έγραψαν στους αποκριάτικους φαλλούς και τις κουδούνες δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα, που καρναβαλίστηκαν κανονικά.
Οχι, δεν είμαστε υπέρ της επίδειξης ανυπακοής σε ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία. Ούτε υπέρ της ψευτομαγκιάς. Ομως, όταν δεν απαγορεύτηκε ούτε η προσέλευση θεατών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες (για να μη στερηθούν οι «βαρόνοι» τα εισιτήρια και να μην αμφισβητηθεί το κύρος του πρωταθλήματος), ήταν απολύτως λογικό να μην υπακούσουν στην απαγόρευση και οι καρναβαλιστές. Δεν τους πτόησε ούτε η απειλή ποινής φυλάκισης μέχρι δύο χρόνια. Και η άρνησή τους να υπακούσουν δεν ήταν ούτε ψευτομαγκιά ούτε «ανευθυνότητα και γαϊδουριά», όπως βγήκε και τους κατήγγειλε ο Μόσιαλος (ποιος; ο Μόσιαλος, ο σφουγγοκωλάριος του Γιωργάκη). Ηταν η απλή λογική που έφερε την αντίδραση: όταν χιλιάδες συνωστίζονται σε γήπεδα (ακόμα και σε κλειστά, σε αγώνες μπάσκετ), όταν σ' ένα μεγάλο θέατρο μπορεί να βρεθούν και πεντακόσιοι θεατές κι όταν στις εκκλησιές συνωστίζονται κυρίως ηλικιωμένοι (η πιο ευπαθής ομάδα), τότε μπορούν και οι καρναβαλιστές (νέοι στην πλειοψηφία τους) να κάνουν την παρέλασή τους.
Είναι πραγματικά ν' απορεί κανείς πώς οδηγήθηκαν στην απόφαση για απαγόρευση μόνο των καρναβαλιών. Είναι απότοκο της κατασταλτικής λογικής τους; Σκέφτηκαν ότι κάτι έπρεπε να κάνουν και βρήκαν… πρόχειρα τα καρναβάλια; Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή η απαγόρευση δεν είχε καμιά λογική, γι' αυτό και δεν «πέρασε».
Η Ολγα Κοσμοπούλου, σε άρθρο της στο «Πριν», κάνει λόγο για «μέτρα φτηνού εντυπωσιασμού, όπως οι θερμομετρήσεις σε αεροδρόμια και λιμάνια, την ώρα που γνωρίζουμε ότι και ασυμπτωματικά άτομα ενδέχεται να μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο». Και αντιπαραθέτει τον φτηνό εντυπωσιασμό με άλλα, πιο χρήσιμα μέτρα, όπως «η εθελοντική –μετά από πειθώ και όχι με άσκηση καταστολής– παραμονή στο σπίτι ανθρώπων που προέρχονται ή βρέθηκαν σε χώρες όπου υπάρχουν κρούσματα», σημειώνοντας ότι αυτή η μέθοδος «δεν εφαρμόστηκε από την Ν. Κεραμέως στους μαθητές που επέστρεψαν πρόσφατα από το Μιλάνο…».
Η γιατρός θέτει το ερώτημα αν «υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης μείζονος υγειονομικής κρίσης στη χώρα μας» και απαντά «δυστυχώς ναι, διότι, εάν δεν είναι αυτός ο ιός, θα είναι ο επόμενος!». Και εξηγεί ότι «η οποιαδήποτε αντιμετώπιση επιδημιών προϋποθέτει την ύπαρξη καλά δομημένου, επαρκούς, πλήρως στελεχωμένου και δωρεάν –την ώρα της μεγάλης ανάγκης– δημόσιου συστήματος υγείας. Προϋποθέτει δωρεάν και πλήρως ανεπτυγμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με οικογενειακούς γιατρούς για όλους τους κατοίκους της χώρας. Προϋποθέτει επείγοντα στα νοσοκομεία με μικρούς χρόνους και μεγάλους χώρους αναμονής, καθώς και αξιοπρεπείς συνθήκες νοσηλείας. Προϋποθέτει κλίνες ΜΕΘ για όσους τις χρειάζονται και σίγουρα όχι μια κυβέρνηση η οποία ισχυρίζεται ότι –στη χώρα που στις 24 Φεβρουαρίου υπήρχαν 55 διασωληνωμένοι βαρέως πάσχοντες σε αναμονή για κλίνη ΜΕΘ, ενώ ήταν κατειλημμένες οι υπάρχουσες 560– όλα βαίνουν καλώς! Μην διαθέτοντας τίποτα από όλα αυτά, μην έχοντας καν κάνει μια στοιχειώδη εκστρατεία ενημέρωσης (ποια είναι τα μέτρα πρόληψης, ποια είναι τα συμπτώματα, γιατί και πότε θα πρέπει κάποιος να πάει σε νοσοκομείο), η “θωρακισμένη“ χώρα του κάθε υπουργού που “λύνει“ τα προβλήματα, φτιάχνοντας σχέδια επί χάρτου και επιτροπές, παραμένει πλήρως ανοχύρωτη!».
Οι διάφοροι Μόσιαλοι απλώς διαχειρίζονται την υστερία, με σκοπό να φορτώσουν την εξάπλωση της επιδημίας -αν υπάρξει- στην «ανευθυνότητα» και τη «γαϊδουριά» των Ελλήνων και όχι στο τραγικό χάλι του δημόσιου συστήματος Υγείας και ειδικά της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Ασφαλώς και έχουμε ευθύνη όλοι ως άτομα να προστατεύσουμε όσο μπορούμε τους εαυτούς μας και την κοινωνία. Και πρέπει ν' ανταποκρινόμαστε στα στοιχειώδη που συμβουλεύουν οι γιατροί. Ταυτόχρονα, όμως, να ξέρουμε ότι αυτό δεν αρκεί. Το άθροισμα ανθρώπων που συμπεριφέρονται υπεύθυνα δεν αποτελεί ασπίδα προστασίας από μια επιδημία. Η μέγιστη υπευθυνότητα είναι να αγωνιστούμε για ένα δημόσιο σύστημα Υγείας που να ανταποκρίνεται στοιχειωδώς στις ανάγκες της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο φτωχών στρωμάτων της. Η στελέχωση των νοσοκομείων με γιατρούς και νοσηλευτές και η ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας έτσι που σε κάθε οικογένεια να παρέχει υπηρεσίες ένας οικογενειακός γιατρός δωρεάν, είναι αιτήματα εκ των ων ουκ άνευ. Οταν, πάνω στο φούντωμα του κινδύνου για την εξάπλωση μιας επιδημίας, η κυβέρνηση έχει ως πρώτιστο καθήκον της την ιδιωτικοποίηση των νοσοκομείων, αντιλαμβάνεστε ότι βαδίζουμε σε ακόμα πιο βαθιά ταξική διαφοροποίηση της παροχής υγειονομικής περίθαλψης. Κι είναι καθήκον μας, αντί να ψάχνουμε στα χρωματοπωλεία για μάσκες (που είναι απαραίτητες μόνο για όσους νοσούν) και να συσσωρεύουμε πακέτα με μακαρόνια και αλεύρι, που θα παραδοθούν στην όρεξη των μαμουνιών, να δημιουργήσουμε κίνημα αντίστασης ενάντια στην ιδιωτικοποίηση.