Ο ξάδερφος του αρχηγού (αυτή είναι η… πολιτική του ιδιότητα) Γιώργος Τσίπρας προστέθηκε στους συριζαίους που προσπαθούν να αποδομήσουν την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Αυτός επέλεξε διαφορετική διαδρομή (αλλά με τον ίδιο προορισμό) σε σχέση με τους προηγούμενους, συγγράφοντας άρθρο για την ΕφΣυν (βασικό όργανο της αποδομητικής βρομιάς), υπό τον… συγκαταβατικό τίτλο «Ατυχείς συγκρίσεις περί Κουφοντίνα».
Προτού δούμε τι έγραψε (ή μάλλον εξέμεσε), πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Γ. Τσίπρας ήταν αυτός που «έβαλε χέρι» στα 17 στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν υπογράψει κείμενο συμπαράστασης στον απεργό πείνας, δηλώνοντας (πού αλλού;) στο «Θέμα 104,6»: «Δεν έπρεπε να γίνει τόση φασαρία, δεν έπρεπε να υπάρχουν 17 υπογραφές. Δεν πρέπει να βγαίνει προς τα έξω η εικόνα ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με τον Κουφοντίνα»!
Αντί να το βουλώσει, ο θρασύτατος Γ. Τσίπρας επανήλθε για να μας πει ότι «οι συγκρίσεις με τον Μπόμπι Σαντς δεν ήταν το επόμενο λογικό βήμα, αλλά ύβρις». Διότι «το ιρλανδικό, όπως και το παραγνωρισμένο βασκικό κίνημα με την ΕΤΑ στην Ισπανία, ήταν κινήματα μαζικά, με λαϊκές ρίζες, με πολιτική και ένοπλη έκφραση (…) Η απεργία πείνας του Μπόμπι Σαντς το 1981 ήταν αγώνας εκατοντάδων κρατουμένων κι ενός μαζικού λαϊκού κινήματος», ενώ «ο Κουφοντίνας προχώρησε σε απεργία πείνας για το αίτημα ενός κρατούμενου. Του ίδιου. Δεν εκπροσωπούσε κανέναν και κυρίως δεν εκπροσωπούσε κανέναν η ένοπλη δράση της “17 Νοέμβρη’’»!
Δε θα τσιμπήσουμε το δόλωμα να συζητήσουμε για τη δράση της 17Ν. Θα σημειώσουμε απλά ότι η δράση της 17Ν σίγουρα δεν εκπροσωπούσε τον Τσίπρα και την παρέα του, αλλά εκπροσωπούσε πολλούς (με ό,τι σημαίνει ο όρος «εκπροσώπηση», που δεν είναι της παρούσης). Ομως, το επίδικο της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα δεν ήταν η αναγνώριση της δράσης της 17Ν, αλλά η ακύρωση μιας προκλητικής πλευράς του «καθεστώτος εξαίρεσης» που έχει επιβληθεί στον ίδιο και σε άλλους πολιτικούς κρατούμενους.
Ασφαλώς και δεν είναι συγκρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά «μεγέθη» ο ΙRA και η ΕΤΑ με τη 17Ν ή με τη γερμανική RAF ή με το τουρκο-κουρδικό DHKPC (πρόκειται για οργανώσεις διαφορετικής αναφοράς, που έδρασαν σε διαφορετικές συνθήκες), όμως ο αγώνας μέσα στις φυλακές «εξισώνει» όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, είτε ανήκουν σε μαρξιστικής ή αναρχικής κατεύθυνσης οργανώσεις μειοψηφικής ένοπλης πάλης, είτε ανήκουν σε εθνικά κινήματα, όπως ο ΙRA και η ΕΤΑ, είτε είναι ισλαμιστές της Χαμάς και της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, είτε είναι σοσιαλδημοκράτες της Φάταχ ή μαρξιστές του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, είτε μαοϊκοί του περουβιάνικου Sendero Luminoso.
Η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους προκύπτει ως καθήκον από το δίκαιο των αιτημάτων τους και δεν καθορίζεται από τον ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα της οργάνωσης στην οποία ανήκουν ή -πολύ περισσότερο- από το αν οι αγωνιζόμενοι είναι ένας ή πολλοί. Κι αυτό το ξέρουν πρωτίστως οι ίδιοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. Για να μην αναφερθούμε στους αναρχικούς πολιτικούς κρατούμενους που εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στον Δ. Κουφοντίνα και με απεργία πείνας, θα αναφερθούμε στον μακροβιότερο πολιτικό κρατούμενο στην Ευρώπη, τον 70χρονο Ζορζ Ιμπραχίμ Αμπνταλά, λιβανέζο κομμουνιστή, έγκλειστο επί 37 χρόνια στις γαλλικές φυλακές με κατηγορίες για «τρομοκρατία», ο οποίος έστειλε μήνυμα αλληλεγγύης στον επαναστάτη αγωνιστή Δημήτρη Κουφοντίνα, πραγματοποιώντας συμβολική απεργία πείνας στις 6 του Μάρτη, διεθνή μέρα αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους.
Μα ο Κουφοντίνας δεν είναι πολιτικός κρατούμενος, θα αναφωνήσει με ιερή οργή η συριζαίικη πολιτική τσογλαναρία. Τότε δεν είναι ούτε ο Αμπνταλά, που έχει καταδικαστεί για παρόμοια με τον Κουφοντίνα αδικήματα. Τολμά κάποιος από δαύτους να το ξεστομίσει αυτό για έναν αγωνιστή που αφιέρωσε τη ζωή του στην παλαιστινιακή υπόθεση;
Πόσοι γνωρίζουν ή πόσοι θυμούνται ποιο ήταν το αίτημα για το οποίο πέθαναν από απεργία πείνας στις βρετανικές φυλακές ο Μπόμπι Σαντς και άλλοι εννέα σύντροφοί του το 1981; Ζητούσαν να τους αποδοθεί η ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου, η οποία σήμαινε διαφοροποίησή τους από τους κοινούς κρατούμενους. Γι’ αυτό και η απεργία πείνας εστίαζε σε πέντε αιτήματα: Να μην φορούν τη στολή της φυλακής, να μην κάνουν τις αγγαρείες της φυλακής, να έχουν ελεύθερη επικοινωνία με τους άλλους πολιτικούς κρατούμενους και να μπορούν να οργανώνουν εκπαιδευτικά προγράμματα, να έχουν δικαίωμα για ένα επισκεπτήριο, ένα γράμμα και ένα δέμα κάθε βδομάδα και να αποκατασταθούν τα δικαιώματα που τους αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια της οργανωμένης διαμαρτυρίας τους.
Ο πυρήνας εκείνων των αιτημάτων δε διαφέρει σε τίποτα από το αίτημα του Δ. Κουφοντίνα, μολονότι τα αιτήματα των ιρλανδών αγωνιστών ήταν σίγουρα πιο διευρυμένα. Στον ίδιο πυρήνα βρίσκεται και το αίτημα του τερματισμού της διοικητικής τους κράτησης (κράτηση επ’ αόριστον, χωρίς δίκη), που τροφοδότησε αρκετές απεργίες πείνας παλαιστίνιων πολιτικών κρατούμενων τα τελευταία χρόνια.
Είτε ένας είναι ο απεργός πείνας είτε περισσότεροι, είτε προέρχεται από οργανώσεις ενός μαζικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος είτε από αριθμητικά μικρότερες οργανώσεις του αντάρτικου πόλης, δεν αλλάζει τίποτα ως προς τα δικαιώματά του ως πολιτικού κρατούμενου ή, αν θέλετε, από τα δικαιώματά του απλώς ως κρατούμενου. Γιατί αν τα μέλη του ΙRΑ ζητούσαν την αναγνώριση στάτους πολιτικού κρατούμενου, προκειμένου ο εγκλεισμός τους στη φυλακή να είναι με διαφορετικούς όρους σε σχέση με τους κοινούς κρατούμενους, σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο ο πολιτικός κρατούμενος να αγωνίζεται για να καταργήσει το «καθεστώς εξαίρεσης», διεκδικώντας να ισχύουν και γι’ αυτόν όσα ισχύουν για τους κοινούς κρατούμενους. Η περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, με τη στέρηση των κανονικών αδειών που δικαιούται και τώρα με τη στέρηση του δικαιώματός του να κρατείται σε αγροτικές φυλακές, το οποίο μάλιστα εξελίχθηκε σε παραβίαση κι αυτού ακόμα του φωτογραφικού νόμου, είναι χαρακτηριστική.
Οι όροι έχουν αντιστραφεί πλήρως σε σχέση με ό,τι ίσχυε παλαιότερα για το διαχωρισμό πολιτικών-κοινών κρατούμενων. Η ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου (άτυπη στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων) δε σημαίνει ειδικά δικαιώματα, αλλά εξαίρεση από τα κοινά για τους κρατούμενους δικαιώματα.
Το μεγάλο «κέρδος» από την πρόσφατη σκληρή απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα ήταν ότι κατέστησε ορατό σε ευρέα κοινωνικά στρώματα το (επιμελώς αποκρυπτόμενο) «καθεστώς εξαίρεσης». Ολοι οι τίμιοι άνθρωποι στη χώρα αισθάνθηκαν ένα σοκ από όλα όσα αποκαλύφθηκαν. Ολα όσα δεν ήξεραν (ή δεν ήθελαν να ξέρουν) προβλήθηκαν πάνω στο σώμα ενός ανθρώπου που πάλευε μέχρι θανάτου. Και οι τίμιοι άνθρωποι φώναξαν «φτάνει πια!».
Οι άτιμοι, όμως, θυμήθηκαν να μας πουν ότι… ο Κουφοντίνας δεν είναι Μπόμπι Σαντς. Ναι, ο Κουφοντίνας ιδεολογικά και πολιτικά δεν είναι Μπόμπι Σαντς, όμως ως πολιτικός κρατούμενος – απεργός πείνας είναι Μπόμπι Σαντς. Ξέρετε, όμως, τι μας λένε οι άτιμοι, χωρίς να έχουν το θάρρος να το πουν ανοιχτά; Οτι με τον Κουφοντίνα και τον αγώνα του δεν έπρεπε ν’ ασχοληθούμε, γιατί… δεν είναι Μπόμπι Σαντς. Το φέρουν βαρέως που η αποφασιστικότητα και η δύναμη του απεργού πείνας Κουφοντίνα τους ανάγκασε ν’ ασχοληθούν. Και σπεύδουν εκ των υστέρων να χύσουν τη χολή τους, να ξεράσουν τις βρομιές τους, νομίζοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα σβήσουν ό,τι καταγράφηκε στην κοινωνική συνείδηση αυτούς τους δυο μήνες.
Ο Δ. Κουφοντίνας δεν είναι πολιτικός κρατούμενος, αλλά ποινικός, ο οποίος καταδικάστηκε για εγκλήματα που έχουν πολιτικό κίνητρο, δήλωσε ένας άλλος συριζαίος, ο καθηγητής του Παντείου Δημήτρης Χριστόπουλος, στο κομματικό ραδιόφωνο (εκπομπή Ν. Ξυδάκη, 23.2.2021). Μας θύμισε αυτά που έλεγαν ο πρόεδρος του έκτακτου τρομοδικείου Μ. Μαργαρίτης και τμήμα της πολιτικής αγωγής στη δίκη για την υπόθεση της 17Ν το 2003, όταν διεξαγόταν η συζήτηση επί του αιτήματος να αναγνωριστούν τα εκδικαζόμενα αδικήματα ως «πολιτικά αδικήματα».
Ο συριζαίος ακαδημαϊκός συντάσσεται με τους οπαδούς της λεγόμενης αντικειμενικής θεωρίας για το πολιτικό αδίκημα. Με ό,τι πιο χυδαίο επιστημονικά και αντιδραστικό πολιτικά. Δε θέλουμε να επαναφέρουμε εδώ μια νομική σύγκρουση, η οποία έχει διεξαχθεί και στο επίπεδο της θεωρίας (σε όλο τον αστικό κόσμο) και στο επίπεδο των δικαστηρίων, σε όλες τις μεγάλες δίκες που έγιναν από το 2003 και μετά στη χώρα μας με κατηγορούμενους μέλη ή φερόμενα ως μέλη οργανώσεων του «ένοπλου». Θα παραπέμψουμε μόνο τον αναγνώστη σε κάποιον… υπεράνω υποψίας. Είναι ο γνωστός Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος στη διδακτορική του διατριβή («Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα – συμβολή στην σύγκριση των δυο εννοιών από πλευράς δικαίου», Interbooks, 1987), έχει πάει τη λεγόμενη υποκειμενική θεωρία ένα βήμα παραπέρα, αντικαθιστώντας την έννοια του «πολιτικού αδικήματος» μ’ αυτήν του «πολιτικού αδικηματία».
Αν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν όσοι δικάστηκαν για τη 17Ν, τον ΕΛΑ, τον ΕΑ, τη ΣΠΦ αναγνωρίζονταν ως «πολιτικά εγκλήματα» (όπως προβλέπει το ελληνικό αστικό Σύνταγμα), πρώτον θα δικάζονταν από Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια (με πλειοψηφία πολιτών) και όχι από τα γνωστά έκτακτα τρομοδικεία (αποκλειστικά από δικαστές, «εκλεγμένους» με ad hoc διαδικασία) και δεύτερον θα υπήρχε η δυνατότητα να τους χορηγηθεί αμνηστία με απόφαση της Βουλής.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας (και όχι μόνον αυτός) κέρδισε με το σπαθί του τον τίτλο του πολιτικού κρατούμενου. Οσες βρισιές και να εξεμούν νεοδημοκράτες, πασόκοι, συριζαίοι και περισσοί, αυτό δεν αλλάζει. Ερχεται η ίδια η πραγματικότητα και τους διαψεύδει. Αν ο Κουφοντίνας δεν ήταν πολιτικός κρατούμενος δε θα τραβούσε όλα αυτά που τραβάει. Τόσο απλά…
Πέτρος Γιώτης