Κάθε χρόνο, το δίμηνο Νοέμβρη-Δεκέμβρη είναι περίοδος «αγωνιστικών κινητοποιήσεων». Είναι η περίοδος που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία παίρνει αποφάσεις για κάποιες εθιμοτυπικές απεργίες, διαδηλώσεις και άλλες εκδηλώσεις. Ο όρος «εθιμοτυπική» γι’ αυτού του είδους τις κινητοποιήσεις καθιερώθηκε από τον πρωθυπουργό της «οικουμενικής» κυβέρνησης του 1989-90 Ξ. Ζολώτα, ο οποίος χαρακτήρισε έτσι μια απεργία της ΓΣΕΕ, αφαιρώντας της άπαξ διά παντός την αίγλη του «σκληρού διεκδικητικού αγώνα».
Το αυτί της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, βέβαια, δεν ιδρώνει από κάτι τέτοια. Οι άνθρωποι είναι επαγγελματίες και στην άσκηση του επαγγέλματός τους περιλαμβάνονται και οι «εθιμοτυπικές» κινητοποιήσεις. Φέτος έχουν ένα παραπάνω λόγο, ειδικά οι Πασόκοι, καθώς έχει αλλάξει η κυβέρνηση και δεν θα ήθελαν ποτέ στην κυβέρνηση της ΝΔ να συμπεριφερθούν με μεγαλύτερο τακτ. Μπορεί ως μηχανισμός να είναι διαλυμένοι, αλλά ένα συλλαλητήριο ή μια 24ωρη, διάολε, μπορούν να τα κάνουν. Μια 24ωρη η ΑΔΕΔΥ, μια 48ωρη η ΠΟΕ-ΟΤΑ, ένα τριήμερο με συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια η ΓΣΕΕ κι εκεί γύρω στις 20 Δεκέμβρη οι σεμνές τελετές θα λάβουν τέλος και θ’ αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για τις γιορτές. Υπάρχει, βέβαια, και ο Περισσός, που θέλει πιο… άγριες γιορτές. Τριήμερο συλλαλητηρίων αποφάσισε η ΓΣΕΕ, 24ωρη πρότεινε το ΠΑΜΕ. 24ωρη αποφάσισε η ΑΔΕΔΥ, 48ωρη πρότεινε το ΠΑΜΕ. Εριξε και μια 24ωρη των Οικοδόμων ενδιαμέσως και μια αλυσίδα αγροτικών συλλαλητηρίων στην επαρχία.
Εχουν όλες αυτές οι εκδηλώσεις καμιά σχέση με την εργατική τάξη και τη φτωχή αγροτιά; Προσέξτε, δεν εννοούμε αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο των κοινωνικών συσχετισμών, αν είναι αρκούντως δυναμικές ως κινητοποιήσεις, αλλά αν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις τάξεις και τα στρώματα που υποτίθεται ότι εκφράζουν. Ανταποκρίνονται στο επίπεδο των διαθέσεων των εργαζόμενων, δίνουν διέξοδο στην οργή τους, εκφράζουν τη θέλησή τους να αντιπαλέψουν μια πολιτική;
Ας πάρουμε τα πιο… αγωνιστικά παραδείγματα. Ηταν τμήμα ενός ευρύτερου αγωνιστικού σχεδιασμού η 24ωρη των οικοδόμων; Διεκδικούσε κάποια αιτήματα; Εννοούμε αιτήματα συγκεκριμένα και όχι το γνωστό σεντόνι αιτημάτων που γράφεται και περιφέρεται επί χρόνια από συγκέντρωση σε συγκέντρωση και από υπουργικό γραφείο σε υπουργικό γραφείο. Οταν έχεις υπογράψει συλλογική σύμβαση με ωράριο 8 ώρες παρά ένα τέταρτο, τί νόημα έχει ένα σεντόνι αιτημάτων στο οποίο περιλαμβάνεται και το 7ωρο; Οταν δεν έκανες ούτε μια ώρα απεργίας στην προολυμπιακή περίοδο, που καπιταλιστές και κράτος είχαν κωλοσφιξίματα, τί νόημα έχει η απεργία το Νοέμβρη; Πώς να έχει επιτυχία αυτή η απεργία, πώς να μαζευτούν περισσότεροι από 1000-1500 οικοδόμους στη συγκέντρωση; Πώς να μαζευτούν περισσότεροι από 200 αγρότες στην πλατεία της Καρδίτσας, σε μια περίοδο που δεν έχουν ωριμάσει κινητοποιήσεις στον αγροτικό κόσμο; Ο Περισσός, όμως, ποσώς ενδιαφέρεται για τη δυναμική των αγώνων. Αλλωστε, κάθε φορά που εμφανιζόταν δυναμική, οι δυνάμεις του έσπευδαν να παίξουν πυροσβεστικό ρόλο. Συχνά και ανοιχτά κατασταλκτικό ρόλο. Εκείνο που τους ενδιαφέρει σήμερα είναι να κάνουν έναν κάποιο ντόρο ενόψει κομματικού συνέδριου. Να δείξουν ότι υλοποιείται το «μέτωπο». Τίποτα πέρα απ’ αυτό.
Με άλλα λόγια, από όλες τις συνιστώσες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έχουμε αγώνες της πλάκας, αγώνες που δεν αποβλέπουν σε τίποτα, που δεν εντάσσονται σε καμιά προοπτική, που δεν μπορούν να εμπνεύσουν και γι’ αυτό δεν συνεγείρουν τους εργαζόμενους, δεν τους συσπειρώνουν, δεν τους κατεβάζουν στο δρόμο. Και βέβαια, οι γραφειοκράτες έχουν έτοιμη την απάντηση: «Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, αλλά ο κόσμος δεν τραβάει».
Η πλάκα είναι πως πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως ταξικές, χωρίς να αφομοιώνονται από το αστικοποιημένο γραφειοκρατικό συνδικαλιστικό σύστημα, και άλλες που προσπαθούν να κινηθούν σε ταξική κατεύθυνση φαντασιώνονται και πάλι ότι έχει ξεκινήσει ένας νέος γύρος κοινωνικών αγώνων και σπεύδουν να πάρουν θέσεις μάχης. Δεν μασάνε τα λόγια τους αναφερόμενες στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και το ρόλο της, αλλά στο «διά ταύτα» καταλήγουν πάντα στο ίδιο μονότονο μοτίβο: να στηρίξουμε τους αγώνες, να τους δώσουμε ταξικό περιεχόμενο, να απομονώσουμε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, να αλλάξουμε τους συσχετισμούς κ.τ.λ.
Είναι να απορεί κανείς. Τόση εθελοτυφλία; Τέτοια αδυναμία ανάλυσης του αυτονόητου; Εχουν προκύψει αυτές οι κινητοποιήσεις μέσα από την εργατική τάξη, από τους εργαζόμενους; Εκφράζουν κάποια δική τους δυναμική; Εξαναγκάστηκε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να οργανώσει τους αγώνες, επειδή δέχεται κάποια πίεση από τη βάση; Εξελίσσεται κάποια διαπάλη ανάμεσα στη βάση και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία; Υπάρχουν κάποιες στοιχειώδεις έστω συνδικαλιστικές διαδικασίες στις οποίες αναπτύσσεται αυτή η διαπάλη;
Αν υπήρχαν τέτοια φαινόμενα, όπως κατ’ επανάληψη έχει γίνει στο παρελθόν, τότε αυτές οι αποσπασματικές κινητοποιήσεις θα είχαν κάποια μαζικότητα και κάποια ζωντάνια. Θα έβλεπες κόσμο να απεργεί, κόσμο να κατεβαίνει στις συγκεντρώσεις και τις πορείες, κόσμο να συζητά, να διαφωνεί, να συγκρούεται, να προτείνει, να απαιτεί. Δεν είδαμε, δεν βλέπουμε τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά. Βλέπουμε απεργίες με πολύ χαμηλή συμμετοχή και συγκεντρώσεις με ακόμα χαμηλότερη. Αν δεν ήταν και ο κόσμος της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι συγκεντρώσεις θα θύμιζαν το γνωστό ανέκδοτο «αραία, αραία, να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα». Κανένας παλμός, κανένας ενθουσιασμός, σκέτη διεκπεραίωση, για να βγούμε από την υποχρέωση.
Σύντροφος οικοδόμος μου έλεγε προ ημερών, ότι κάποιοι ταξικοί συνδικαλιστές που έκαναν εξόρμηση σε εργοτάξια αντιμετώπισαν την αγανάκτηση και την ειρωνεία των εργατών, γιατί τους πέρασαν για εκπρόσωπους του συνδικάτου. «Πού ήσασταν όταν σας είχαμε ανάγκη;» φώναζαν οι εργάτες. Είδαν κι έπαθαν μέχρι να τους πείσουν ότι δεν ήταν εκπρόσωποι του συνδικάτου, αλλά φορείς μιας άλλης αντίληψης.
Πώς πρέπει να σταθούν οι φορείς της ταξικής κατεύθυνσης απέναντι σ’ αυτές τις εθιμοτυπικές κινητοποιήσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας;
Ας ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχήν ένα ζήτημα που συχνά ταλανίζει τις συζητήσεις μας. Συμμετέχουμε ή όχι σ’ αυτές τις απεργίες; Εδώ έχουμε ένα ψευτοδίλημμα. Γιατί το ερώτημα αναφέρεται σε ατομικές στάσεις και όχι σε μια «γραμμή». Ο ταξικός συνδικαλιστής σε ένα χώρο δουλειάς μπορεί να κρίνει αν θα συμμετάσχει ατομικά σε μια εθιμοτυπική απεργία και συνήθως συμμετέχει, γιατί δεν θέλει να δώσει στους γραφειοκράτες λαβή να τον συκοφαντήσουν σαν απεργοσπάστη. Το ζήτημα είναι πως στέκεται απέναντι στα καραγκιοζιλίκια των εθιμοτυπικών κινητοποιήσεων. Εκστασιάζεται απ’ αυτά και πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά για να πείσει τους εργαζόμενους να συμμετάσχουν ή βλέπει την κατάσταση και ανοίγει το μέτωπο ενάντια στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δείχνοντας μια άλλη κατεύθυνση, μια άλλη αντίληψη για τους αγώνες, μια άλλη προοπτική;
Το ερώτημα γίνεται συγκεκριμένο, όταν παίρνει την εξής μορφή: Θα χτίσουμε ένα καινούργιο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ή θα γίνουμε ουρά του παλιού, ουρά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας; Δυστυχώς, η πλειοψηφία εκείνων που αναφέρονται στον ταξικό συνδικαλισμό έχουν επιλέξει το δεύτερο σκέλος, μολονότι δεν το παραδέχονται. Αντιμετωπίζουν μια απεργία ως κάτι το μεταφυσικό, απέναντι στο οποίο πρέπει να στέκεσαι με ιερό και απαρασάλευτο δέος. Μια απεργία έχει περιεχόμενο, έχει συνθήκες, έχει στόχους, έχει δυνάμεις που την κινούν. Μια απεργία που σπρώχνει τους εργαζόμενους στο περιθώριο, που γίνεται για να υπηρετήσει μικροπολιτικές σκοπιμότητες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των κομμάτων που βρίσκονται πίσω της, που δεν ανοίγει κανένα μέτωπο με το κεφάλαιο και το κράτος του, μια απεργία που δεν την αγκαλιάζουν ούτε στοιχειωδώς οι εργαζόμενοι, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να δουλέψουν οι ταξικές δυνάμεις. Οσες κριτικές και αν διατυπώσουν προς τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όση αγωνιστική πλειοδοσία κι αν κάνουν, για τους εργαζόμενους μετράει το «διά ταύτα»: η στήριξη αυτής της απεργίας, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει, μ’ αυτά που συμβολίζει, με τις προοπτικές που διαγράφει.
Πρέπει, επιτέλους, να γίνει κατανοητό πως δεν μπορείς να φτιάξεις ένα καινούργιο εργατικό κίνημα με τα υλικά του παλιού. Εστω κι αν αυτά είναι υλικά κατεδάφισης. Χρειάζεται τομή, χρειάζεται ρήξη, χρειάζεται υπέρβαση. Ρήξη με τις εκδηλώσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ακόμα και όταν αυτές φέρουν το εύηχο όνομα «απεργία» ή «συλλαλητήριο». Είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα όταν η απεργία ή το συλλαλητήριο είναι χωρίς εισαγωγικά, ακόμα και όταν τυπικά τις κηρύσσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Είναι άλλο πράγμα μια εκδήλωση να ξεπηδά μέσα από τη δυναμική των εργαζόμενων, να ανταποκρίνεται στη θέληση και τις διαθέσεις τους. Γιατί τότε έχουμε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να σέρνεται και να προσπαθεί να χειραγωγήσει το κίνημα, ενώ στις περιπτώσεις των εθιμοτυπικών κινητοποιήσεων έχουμε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία κυρίαρχη, με όλες τις πρωτοβουλίες στα χέρια της, να προσπαθεί να βγει η ίδια στον αφρό και να σπρώξει το κίνημα ακόμα πιο πολύ στο περιθώριο. Αναμφισβήτητα τα πράγματα είναι δύσκολα, όμως στο όνομα των δυσκολιών δεν επιτρέπεται να ξεχνάμε πως το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα θα μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια του μόνο αν καταφέρει να χτίσει εκ νέου τη δική του συλλογικότητα.
Πέτρος Γιώτης