Μαης 1992. Λος Αντζελες. Μια ρατσιστική δικαστική απόφαση, που αθώωσε τους μπάτσους που ξυλοκόπησαν άγρια τον μαύρο νεαρό τον Ρόντνεϊ Κινγκ, αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε τη φωτιά στην πόλη, αλλά και σε 12 άλλες πόλεις της Αμερικής. Αν και ο Κινγκ δεν πέθανε, η βία ξέσπασε αχαλίνωτη από χιλιάδες νέους, πολλοί από τους οποίους ήταν έφηβοι και μόνο οι μισοί απ’ αυτούς μαύροι, σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των εφημερίδων.
Το «αμερικάνικο όνειρο» συνετρίβη εντυπωσιακά μπροστά στα μάτια της ανθρωπότητας αφήνοντας ένα θλιβερό απολογισμό: 58 νεκροί, 4.000 τραυματίες, 12.000 συλλήψεις. Ο τότε πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν έσπευσε να αποδώσει ευθύνες στη νεοφιλελεύθερη πολιτική του πατέρα Μπους και του προκατόχου του Ρίγκαν, ενώ ο Μπους την ίδια στιγμή που έσπευδε να εκφράσει την «κοινωνική του ευαισθησία» με υποσχέσεις και κατευναστικές δηλώσεις, έστελνε τους μισθοφόρους δολοφόνους των επίλεκτων μονάδων πεζοναυτών να ενισχύσουν το στρατό και την αστυνομία στο Λος Αντζελες. Ετσι, αυτή η καθαρά προλεταριακή εξέγερση ηττήθηκε απ’ τη συντριπτική υπεροπλία των δυνάμεων καταστολής. Η «δημοκρατία» επικράτησε.
Νοέμβρης 2005. Δεκατρία χρόνια μετά, ήρθε η σειρά της «δημοκρατικής» Γαλλίας να πάθει το ίδιο. Αυτή τη φορά ο τυφώνας της εξέγερσης είναι πιο δυνατός. Σαρώνει 300 πόλεις απ’ το βορρά μέχρι το νότο. Και τα αμερικάνικα πρακτορεία αναφωνούν χαιρέκακα: «Οι νέοι που πετάνε πέτρες και συγκρούονται με την αστυνομία στα παρισινά προάστια είναι επαναλαμβανόμενες εικόνες μιας χώρας που περήφανα διακηρύσσει την ιδέα της για την ισότητα αλλά παρκάρει τους πιο φτωχούς της στις φτωχογειτονιές μακριά απ’ τη θέα των περισσότερων Γάλλων πολιτών» (Ρόιτερς, 4/11/05, αναδημοσίευση από το CNN). Συμπληρώνοντας ότι είναι αναμφισβήτητο ότι αυτοί οι νέοι είναι στην πλειοψηφία τους Γάλλοι υπήκοοι, απόγονοι μεταναστών που ήρθαν στη χώρα εδώ και τρεις με τέσσερις δεκαετίες. Δεν είναι μετανάστες. Στο ίδιο μήκος κύματος τα βρετανικά ΜΜΕ: «Ενώ η βία από αποξενωμένους νέους επεκτείνεται σ’ όλη τη Γαλλία, οι αξιωματούχοι κατηγορήθηκαν για μακρόχρονη αδιαφορία των υποβαθμισμένων προαστίων της χώρας» (BBC, 7/11/05).
Σε γεγονότα όπως τα τωρινά είναι αδύνατο να κρυφτεί η ταξική φύση της αναμέτρησης. Μόνο σαν ανέκδοτο θα μπορούσε να ακουστεί η άποψη ότι πίσω απ’ την εξέγερση βρίσκεται η «Αλ-Κάιντα» ή η απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας στα σχολειά, που κάποιοι εξέφρασαν (την τελευταία παπάρα ξεστόμισε ο καταγέλαστος Ερντογάν). Γιατί απ’ όλες τις ανταποκρίσεις, γαλλικών και μη ΜΜΕ, τις ανακοινώσεις κομμάτων και συνδικάτων (βλέπε στην επόμενη σελίδα) και τις συνεντεύξεις νεολαίων που ζουν στις φτωχογειτονιές, η ταξική αντίθεση πηγάζει αβίαστα, χαμογελά κοροϊδευτικά και βοά ακόμα και στ’ αυτιά αυτών που δεν θέλουν να την ακούσουν. Κάνει και την υπόλοιπη Ευρώπη να τρέμει. Ο πρώην αρχιτραπεζίτης του Βατικανού, πρώην πρόεδρος της Κομισιόν και νυν υποψήφιος της «κεντροαριστεράς» για την πρωθυπουργία Ρομάνο Πρόντι προειδοποιεί ότι η ανθρώπινη τραγωδία στα προάστια της Ιταλίας καθιστά θέμα χρόνου να ξεσπάσει και εκεί εξέγερση…
Τους είπαν μετανάστες. Τους είπαν αληταριό, καθάρματα, απόβλητους. Στο τέλος αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι πρόκειται για γάλλους πολίτες, γεννημένους και μεγαλωμένους στη Γαλλία, σπρωγμένους σ’ ένα αβάσταχτο κοινωνικό περιθώριο, χωρίς δουλειά, χωρίς κοινωνική μέριμνα, χωρίς προοπτική, που εξεγέρθηκαν. Κι ύστερα, ήρθαν οι σοβαροί κοινωνιολόγοι, πολιτικοί αναλυτές, φιλόσοφοι, διανοούμενοι εν γένει, για να πασπαλίσουν με τη δική τους σκουριά ένα φαινόμενο που αναγκάστηκαν να παραδεχτούν τον ταξικό του χαρακτήρα. «Είναι μια τυφλή εξέγερση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επανάσταση». «Δεν έχει καμιά σχέση με το Μάη του ‘68, διότι δεν προβάλλει πολιτικά αιτήματα». Και άλλα τέτοια.
Σίγουρα, δεν είναι ο Μάης του ‘68, είναι ο Νοέμβρης του 2005. Συγκρίσεις ανάμεσα στα ιστορικά γεγονότα δεν γίνονται. Το καθένα έχει την αυθεντικότητά του. Αν πρέπει να βρούμε κάτι το κοινό, μέσα στη διαφορετικότητα αυτών των δύο ιστορικών γεγονότων, είναι ο χαρακτήρας του αυθόρμητου. Γιατί και ο Μάης ήταν ένα αυθόρμητο κίνημα (με την επιστημονική σημασία του όρου), παρά την έντονη πολιτικολογία του. Κι αν ψάξουμε να βρούμε μια βασική διαφορά τους, θα μιλήσουμε για τον ταξικό τους χαρακτήρα. Ο Μάης ήταν πρωτίστως ένα ριζοσπαστικό εξεγερτικό κίνημα της πανεπιστημιακής νεολαίας, ενώ ο Νοέμβρης είναι ένα εξεγερτικό κίνημα της προλεταριακής νεολαίας. Ενα κίνημα με τα δικά του πολιτικά χαρακτηριστικά, που δεν μετριούνται με την ποσότητα της πολιτικολογίας, αλλά με τα πολιτικά προτάγματα που θέτει η ίδια η πράξη της εξέγερσης.
Προτάγματα που όπως συμβαίνει σε κάθε αυθόρμητο επαναστατικό κίνημα είναι αρνητικά: δεν αντέχουμε πια την αθλιότητα, δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε όπως μας αναγκάζετε να ζούμε, θα καταστρέψουμε ό,τι μας είναι ξένο, εχθρικό, ό,τι στερούμαστε. Θα καταστρέφουμε μέχρι… Κανείς δεν ξέρει μέχρι πότε. Γιατί αυτό το κίνημα δεν έφτασε, δεν μπορούσε να φτάσει σε πρόταση, σε κεντρικό αίτημα. Κι αυτό δεν είναι κακό. Αντίθετα, στις παρούσες συνθήκες είναι καλό. Γιατί ποιες είναι οι πολιτικές προτάσεις που σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια των εξεγερμένων νέων μαζί με τις λαστιχένιες σφαίρες των μπάτσων; Ενα απίστευτο αμάλγαμα ρεφορμιστικών προτάσεων, που συμποσούνται σε μία και μοναδική ιδέα: εγκαταλείψτε την πιο σκληρή εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού και ρίξτε λίγα φράγκα στα προάστια, να μπορέσουμε να τους μαντρώσουμε, πριν μας κάψουν όλους ζωντανούς. Ευτυχώς που αυτά τα αιτήματα δεν συγκινούν τους εξεγερμένους νέους, γιατί αλλιώς θα καταντούσαν πριν την ώρα τους σαν τους «βετεράνους» του Μάη, που κοσμούν τους θεσμούς του συστήματος και τα διοικητικά συμβούλια των μεγαλύτερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Η γαλλική κυβέρνηση από τη μεριά της ισορροπεί ανάμεσα στις απαιτήσεις των πιο μαύρων οικονομικών και πολιτικών κύκλων και στις ρεφορμιστικές προτάσεις των τρομαγμένων φιλελεύθερων και αριστερούτσικων πολιτικών, συνδικαλιστών και διανοούμενων. Από τη μια επιβάλλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και πλημμυρίζει τους δρόμους με χιλιάδες πάνοπλους μπάτσους, προχωρεί σε πογκρόμ συλλήψεων και άσκηση μαζικής τρομοκρατίας, και από την άλλη υπόσχεται ότι θα διαθέσει κονδύλια για να αναπτυχθεί κάποιο κοινωνικό έργο στα εξαθλιωμένα προάστια. Το κέντρο βάρους πέφτει φυσικά στην καταστολή. Στόχος είναι να επιστρέψουν οι εξεγερμένοι στη μιζέρια τους, τσακισμένοι, ηττημένοι, για να λειτουργήσει στη συνέχεια το «καρότο» για μερικούς απ’ αυτούς.
Μέχρι τον επόμενο ξεσηκωμό. Γιατί θα υπάρξει επόμενος ξεσηκωμός, αφού ο σημερινός καπιταλισμός δεν μπορεί -εγγενώς δεν μπορεί- να ασκήσει μια τόσο εκτεταμένη ρεφορμιστική πολιτική που να ενσωματώσει τους εξαθλιωμένους άνεργους των μητροπολιτικών γκέτο. Είναι αυτό που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταλάβουν όλοι αυτοί οι «ευαίσθητοι» που διατυπώνουν τις ρεφορμιστικές τους προτάσεις. Καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική συναίνεση με γερές βάσεις και μακροχρόνια προοπτική.
Η εξέγερση της προλεταριακής νεολαίας στη Γαλλία, που ακόμα συνεχίζεται την ώρα που κλείνει η ύλη της «Κ», παρά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την αστυνομοκρατία, είναι ένα ιστορικό γεγονός, που θέτει επί τάπητος σημαντικά ζητήματα. Θα χρειαστεί να επανέλθουμε αρκετές φορές σε όλο το φάσμα αυτών των ζητημάτων. Προς το παρόν, σ’ αυτή την πρώτη προσέγγιση, μαζί με την έκφραση της αμέριστης αλληλεγγύης μας στους εξεγερμένους προλετάριους, περιοριζόμαστε σε μερικές νύξεις, εν είδει τίτλων για κεφάλαια αναλύσεων στις οποίες θα επανέλθουμε.
1. Μια προλεταριακή εξέγερση στην καρδιά μιας από τις μητροπόλεις του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, φέρνει στην επιφάνεια τη θεμελιώδη αντίθεση που σφραγίζει τον καπιταλισμό ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
2. Ο περιορισμός της εξέγερσης στη νεολαία των προαστίων και η μη γενίκευσή της με τη συμμετοχή ευρύτερων εργατικών στρωμάτων αποκαλύπτει την κοινωνική διαφθορά που έχει υποστεί η εργατική τάξη και την πολιτική ανωριμότητα πλατιών στρωμάτων της, που άγονται και φέρονται υπό την επιρροή των αστικών και μικροαστικών πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων.
3. Η εξέγερση αυτή δεν έχει επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα. Είναι όμως ένα αυθεντικό επαναστατικό κίνημα των μαζών, που δεν μανιπουλάρεται από συστημικές πολιτικές ή κοινωνικοσυνδικαλιστικές οργανώσεις. Είναι ένα μεγάλο σχολειό της ταξικής πάλης, που δεν μπορεί παρά ν’ αφήσει παρακαταθήκες στα δρώντα πρόσωπα και στα όποια συλλογικά υποκείμενα παίρνουν μέρος σ’ αυτή.
4. Η εξέγερση, εκτός από την αγριότητα του καπιταλισμού, αναδεικνύει και τη χρεοκοπία ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και των μαζικών του οργανώσεων. Κόμματα και συνδικάτα ολόκληρου του αστικού και μικροαστικού πολιτικού φάσματος, περιδεή μπροστά στη σφοδρότητα, την καθολικότητα και το ανυποχώρητο της εξέγερσης, ακόμα και όταν κάνουν κριτική στο φιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο και στις φασιστικές εξάρσεις του Σαρκοζί, δεν παραλείπουν να τονίσουν ότι πρώτιστο μέλημα όλων πρέπει να είναι η αποκατάσταση της τάξης, δηλαδή η επιστροφή στην ευρυθμία του καπιταλισμού και η συντήρησή της με το πέταγμα κάποιων ψιχίων στα εξαθλιωμένα προάστια. Ακόμα και οι ιμάμηδες της μουσουλμανικής κοινότητας, εκφράζοντας το συμφέρον των βολεμένων και ενσωματωμένων στο σύστημα τμημάτων της και το δικό τους συμφέρον ως κάστας, έβγαλαν «φετφά» καλώντας τους εξεγερμένους να σταματήσουν. Ομως, και ο δικός τους «φετφάς» γράφτηκε εκεί που γράφτηκαν οι ύβρεις και οι απειλές του Σαρκοζί.
5. Ανεξάρτητα από την έκβαση αυτής της εξέγερσης, ένα είναι βέβαιο. Πολλά πράγματα θα αλλάξουν από εδώ και πέρα στην Ευρώπη. Η πάντα παρούσα πολιτική κρίση θα βαθύνει και μια νέα κοινωνική και πολιτική κινητικότητα θα ξεκινήσει, απόρροια αυτού του αγώνα.