Αμαρτία εξομολογημένη. Μέχρι το βράδυ της περασμένης Τρίτης, είχα την άποψη ότι η Χίλαρι Κλίντον θα κάνει περίπατο στις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές με αντίπαλο τον Ντόναλντ Τραμπ. Είχε μαζί της τους μεγαλύτερους καπιταλιστικούς ομίλους (που της έχωναν φράγκα), είχε όλα τα μεγάλα Συγκροτήματα ΜΜΕ (που τη στήριζαν ανοιχτά, ορισμένα απ' αυτά ακόμα και σπάζοντας την παράδοσή τους για ουδετερότητα), είχε ολόκληρο το Δημοκρατικό Κόμμα (ακόμα και τον «σοσιαλιστή» Μπέρνι Σάντερς και τους υποστηρικτές του), είχε τον Ομπάμα (που -σε αντίθεση με ό,τι συνήθιζαν οι απερχόμενοι πρόεδροι- όργωσε οριζοντίως και καθέτως τις ΗΠΑ, συμμετέχοντας σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, χώρια οι τηλεοπτικές εμφανίσεις και οι συνεντεύξεις), είχε ακόμα και βαρόνους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (που θεωρούσαν ντροπή για την κομματική τους παράδοση να εκφράζονται από έναν άνθρωπο σαν τον Τραμπ).
Το βράδυ της Τρίτης, όταν είδα σε δύο ελληνικά κανάλια (ΕΡΤ και ΣΚΑΙ) ρεπορτάζ από την Aστόρια της Νέας Υόρκης, στα οποία οι ελληνοαμερικανοί μαγαζάτορες του φραπέ, του γύρου και της πίτσας τάσσονταν ευθαρσώς υπέρ του Τραμπ και εξηγούσαν ότι θα τον ψηφίσουν, γιατί έχει παραγίνει το κακό με την παράνομη μετανάστευση, που πλέον η Αμερική δεν μπορεί να τη σηκώσει όπως παλιά, και όταν άκουσα ελληνοαμερικανούς αναλυτές να μεταδίδουν ότι ναι μεν τα «κεφάλια» της «ομογένειας» και ο Τύπος της είναι με την Κλίντον, όμως οι άνδρες ψηφοφόροι θα ψηφίσουν σε ποσοστό 80% Τραμπ και οι γυναίκες σε ποσοστό κατά τι χαμηλότερο, συνειδητοποίησα ότι το «ματσάκι» είναι «ντέρμπι» με τα όλα του, με φαβορί τον Τραμπ. Γιατί αν ο μετανάστης δεύτερης γενιάς της Αστόρια ψηφίζει Τραμπ, προκειμένου αυτός να διώξει τους ισπανόφωνους μετανάστες, τι θα ψηφίσει ο μικροαστός των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, ο λευκός αμερικανός εργάτης που αισθάνεται τους μετανάστες ως απειλή ή ο redneck των αγροτικών περιοχών;
Η λέξη που άκουγε κανείς περισσότερο από τα χείλη των οπαδών και ψηφοφόρων του Τραμπ στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ ήταν «establishment» («κατεστημένο»). Το επιτελείο του Τραμπ έπαιξε έξυπνα μ' αυτή τη λέξη. Την ώρα που οι αντίπαλοί του μιλούσαν για το σεξισμό του Τραμπ, αυτός υποσχόταν στους ψηφοφόρους ότι θα τσακίσει το πολιτικό «κατεστημένο» της Ουάσιγκτον, το οποίο εξ ορισμού η Κλίντον συμβόλιζε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Ενας δισεκατομμυριούχος εμφανιζόταν ως εχθρός κάποιου «κατεστημένου», που το περιόριζε στους παραδοσιακούς πολιτικούς και όχι βέβαια στην αμερικάνικη κεφαλαιοκρατία, στην οποία ανήκει. Ταυτόχρονα έφτιαχνε εχθρούς ικανούς να τρομάξουν τον «μέσο Αμερικανό»: μεξικανούς μετανάστες (που είναι αλήτες, κλέφτες και βιαστές!) και μουσουλμάνους (που ο καθένας και η καθεμιά κρύβει μέσα του έναν τζιχαντιστή έτοιμο να σκορπίσει τον όλεθρο).
Μ' αυτόν τον καθαρά φασιστικό λόγο, ο Τραμπ κατάφερε να «καθαρίσει» τους 15 αντιπάλους του μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, να αντέξει στις συντονισμένες επιθέσεις του «κατεστημένου», που στήριζε την Κλίντον, και να κόψει πρώτος το νήμα. Για μια ακόμα φορά τα γεγονότα διέψευσαν τους δημοσκόπους και τα αστικά ΜΜΕ, που προσπαθούν να διαμορφώσουν κλίμα και να μανιπουλάρουν ψηφοφόρους.
Στην «Κόντρα» έχει γραφεί κατ' επανάληψη ότι η αμερικάνικη πολιτική -περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική ή καπιταλιστική χώρα- δεν καθορίζεται από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του προέδρου και της ομάδας του. Και πρέπει κάποια στιγμή ν' απαλλαγούμε από τις γελοίες αυτές θεωρίες. Οι ίδιοι άνθρωποι που παρουσίαζαν τον Μπους τζούνιορ σαν ηλίθιο (λόγω της προσωπικής του συμπεριφοράς) κάνουν τώρα το ίδιο για τον Τραμπ. Οι άνθρωποι των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου στις ΗΠΑ περνούν με άνεση (και χωρίς καμιά συζήτηση περί διαπλοκής) από τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στα υπουργεία. Οπως μανατζάρουν μια επιχείρηση, έτσι μανατζάρουν κι ένα υπουργείο. Κι όταν τελειώσει η υπουργική τους θητεία, ξαναγυρίζουν στον επιχειρηματικό χώρο. Επομένως, η πολιτική της αμερικάνικης κυβέρνησης (ιδιαίτερα η εξωτερική πολιτική) θα καθοριστεί από την κυρίαρχη μερίδα του αμερικάνικου χρηματιστικού κεφαλαίου. Στους προέδρους απομένει συνήθως ένα κομμάτι της εσωτερικής πολιτικής για να βάλουν την προσωπική τους σφραγίδα, πάντοτε διαπραγματευόμενοι με το Κογκρέσο και τη Γερουσία, τα μέλη των οποίων επίσης είναι εξαρτημένα από καπιταλιστικούς ομίλους.
Αντικείμενο αυτού του σημειώματος δεν είναι οι τυχόν αλλαγές στην αμερικάνικη πολιτική (που -επαναλαμβάνουμε- δε θα καθοριστούν από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Τραμπ, αλλά από τις προτεραιότητες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε πλανητικό επίπεδο, όπου ανταγωνίζεται με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις), αλλά η διαφημιζόμενη ως «αντισυστημική» ψήφος στον Τραμπ. Επειδή η γλώσσα που χρησιμοποιούμε πρέπει να περιγράφει με ακρίβεια το φαινόμενο που καλείται να περιγράψει, αρνούμαστε να χαρακτηρίσουμε ως «αντισυστημική» την ψήφο που δίνεται σε ακροδεξιά, ρατσιστικά, φασιστικά μορφώματα, όπως ο Τραμπ, η Λεπέν στη Γαλλία, ο Ορμπαν στην Ουγγαρία, το UKIP στη Βρετανία, η AfD στη Γερμανία, το Λαϊκό Κόμμα στη Δανία, η ΧΑ στην Ελλάδα.
Το σύστημα είναι καπιταλιστικό και καμιά απ' αυτές τις δυνάμεις δεν είναι αντικαπιταλιστική. Δε χρησιμοποιούν καν την πρόστυχη αντικαπιταλιστική ρητορική που χρησιμοποιούσαν οι ναζί στο Μεσοπόλεμο. Τους βαφτίζουν «αντισυστημικούς» επειδή διαχωρίζονται από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Παράλληλα, ενσωματώνουν στον κοινό παρονομαστή αυτού του «αντισυστημισμού» και τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις. Ετσι, ο «αντισυστημισμός» μετατρέπεται σε μια εξίσου αντιδραστική παραλλαγή της «θεωρίας των δύο άκρων» και σπέρνει σύγχυση στις εργαζόμενες μάζες, την ίδια στιγμή που οι υποδεικνυόμενες ως «αντισυστημικές» αστοαντιδραστικές δυνάμεις στηρίζονται (εμφανώς και περισσότερο αφανώς) από καπιταλιστικούς ομίλους, ινστιτούτα, θεσμούς του συστήματος.
Ο χώρος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε (σίγουρα θα χρειαστεί να επανέλθουμε), όμως αρκεί να θέσουμε ένα -κάθε άλλο παρά ρητορικό- ερώτημα για να καταλάβουμε πόσο συστημικός είναι αυτός ο «αντισυστημισμός». Φαντάζεστε, αντί για τον Τραμπ, τη Λεπέν, τον Φάρατζ και τους άλλους ακροδεξιούς, φασίστες, ρατσιστές, εθνικιστές πολιτικούς, να επηρέαζαν τις εργατικές και τις μικροαστικές μάζες επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα; Οι παραδοσιακές δυνάμεις του συστήματος (οικονομικές, μιντιακές, ακόμα και πολιτικές) θα έσπευδαν να τους παραδώσουν την εξουσία, όπως έκανε η γερμανική κεφαλαιοκρατία στα τέλη της δεκαετίες του '20 με αρχές της δεκαετίας του '30, όταν έριξε το βάρος της στην ενίσχυση των ναζί, καθώς αισθανόταν στο σβέρκο της την ανάσα του Τέλμαν και των συντρόφων του (όσοι δεν το έχετε κάνει, κάντε τον κόπο να διαβάσετε τη μπροσούρα της «Κόντρας» «Διδάγματα από το Μεσοπόλεμο» – θα δείτε με άλλο μάτι τις σημερινές εξελίξεις).
Οι αντιδραστικές αστικές δυνάμεις, με τις διαφορές που εμφανίζουν από χώρα σε χώρα (διαφορές υπαρκτές, που δεν μπορεί να κρυφτούν από τους πανηγυρισμούς όλων, από Λεπέν μέχρι ΧΑ, για τη νίκη του Τραμπ), ανθίζουν σήμερα όχι ως πολεμικός αντίπαλος του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως στο Μεσοπόλεμο, αλλά ως παραφυάδα της πολιτικής κρίσης, της κρίσης αντιπροσώπευσης των αστικών συστημάτων εξουσίας. Μπορεί η πλειοψηφία των παραδοσιακών αστικών δυνάμεων να μη γουστάρουν τον κάθε Τραμπ και την κάθε Λεπέν, όμως τους αναγνωρίζουν το γεγονός ότι καταφέρνουν να καναλιζάρουν την αυθόρμητη εργατική και μικροαστική οργή σε δρόμους όχι απλώς αβλαβείς για το σύστημα, αλλά και επωφελείς για τη σταθερότητά του.
Το πιο χαρακτηριστικό κοινό στοιχείο σε όλα αυτά τα αντιδραστικά αστικά ρεύματα είναι η αποθέωση του εθνικισμού. Χωρίς να αμφισβητούν αυτό που ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση», μιλούν για την ενίσχυση της δικής τους χώρας στην παγκόσμια σκηνή («Να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη» ήταν το κεντρικό σύνθημα της καμπάνιας του Τραμπ, τα ίδια λέει το UKIP στη Βρετανία και η Λεπέν στη Γαλλία). Μ' αυτόν τον τρόπο, προσφέρουν διπλή υπηρεσία στο σύστημα. Από τη μια μετατρέπουν τις εργαζόμενες (εργατικές και μικροαστικές) μάζες σε εφεδρεία του καπιταλισμού, που παίρνει το όνομα «πατρίδα», και από την άλλη προσφέρουν στις ιμπεριαλιστικές χώρες μια πολιτική διέξοδο χρήσιμη για το παρόν και ενδεχομένως πιο χρήσιμη για το μέλλον. Οι κυβερνήσεις των παραδοσιακών κομμάτων επικαλούνται τον κίνδυνο των δεξιών «ριζοσπαστών» (άλλη παραφθορά μιας έννοιας που άλλοτε είχε σαφές πολιτικό πρόσημο) για να σκληρύνουν τη στάση τους στο διιμπεριαλιστικό παζάρι. Οταν οι διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξυνθούν ακόμα περισσότερο, αυτή η επιθετική ρητορική θα χρησιμοποιηθεί για να σύρει «ολόκληρο το έθνος» σε κάθε είδους αντιπαράθεση, ακόμα και σε πολεμική αντιπαράθεση.
ΥΓ. Οταν ο Τσίπρας επισκέφτηκε τις ΗΠΑ, το Γενάρη του 2013, μας είπε ότι «η Αμερική δεν βρίσκεται στην κατάσταση κατάθλιψης την οποία δυστυχώς η χώρα μου βιώνει σήμερα. Δεν είδα κλειστά καταστήματα, βλοσυρά πρόσωπα, σημάδια απελπισίας παντού». Αυτό το απέδωσε «στον τρόπο με τον οποίο η αμερικανική κυβέρνηση, η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση (…) με μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και όχι με την καταστροφική πολιτική της λιτότητας». Τρία χρόνια από τότε, η ψήφος σε ό,τι πιο χυδαίο έχει επιδείξει η αμερικάνικη πολιτική μεταπολεμικά, ήρθε να… επιβεβαιώσει τον τσίπρειο λόγο!
Πέτρος Γιώτης