Οσο κι αν γκρίνιαξαν τα μέλη του «παλαιού ΣΥΡΙΖΑ του 4%» για τη συμμετοχή του προέδρου τους στο ετήσιο κλειστό συνέδριο της Villa d’ Este, που οργανώνει το «ίδρυμα» Ambrosetti-The European House, συνδέοντας αυτή τη συμμετοχή με την απουσία του από τη διαδήλωση της Θεσσαλονίκης, δεν υπήρχε περίπτωση η ηγετική ομάδα ν’ αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία της πρόσκλησης από ένα διάσημο καπιταλιστικό «κλαμπ», που ισοδυναμούσε με αναγνώριση του Τσίπρα ως πολιτικού παράγοντα εξουσίας. Πριν από δυο χρόνια οι συριζαίοι κλαψούριζαν σαν παιδάκια επειδή ερχόταν στην Αθήνα ο Γιούνκερ, με την ιδιότητα του προέδρου του Eurogroup, και αρνιόταν να συναντήσει τον Τσίπρα (που έχει θεσμικό ρόλο: ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι τέταρτος στην πολιτειακή ιεραρχία) και τώρα που τον κάλεσαν να είναι συνδαιτυμόνας του Μπαρόζο, του Μόντι, του Πρόντι, του Λέτα, του Μπαρνιέ, του Πέρες και τόσων άλλων θα τους έλεγε «συγνώμη, έχω να πάω Θεσσαλονίκη, να διαδηλώσω μαζί με τον Παναγόπουλο της ΓΣΕΕ»;
Σ’ αυτές τις κλειστές μαζώξεις σημασία δεν έχει τι λένε οι ομιλητές στις εξαιρετικά σύντομες παρεμβάσεις τους (δεκάλεπτο-τέταρτο), αλλά αυτή καθεαυτή η πρόσκληση και η συμμετοχή, που δίνει την ευκαιρία για παρασκηνιακές συζητήσεις, στις οποίες γίνονται σφυγμομετρήσεις, διευκρινίζονται απόψεις με τρόπο που δεν μπορεί να γίνει δημόσια, αναλαμβάνονται δεσμεύσεις, κλείνονται συμμαχίες. Δεν έχουμε, βέβαια, ρεπορτάζ από τις παρασκηνιακές συναντήσεις και συζητήσεις του Τσίπρα, έχουμε όμως τη σύντομη ομιλία του (την διένειμε το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ), από το περιεχόμενο της οποίας μπορεί κανείς να καταλάβει τι ειπώθηκε στο παρασκήνιο.
Ηταν μια ομιλία διαβεβαιώσεων ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα σεβαστεί το ιμπεριαλιστικό στάτους, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο (που έχει σημασία στις σύντομες ομιλίες σε τέτοιες συνάξεις), ο Τσίπρας φρόντισε να στείλει ένα σαφές καθησυχαστικό μήνυμα, κάνοντας αναφορές σε τρία ονόματα: από τη μια στον Μάριο Μόντι και τον Μάριο Ντράγκι, προτάσεις των οποίων βρήκε θετικές, και από την άλλη στον Καρλ Μαρξ, με μια αναφορά γεμάτη ειρωνεία: «Αν σήμερα "ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη", δεν είναι αυτό του κομμουνισμού, όπως έλεγε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, αλλά της λαϊκιστικής, αντιευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, είναι το φάντασμα του ευρωσκεπτικισμού και του αντιευρωπαϊσμού». Το κωδικοποιημένο μήνυμα υπήρξε σαφές: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκπροσωπεί τον επαναστατικό μαρξισμό και το επαναστατικό εργατικό κίνημα, αλλά μια δύναμη που όχι μόνο αποδέχεται το ευρωενωσιακό στάτους, αλλά είναι αποφασισμένη να «ματώσει» γι’ αυτό. Δεν πρέπει κανείς να στέκεται στις διαφορετικές του προτάσεις (η πλειοψηφία των οποίων έχει καθαρά δημαγωγική σημασία), αλλά στις συγκλίσεις που αναζητά με συντηρητικούς παράγοντες, όπως ο Ντράγκι και ο Μόντι. Γι’ αυτό και οι ηγέτες των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών χωρών πρέπει να δείξουν εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ, να τον αποδεχτούν, να πάψουν να τον πολεμούν στηρίζοντας τους «τελειωμένους» Σαμαρά-Βενιζέλο.
Πριν δούμε το υπόλοιπο περιεχόμενο της ομιλίας Τσίπρα, πρέπει να δούμε τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ «προμοτάρισε» το γεγονός. Διένειμε non paper (είναι μόνιμη τακτική του να δίνει «γραμμή» σε φιλικούς δημοσιογράφους με non papers) σε δύσκολα συγκρατούμενους πανηγυρικούς τόνους, στο οποίο καμαρώνει για την αναγνώριση από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές του «ιδιαίτερου ρόλου» που μπορεί να παίξει ως «μελλοντική κυβέρνηση». «Απέναντι στις θέσεις αυτές (σ.σ. του Τσίπρα), το ακροατήριο του φόρουμ είχε ιδιαίτερα θετική στάση», καμαρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο non paper. Από αυτό το non paper πληροφορηθήκαμε τα καλά λόγια που είπε για τον Τσίπρα ο Ρομάνο Πρόντι (με τη σειρά: τραπεζίτης του Βατικανό, πρόεδρος της Κομισιόν, υπουργός και πρωθυπουργός της Ιταλίας, πάντα χριστιανοδημοκράτης): «Ανέπτυξε (σ.σ. ο Αλ. Τσίπρας) έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα διάλογο, με εποικοδομητική διαλεκτική. Δεν ζήσαμε τίποτα από τα όσα αντιστοιχούν στις γραφικές συγκρούσεις που κάποιοι έχουν στο μυαλό τους, για τέτοιου είδους συναντήσεις. Ηταν θετικό και για τον Αλέξη Τσίπρα και για εμάς». Ενας άλλος χριστιανοδημοκράτης (τραπεζίτης, κομισάριος, υπουργός, μεταβατικός πρωθυπουργός), ο Μάριο Μόντι, φέρεται να δήλωσε πως «ο Τσίπρας είναι ο μόνος έλληνας πολιτικός από τον οποίο άκουσε ευθέως ότι κάποιοι στην Ελλάδα δεν πληρώνουν φόρους»!
Βέβαια, και ο Πρόντι και ο Μόντι θεωρούνται πλέον συνταξιούχοι της ευρωπαϊκής πολιτικής, οπότε δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι κάνουν «λόμπινγκ» αξιώσεων υπέρ του Τσίπρα. Ομως, παιχνίδια παίζονται στην ΕΕ και πολλές φορές οι «συνταξιούχοι» αναλαμβάνουν τη βρόμικη δουλειά. Ας πούμε ν’ ασκήσουν πιέσεις στη Γερμανία, δημιουργώντας μια καλύτερη διαπραγματευτική βάση για την ιταλική μονοπωλιακή κεφαλαιοκρατία. Σενάρια δεν συνηθίζουμε να κάνουμε, οπότε κρατάμε την ουσία: ο ΣΥΡΙΖΑ καμαρώνει επειδή ο πρόεδρός του γίνεται αποδεκτός από υπεραντιδραστικούς σαν τον Πρόντι και τον Μόντι, οι οποίοι έχουν επί σειρά ετών υπηρετήσει με προσήλωση ζηλωτή τα συμφέροντα της ιταλικής κεφαλαιοκρατίας, ενώ έχουν αναλάβει υψηλά πόστα στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Πέρα από το δημόσιο (εν είδει «δηλώσεως μετανοίας») ενταφιασμό του μαρξισμού και της επαναστατικής προοπτικής, η αναφορά στο «φάντασμα του ευρωσκεπτικισμού και του αντιευρωπαϊσμού» επιλέχτηκε πολύ προσεκτικά, για να διαβεβαιώσει πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι φλογερός υπερασπιστής της ιμπεριαλιστικής ΕΕ και εξίσου φλογερός εχθρός κάθε αντιπάλου της, είτε πρόκειται για τους λεγόμενους ευρωσκεπτικιστές είτε πρόκειται για επαναστατικές πολιτικές κατευθύνσεις. Και τότε σε τι έγκειται η διαφορετικότητα ή η αιρετικότητα του ΣΥΡΙΖΑ;
Κάνοντας ένα άλμα αυθαιρεσίας, ο Τσίπρας προεξόφλησε ότι «ξεκινώντας από την παραδοχή ότι το φάρμακο που δόθηκε στον ασθενή έχει επιδεινώσει την ασθένεια, πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι ότι το φάρμακο αυτό πρέπει να διακοπεί. Και πιστεύω ότι δικαίως οι περισσότεροι στην Ευρώπη λένε ότι και η τρόικα, ως θεσμός που έχει επιβληθεί στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, οφείλει να καταργηθεί». Από πού κι ως πού θεωρεί ότι όλοι συμφωνούν ότι το φάρμακο απέτυχε; Δηλαδή, οι καπιταλιστές της Ευρώπης και οι πολιτικοί που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους θεωρούν ότι η διαχείριση της κρίσης απέτυχε;
Εκεί που θα περίμενε κανείς, όμως, μετά απ’ αυτή την εισαγωγή, ν’ ακούσει τα γνωστά περί σκισίματος των μνημονίων, κατάργησης των μνημονιακών νόμων, καθιέρωσης μιας κεϊνσιανής πολιτικής που θα στηρίζεται στην αύξηση της ζήτησης μέσω αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων (όλ’ αυτά που ο Τσίπρας και τα άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εκφωνούν από τα προεκλογικά μπαλκόνια), ακολούθησε μια μετριοπαθής πολιτική πρόταση, στηριγμένη σε άξονες που δε διαφέρουν σε τίποτα απ’ αυτά που λένε ο Ρέντσι και ο Βαλς.
Η πρώτη πρόταση αποτελούσε άνοιγμα στον Μόντι, με την υπενθύμιση ότι τον Ιούνη του 2012 αυτός πρότεινε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να γίνεται απευθείας από τον ESM, χωρίς να επιβαρύνονται τα δημόσια χρέη. «Αυτή είναι μια πρόταση που, αν είχε προχωρήσει, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα», είπε με νόημα ο Τσίπρας. Υπενθυμίζουμε ότι παρόμοιες προτάσεις γίνονται και σήμερα στην ευρωζώνη, ακόμη και από συντηρητικούς παράγοντες, γιατί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του ESM δεν σημαίνει αμοιβαιοποίηση του χρέους, όπως θα γινόταν αν εκδίδονταν ευρωομόλογα, αλλά σχετική μείωση του κρατικού δανεισμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, οι τράπεζες μιας χώρας θα περάσουν υπό τον έλεγχο ενός οργανισμού που ελέγχεται ασφυκτικά από τη Γερμανία, η οποία έχει βάλει και τα περισσότερα κεφάλαια. Γι’ αυτό και η πρόταση αυτή έχει μπει στο ψυγείο και θα βγει μόνο εάν ξεσπάσει νέα κρίση στον τραπεζικό τομέα.
Η δεύτερη πρόταση αποτελούσε άνοιγμα στον Ντράγκι και διατυπώθηκε ως βασικός άξονας της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ: «[Χρειαζόμαστε] μια θαρραλέα πολιτική από την ΕΚΤ, ποσοτικής χαλάρωσης. Οι προτάσεις Ντράγκι είναι για μας σε θετική κατεύθυνση, χρειάζονται όμως πολύ πιο ριζοσπαστικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος». Αρκεί να σημειώσουμε ότι, παρά την περί του αντιθέτου φιλολογία, οι προτάσεις Ντράγκι (σχετική νομισματική χαλάρωση) έχουν την απόλυτη συμφωνία της Μπούντεσμπανκ και της Γερμανίας.
Φυσικά, δε θα μπορούσε να λείψει η αναπτυξιολογία από την ομιλία Τσίπρα. Ηταν σαν να άκουγες τον Ρέντσι, τον Βαλς και τους υπόλοιπους της «Διεθνούς των λευκών πουκαμίσων» (δείτε σχετικά στη σελίδα 16), που μίλησαν δυο μέρες μετά στο φεστιβάλ της Unita στη Μπολόνια: «Χρειάζονται αναπτυξιακές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να αντιμετωπιστεί η ύφεση, με διεύρυνση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων».
Η τελευταία πρόταση ήταν η μοναδική που είχε… άρωμα ΣΥΡΙΖΑ: «χρειάζεται να λύσουμε –έπρεπε να είχαμε λύσει χτες, πριν από χρόνια, όταν ξεκίνησε η κρίση- το πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Εμείς προτείνουμε μια ευρωπαϊκή λύση, ώστε να βρούμε μια βιώσιμη βάση, στη λογική της αμοιβαιοποίησης, στη λογική της Διάσκεψης του 1953 που αντιμετώπισε το χρέος της Γερμανίας, που ήταν μια κορυφαία στιγμή αλληλεγγύης για την Ευρώπη. Πρέπει να ξαναβρούμε αυτές τις ιδρυτικές αξίες της Ευρώπης. Την αλληλεγγύη, τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή». Οπως βλέπετε, πρόκειται για μια πρόταση που κατατίθεται, χωρίς να συνοδεύεται από καμιά απειλή για μονομερείς ενέργειες από ελληνικής πλευράς, για καταγγελίες δανειακών συμβάσεων, παύσεις ή αναστολές πληρωμών και τα λοιπά ηρωικά που ακούγονται από συριζικά στόματα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Σ’ όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το ριζοσπαστικό, τίποτα που να απειλεί να διασαλεύσει τη δημοσιονομική τάξη στην ευρωζώνη. Ο Τσίπρας όχι μόνο δεν καταφέρθηκε κατά του Συμφώνου Σταθερότητας και του «χρυσού κανόνα», αλλά αντίθετα τα υπερασπίστηκε με έμμεσο πλην σαφέστατο τρόπο: «Κανείς δεν λέει –τουλάχιστον εμείς δεν λέμε– ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην εποχή των μεγάλων ελλειμμάτων»!
Τα υπόλοιπα ήταν σύντομες φλυαρίες (του τύπου: «πρέπει να παράξουμε πλούτο για να βγούμε από την κρίση και χωρίς ανάπτυξη δεν παράγεται πλούτος»), που δεν τις ακούς μόνο από τον Ρέντσι και τον Ολάντ, αλλά ακόμη και από τους Σαμαρά-Βενιζέλο. Ακόμη και αυτές οι φλυαρίες, όμως, περιείχαν κωδικοποιημένα μηνύματα που οι εκλεκτοί συμμετέχοντες στο κλειστό φόρουμ Ambrozetti ήταν σε θέση να αποκωδικοποιήσουν. Οταν ο Τσίπρας τους είπε ότι «δεν αντιμετωπίζουμε τις μεγάλες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας: τη φοροδιαφυγή, το πελατειακό κράτος», κατάλαβαν πολύ καλά ότι τάχθηκε ενάντια στις προσλήψεις στο δημόσιο. Αυτό σημαίνει στη σύγχρονη αστική γλώσσα η έννοια «πελατειακό κράτος» (και όχι κράτος το οποίο πλιατσικολογούν οι καπιταλιστές).
Κατόπιν αυτών, δεν είχαν κανένα πρόβλημα οι πολιτικοί, οι τραπεζίτες, οι τεχνοκράτες, οι βιομήχανοι και οι μανατζαραίοι να καταλάβουν ποιον είχαν απέναντί τους. Γι’ αυτό είμαστε σίγουροι ότι το διασκέδασαν δεόντως, όταν άκουσαν τον Τσίπρα να τους εξηγεί εισαγωγικά… γιατί τον κάλεσαν (αυτοί δεν ήξεραν, έπρεπε να τους το πει ο Τσίπρας, για να τ’ ακούσει ο Λαφαζάνης στην Αθήνα): «Θα ήθελα να ξεκινήσω την εισήγησή μου, αναγνωρίζοντας ότι η πρόσκληση που μου απευθύνατε οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι γνωρίζετε πως θα σας καταθέσω μια διαφορετική εκτίμηση –ίσως αιρετική, θα πουν πολλοί–, μια κριτική εκτίμηση για την τρέχουσα πολιτική, για την κυρίαρχη πολιτική στην ΕΕ. Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί εκπροσωπώ ένα κόμμα από την Ελλάδα, τη χώρα στην οποία, διά της τρόικας, εφαρμόστηκε το πιο βίαιο πρόγραμμα προσαρμογής που έχει εφαρμοστεί ποτέ στην Ευρώπη»! Και σίγουρα θα έσκασαν στα γέλια όταν διάβασαν στη La Stampa τον Τσίπρα να ερωτάται «πώς κατάφερε ένας εκπρόσωπος της “άκρας” ευρωπαϊκής αριστεράς να κερδίσει από τη σκηνή του Φόρουμ Αμπροζέτι έστω και ένα διακριτικό αριθμό χειροκροτημάτων;» και να απαντά: «Ηρθα στο “στόμα του λύκου”, γιατί είναι καλύτερα να ακούς κάποιον απευθείας, ακόμη και εάν έχει διαφορετική γνώμη»!
ΥΓ: Προσερχόμενος στην υπερπολυτελή Villa d’ Este, ο Τσίπρας ενεδύθη τον μανδύα του Ιησού που πήγε στο ναό του Σολομώντα για να σώσει τους αμαρτωλούς, πείθοντάς τους να γυρίσουν στον ίσιο δρόμο και δήλωσε: «Είμαι εδώ γιατί με κάλεσαν και είμαι πολύ ικανοποιημένος που βρίσκομαι, γιατί θέλω να πω την αλήθεια σε αυτά τα άτομα που είχαν την ευκαιρία να είναι ηγέτες της Ευρώπης, αλλά δεν έκαναν καλά πράγματα»!
Πέτρος Γιώτης