Οπως ήταν προδιαγεγραμμένο, η συμφωνία της κυβέρνησης με τη Deutsche Telekom ολοκληρώθηκε και στις τελευταίες της λεπτομέρειες και από την περασμένη Πέμπτη ο ΟΤΕ βρίσκεται στα χέρια του γερμανικού μονοπωλιακού κολοσσού. Η πολιτικο-συνδικαλιστική αντιπαράθεση που εξελίσσεται τίποτα δε μπορεί ν’ αλλάξει (γι’ αυτό και ουδόλως ανησύχησε τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν τις πληροφορίες τους όταν μπήκαν στο «κόλπο»). Μόνο για το εγχώριο πολιτικό παιχνίδι έχει σημασία. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΜΕ-ΟΤΕ, που έχει καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να διαλύσει το συνδικαλιστικό κίνημα σ’ αυτή τη μεγάλη επιχείρηση, χρησιμοποιεί τώρα τις δικαστικές προσφυγές σαν φύλλο συκής για να κρύψει τις ευθύνες της (από τις προσφυγές το μόνο που θα μείνει είναι οι αμοιβές των δικηγόρων), ενώ ΠΑΣΟΚ, Περισσός και ΣΥΝ προσπαθούν να βγάλουν πολιτική υπεραξία από την κυβέρνηση. Ας τ’ αφήσουμε, λοιπόν, στην άκρη όλ’ αυτά και ας επικεντρωθούμε στην ουσία.
Ο ΟΤΕ ουσιαστικά τώρα μπαίνει στη δεύτερη φάση της ιστορίας του. Από μια ανθηρή κρατική επιχείρηση μετατρέπεται σε μια επιχείρηση καθαρά ιδιωτική, αφού μεσολάβησε μια δωδεκαετής μεταβατική περίοδος μικτού μετοχικού σχήματος. Δύο ήταν οι στόχοι αυτής της μεταβατικής περιόδου. Πρώτο, να λειανθεί το έδαφος για την εκχώρηση και του μάνατζμεντ σ’ ένα μονοπώλιο των τηλεπικοινωνιών και δεύτερο ν’ αλλάξει το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στο πρότυπο του ιδιωτικού τομέα. Στην επίτευξη και των δύο αυτών στόχων καθοριστική ήταν η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ είναι αυτό που ξεκίνησε την ιδιωτικοποίηση, κατεβάζοντας τη συμμετοχή του δημόσιου σε ποσοστό κάτω από το 35%, ενώ εφάρμοσε τιμολογιακή πολιτική με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι αυτή που αρχικά αποδέχτηκε τη μετοχοποίηση-ιδιωτικοποίηση και στη συνέχεια συμφώνησε με την κυβέρνηση της ΝΔ την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων για τους νεοπροσλαμβανόμενους, μαζί με μια καλοπληρωμένη «εθελούσια έξοδο», η οποία καθάρισε το έδαφος για τους υποψήφιους αγοραστές, φορτώνοντας το κόστος στο κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Ο πρώτος στόχος της μεταβατικής περιόδου αντανακλάται και στη συμφωνία που υπέγραψε με τη DT η κυβέρνηση Καραμανλή. Ενώ πρόκειται για μια τυπική πράξη πώλησης (με όλα τα στοιχεία ενός οικονομικού σκανδάλου, που τ’ αναλύσαμε στο προηγούμενο φύλλο), καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιαστεί σαν μια «αμοιβαία επωφελής συμφωνία συνεργασίας». Η ουσία είναι ότι οι Γερμανοί παίρνουν πακέτο τον ΟΤΕ και το μόνο που έκανε η κυβέρνηση, για ν’ αποφύγει μελλοντικές εξαγορές μέσω χρηματιστηριακών παιχνιδιών, ήταν να «δέσει» κάποιες τιμές πώλησης για τα επόμενα πακέτα μετοχών. Οσο για τη δήθεν συνδιοίκηση, αρκεί και περισσεύει η διπλή ψήφος του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου, που θα ορίζει η DT.
Πέραν του ξεπουλήματος «αντί πινακίου φακής» μιας ανθηρότατης επιχείρησης, υπάρχουν δυο θέματα άμεσου λαϊκού ενδιαφέροντος. Το πρώτο είναι η τιμολογιακή πολιτική. Οσο η επιχείρηση ήταν αμιγώς κρατική (με το παλιό καθεστώς των ΔΕΚΟ), υπήρχε η δυνατότητα παρέμβασης στην τιμολογιακή πολιτική, στην οποία αντανακλώνταν σ’ ένα βαθμό οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί. Αυτό παύει να ισχύει ολοκληρωτικά. Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών, που επικαλείται η κυβέρνηση, έχει ως αποστολή να ελέγχει τον αθέμιτο ανταγωνισμό, μέσω χαμηλών τιμών, και όχι τις αυξήσεις των τιμών και τα καρτέλ μεταξύ των εταιριών. Το δεύ-τερο είναι οι εργασιακές σχέσεις, οι οποίες έχουν ξεθεμελιωθεί –όπως προαναφέρθηκε– με τη σύμφωνη γνώμη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Η πώληση του ΟΤΕ, πέρα από τα σκανδαλώδη στοιχεία της, που ουδέποτε θα αποκαλυφθούν, έρχεται σαν μια φυσική εξέλιξη των διαδικασιών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφάλαιου, που την τελευταία εικοσαετία έχει επεκταθεί (όχι μόνο στην Ελλάδα) και στο χώρο των άλλοτε κρατικών επιχειρήσεων.
Οταν ο καπιταλισμός δημιουργούσε τις μεγάλες εταιρίες που αναλάμβαναν να οικοδομήσουν και να αναπτύξουν δίκτυα υποδομών, το έκανε κατά κανόνα με φορέα το κράτος. Οπως και άλλες φορές έχουμε σημειώσει, αυτό υπαγορεύτηκε από οικονομικούς λόγους, διότι οι εταιρίες αυτές απαιτούν υψηλή οργανική σύνθεση κεφάλαιου (μεγάλη μάζα σταθερού κεφάλαιου), γεγονός που ενισχύει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Το ιδιωτικό κεφάλαιο, ειδικά μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, εύρισκε εύκολα χώρους επικερδέστατης τοποθέτησης, ενώ αναζητούσε τη διευ-κόλυνση των δικτύων υποδομής (ενέργεια, μεταφορές, επικοινωνίες κ.λπ.), τη δαπάνη των οποίων αναλάμβανε το κράτος, εξασφαλίζοντας τα έσοδα μέσω της φορολογίας, κυρίως των εργαζόμενων.
Πέρα από την εξασφάλιση των απαραίτητων δικτύων υποδομής, το ιδιωτικό κεφάλαιο εξασφάλιζε δουλειές ως εργολάβος και προμηθευτής, για την κατασκευή, τη συντήρηση και την επέκταση των δικτύων των κρατικών επιχειρήσεων. Και μάλιστα, δουλειές με μέγιστη κερδοφορία, μέσω σκανδαλωδών διαδικασιών. Η περίπτωση του ΟΤΕ είναι χαρακτηριστικότατη απ’ αυτή την άποψη. Επί δεκαετίες νέμονταν τις μεγάλες προμήθειές του η Siemens με την Intracom, που διόριζαν διοικήσεις, έδιωχναν υπουργούς, ακόμα και κυβερνήσεις (είναι γνωστό το κάζο του Μητσοτάκη το 1993). Οι ίδιοι προμηθευτές έβαλαν τον ΟΤΕ να πάρει όλα τα ρίσκα αγοράζοντας βαλκανικές τηλεπικοινωνιακές εταιρίες, σε μια περίοδο εξαιρετικής αβεβαιότητας, πολιτικής και οικονομικής, σ’ αυτές τις χώρες.
Εδώ και χρόνια, η κρίση υπερσυσσώρευσης και τα «λιμνάζοντα» κεφάλαια που αυτή δημιουργεί σπρώχνει τον ιδιωτικό τομέα στην εξαγορά ή τη συμμετοχή στο κεφάλαιο κρατικών επιχειρήσεων. Φυσικά, προϋπόθεση είναι η υπαξίωση αυτών των επιχειρήσεων, την οποία διεκπεραιώνουν οι κυβερνήσεις. Ο ΟΤΕ έχει δεσπόζουσα θέση στην ελληνική αγορά, ενώ ταυτόχρονα έχει σταθερές πλέον επενδύσεις στα Βαλκάνια, έχοντας πληρώσει τα ρίσκα που τον ανάγκασαν να πάρει. Αυτό τον κατέστησε εταιρία-φιλέτο, που πολλοί μονοπωλιακοί μνηστήρες λιμπίστηκαν. Μέσα από τις γνωστές σκανδαλώδεις διαδικασίες κέρδισε η DT. Αυτήν επέλεξε η κυβέρνηση Καραμανλή και έστησε όλο το κόλπο με τη MIG. Θα μπορούσε στη θέση της να είναι κάποια άλλη εταιρία, όπως η France Telecom ή μια γιαπωνέζικη, στην οποία ήθελε παλιά να πουλήσει ο Μητσοτάκης. Τίποτα δε θ’ άλλαζε στην ουσία.
Το πλήγμα είναι μεγάλο, ιδιαίτερα στον τομέα των εργασιακών σχέσεων. Η DT θα κοιτάξει βαθμιαία να αντικαταστήσει το παλιό προσωπικό, για να πάρει καινούργιο, χωρίς την προστασία του παλιού κανονισμού προσωπικού, γεγονός που θα αποτελέσει ένα ακόμα ανάχωμα στον αγώνα για τη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων όλων των εργαζόμενων. Τα υπόλοιπα που ακούγονται, περί εθνικής κυριαρχίας και τα παρόμοια, είναι απλώς τροφή για να εμπλέξουν τους εργαζόμενους στα πολιτικάντικα παιχνίδια τους.
Πέτρος Γιώτης