Την περασμένη Κυριακή, έγινε στην Κατάληψη «Στρούγκα» στη Νέα Φιλαδέλφεια μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση-αφιέρωμα στην Κομμούνα του Παρισιού. Στη σύντομη παρέμβασή του ο γράφων ανέδειξε ως σημαντικά κεκτημένα της Κομμούνας: α) Το γεγονός ότι για πρώτη φορά το προλεταριάτο απογαλακτίστηκε από την αστική επιρροή και διεξήγαγε έναν επαναστατικό αγώνα για τα δικά του συμφέροντα και όχι στηρίζοντας μια δυναστική μεταβολή, όπως συνέβη κατ’ επανάληψη τις δεκαετίες που προηγήθηκαν. β) Το γεγονός ότι η Κομμούνα έδωσε για πρώτη φορά ένα πρότυπο εφαρμογής της δικτατορίας του προλεταριάτου στην πράξη, που επέτρεψε –με τα θετικά του και με τις ελλείψεις και παλινωδίες του– στους Μαρξ και Ενγκελς να ενισχύσουν τις θεωρητικές τους επεξεργασίες και αργότερα στον Λένιν να προσεγγίσει καλύτερα τα βασικά επίδικα της ρωσικής επανάστασης του 1917.
Μιλούσαμε για την Κομμούνα, αλλά η σκέψη έτρεχε διαρκώς στον ξεσηκωμό που την ίδια στιγμή τάραζε τη γαλήνη του τουρκικού καθεστώτος, θρυμματίζοντας τη βιτρίνα της χώρας-πρότυπο, όπως εδώ και χρόνια διαφημίζεται η Τουρκία. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό συμμετέχει το προλεταριάτο της Τουρκίας στον ξεσηκωμό, που συνεχίζεται ενόσω γράφονται αυτές οι γραμμές, όμως και τα δημοκρατικά αιτήματα που προβάλλονται σε πρώτο πλάνο και η οικονομική εκμετάλλευση και εξαθλίωση που «κρύβονται», αλλά τροφοδοτούν την οργή, αφορούν κατά κύριο λόγο το προλεταριάτο της Τουρκίας. Είναι επίσης βέβαιο, ότι η εργατική νεολαία, πάντοτε ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών προταγμάτων, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των οδομαχιών. Τα φαινόμενα που εμφανίζονται σαν διαταξικά είναι στην πραγματικότητα βαθύτατα ταξικά. Μπορεί οι κάμερες να εστιάζουν στους διανοούμενους και τους λαμπερούς πρωταγωνιστές των σαπουνόπερων, που κάνουν την εμφάνισή τους στην πλατεία Ταξίμ της Πόλης, όμως στα στενά του Μπεσικτάς, όπου γίνονται οι πιο σκληρές οδομαχίες, είναι η εργατική νεολαία που συγκρούεται και όχι ο τηλεοπτικός Σουλεϊμάν με τη σύζυγό του. Τα έχουμε ζήσει και στην Ελλάδα αυτά και τα γνωρίζουμε πολύ καλά.
Μακριά από μας κάθε σκέψη υποτίμησης του ξεσηκωμού που σαρώνει τις μεγάλες τουρκικές πόλεις, από την ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη μέχρι το Ντέρσιμ του Κουρδιστάν. Είμαστε ολόψυχα με τους εξεγερμένους και ιδιαίτερα με το πιο δυναμικό κομμάτι τους, που συγκρούεται καθημερινά με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής. Κομμάτι στο οποίο φαίνεται καθαρά η συμβολή των οργανώσεων της τουρκικής επαναστατικής αριστεράς. Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος αποτελεί συνεισφορά στην κοινωνική πρόοδο, ανεξάρτητα από το βαθμό συνειδητότητάς του και ανεξάρτητα από την τελική έκβαση κάθε αγώνα. Κάθε σύγκρουση με την εξουσία των αστών είναι σχολείο της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από τη σπέκουλα που κάνουν οι αστικές αντιπολιτεύσεις και από την αδυναμία των οργανωμένων επαναστατικών δυνάμεων να γενικεύσουν θεωρητικά την πείρα και να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τον αγώνα. Θα ‘ρθει η στιγμή που όλ’ αυτά θα παίξουν το ρόλο τους στη σφυρηλάτηση της επαναστατικής συνείδησης.
Από την άλλη, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι και στον ξεσηκωμό της Τουρκίας, όπως και στη νεολαιίστικη εξέγερση στην Ελλάδα το Δεκέμβρη του 2008, όπως και στις σχετικά πρόσφατες αραβικές εξεγέρσεις, όπως σε δεκάδες μαχητικά κινήματα που έχουν ξεσπάσει σε διάφορες γωνιές του πλανήτη, η κατάσταση θυμίζει (πάντοτε τηρουμένων των αναλογιών) την κατάσταση εκείνη στην οποία έβαλε για πρώτη φορά τέρμα η Κομμούνα του Παρισιού. Μια κατάσταση ιδεολογικής και πολιτικής σύγχυσης, που επιτρέπει στις αστικές δυνάμεις να εκμεταλλεύονται τους αγώνες και τα εξεγερτικά κινήματα του προλεταριάτου, της φτωχολογιάς, της νεολαίας, για να λύνουν τις δικές τους αντιθέσεις και να επαναφέρουν την κοινωνική ειρήνη μέσα από δυναστικές μεταβολές. Χρήσιμο είναι, λοιπόν, να βάζουμε και αυτή τη διάσταση στην ανάλυσή μας.
Ειδικά η Τουρκία έχει να παρουσιάσει μια αλυσίδα τέτοιων δυναστικών μεταβολών, από την περίοδο της δημιουργίας του νέου τουρκικού κράτους (δεκαετία του ‘20) μέχρι σήμερα. Στην παράδοση αυτή έπαιξαν αναμφισβήτητα ρόλο και η διαμόρφωση του τουρκικού εθνικισμού, που αντιμετώπισε με τη φωτιά και το σίδερο όλες τις άλλες εθνότητες και εθνικές μειονότητες, και η ταξική διάρθρωση της τουρκικής κοινωνίας, με τη μεγάλη αγροτική μάζα να «πνίγει» σε σημαντικό βαθμό το προλεταριάτο των μεγάλων πόλεων. Ας μείνουμε, όμως, στις εξελίξεις της τελευταίας εικοσαετίας, συνέχεια και απότοκο των οποίων είναι ο σημερινός ξεσηκωμός.
Το ΑΚΡ, το κόμμα των «μετριοπαθών ισλαμιστών», με αδιαμφισβήτητο ηγέτη τον σίγουρα χαρισματικό πολιτικό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διανύει ήδη τον 11ο χρόνο στην εξουσία, έχοντας κερδίσει τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Δεν είναι ο ισλαμισμός ως ιδεολογία που έκανε το ΑΚΡ πολιτικά κυρίαρχο (αν ήταν έτσι, τότε θα είχαν την ίδια επιτυχία και παλαιότερα ισλαμικά κόμματα, όπως εκείνο του Ερμπακάν). Είναι και οι πολιτικές και οι οικονομικές συγκυρίες. Τα κοσμικά κόμματα που ομνύουν στην παράδοση του κεμαλισμού ουσιαστικά αποτελούν παιδιά της τελευταίας χούντας, της χούντας του Κενάν Εβρέν και των στρατηγών. Τα στελέχη τους ήταν βουτηγμένα στη διαφθορά, ενώ οι σχέσεις τους με το λεγόμενο «βαθύ κράτος», από το οποίο είχαν υποφέρει οι λαοί της Τουρκίας, ήταν ορατές. Ο Ερντογάν και οι «αδελφοί» του εμφανίστηκαν ως νέοι, άφθαρτοι, διαπνεόμενοι από δημοκρατικά ιδεώδη, έτοιμοι να συγκρουστούν με το «βαθύ κράτος». Ετσι, συγκίνησαν ευρύτατες εργατικές και λαϊκές μάζες, πέρα από τη θεσοσεβούμενη αγροτική Ανατολή. Τυχαίο είναι ότι ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως δήμαρχος της Ισταμπούλ, της πόλης που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό κοσμικών, φιλελεύθερων διανοούμενων, αλλά και αλεβιτών (μουσουλμανική αίρεση που αρνείται τη λατρεία και ζει κατά τα κοσμικά πρότυπα); Οι ισλαμιστές του ΑΚΡ συγκίνησαν ακόμη και κομμάτια της κοσμικής φιλελεύθερης διανόησης, η οποία παρά την απέχθειά της για τον ισλαμισμό, θεώρησε ότι υπό τη διοίκηση του ΑΚΡ αυτός μπορεί να συμβιώσει αρμονικά με τον αστικό-κοινοβουλευτικό δημοκρατισμό, τον εκδυτικισμό της Τουρκίας και την ένταξη στην ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, το αδυνάτισμα της σχετικά δυνατής τουρκικής άκρας αριστεράς την ίδια περίοδο. Η στροφή των εργατικών, αγροτικών και νεολαιίστικων μαζών προς τον αστικό κοινοβουλευτισμό, για τον οποίο κοπτόταν το ΑΚΡ, αποψίλωσε όλες τις επαναστατικές οργανώσεις, ξεραίνοντας τις δάφνες που είχαν κατακτήσει τα μέλη τους στις φυλακές της χούντας, στις αίθουσες βασανιστηρίων της στρατοχωροφυλακής και της ασφάλειας και στην παρανομία.
Το ΑΚΡ, όμως, έτυχε να κυβερνήσει και σε μια περίοδο που η Τουρκία ολοκλήρωσε τον κύκλο της καπιταλιστικής ύφεσης και μπήκε σε τροχιά ανάπτυξης. Φυσικά, αυτή η ανάπτυξη έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός «τριτοκοσμικού» μοντέλου. Με μεροκάματα πείνας, με ωράρια εξοντωτικά, με άθλιες εργασιακές συνθήκες. Αν μιλάμε στην Ελλάδα σήμερα για «κινεζοποίηση» σε συνθήκες κρίσης, στην Τουρκία η «κινεζοποίηση» υπήρξε και υπάρχει και σε συνθήκες σχετικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μόνο που η μείωση της ανεργίας εισπράχτηκε από το τουρκικό προλεταριάτο ως πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν, η οποία οφειλόταν στην κυβέρνηση του ΑΚΡ, στην οποία και πιστώθηκε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που από τη φιλελεύθερη κοσμική διανόηση πιστώθηκε στην ίδια κυβέρνηση η σχετική σταθεροποίηση του κοινοβουλευτισμού και η σύγκρουση με τους στρατηγούς.
Το ΑΚΡ εδραιώθηκε, μια μεγάλη κλίκα «ισλαμιστών» καπιταλιστών το στήριξε και το στηρίζει, έβαλε δικούς του ανθρώπους στο στρατό, στην αστυνομία, στις μυστικές υπηρεσίες, έγινε «κράτος εν κράτει», αντικαθιστώντας σ’ αυτό το ρόλο τα κοσμικά κεμαλικά κόμματα. Και βέβαια, αποφάσισε να κάνει επίσημη κρατική ιδεολογία τον ισλαμισμό και τις αναφορές στην οθωμανική αυτοκρατορία (χωρίς να αποκηρύσσει ανοιχτά τον κεμαλισμό), όχι γιατί ο Ερντογάν και η κλίκα του είναι «κολλημένοι» με τη θρησκεία, αλλά γιατί με τη θρησκεία μπορούν να ελέγξουν τις λαϊκές μάζες ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο κομμάτι τους. Η φθορά από την πολύχρονη άσκηση της εξουσίας είναι αναπόφευκτη.
Πιο σημαντική για το AKP, όμως, είναι η γνώση πως η ανάπτυξη δε θα διαρκέσει εσαεί, πως μια σειρά στοιχεία αυτής της ανάπτυξης είναι φούσκες, πως η καπιταλιστική ύφεση αναπόφευκτα θα έρθει και τότε η κοινωνική συναίνεση θα τιναχτεί στον αέρα. Γι’ αυτό και στην παραδοσιακή καταστολή του τουρκικού κράτους, η οποία αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του και ουδέποτε εξαφανίστηκε, οι «μετριοπαθείς ισλαμιστές» άρχισαν να προσθέτουν στοιχεία θεοκρατικού τύπου καταστολής, που έκαναν τη διοίκησή τους ακόμη πιο απεχθή.
Μια σπίθα ήταν αρκετή για να βάλει φωτιά. Το περιστατικό βάρβαρης αστυνομικής καταστολής στο πάρκο «Γκεζί» της πλατείας Ταξίμ λειτούργησε ως πυροκροτητής σε μια τεράστια εκρηκτική ύλη που είχε συσσωρευτεί σε όλη την Τουρκία, εξαιτίας πολιτικών και οικονομικών λόγων. Και ποιος καραδοκεί στη γωνία; Τα κοσμικά κεμαλικά κόμματα, τα παιδιά της χούντας του Εβρέν, που βρήκαν την ευκαιρία να αναβαπτιστούν στην κολυμβήθρα του νεολαιίστικου και λαϊκού ξεσηκωμού. Μέχρι τώρα ο Ερντογάν νικούσε τους κεμαλιστές κατά κράτος. Τώρα είναι η πρώτη φορά που αυτοί προβάλλουν απειλητικοί για την εξουσία του και θέλουν να εκμεταλλευτούν το λαϊκό ξεσηκωμό για να διεκδικήσουν μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας. Η ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας φαίνεται να βαδίζει σε μια ακόμη επανάληψή της, και πάλι ως τραγωδία. Δεν έχει σημασία αν αυτό θα γίνει τώρα ή αργότερα. Σημασία έχει ότι το προλεταριάτο της Τουρκίας δεν είναι ακόμη σε θέση να απογαλακτιστεί από την αστική επιρροή και να πολεμήσει κάτω από τη δική του επαναστατική σημαία.
Δε θα μπορούσε να συμβεί και διαφορετικά, στη δεδομένη ιστορική στιγμή. Αυτή η διαπίστωση όχι μόνο δεν μειώνει τη σημασία του ξεσηκωμού, που ακόμη συνεχίζεται, αλλά αντίθετα την αναδεικνύει. Γιατί χωρίς τέτοιους ξεσηκωμούς κανένας λαός δεν έχει μέλλον. Οι δυναστικές μεταβολές θα γίνονται ερήμην του, διά των εκλογών και μόνο. Ενώ οι ξεσηκωμοί προσφέρουν εμπειρίες, υλικό για γνώση, μνήμες που συσσωρεύονται.
Ακούμε και διαβάζουμε συχνά πως υπάρχουν δυο Τουρκίες. Μια Τουρκία του Ισλάμ, της μαντίλας, του τζαμιού και της προσευχής, την οποία ευπροσώπως εκπροσωπεί το ΑΚΡ, και μια Τουρκία φιλελεύθερη, δυτικόστροφη, κοσμική, την οποία «αναγκαστικά» εκπροσωπούν τα κόμματα της κεμαλικής παράδοσης, είτε «καθαρά» κεμαλικά είτε με στοιχεία από τα δυτικά πολιτικά ρεύματα (π.χ. σοσιαλδημοκρατία). Πράγματι, όποιος κάνει μια εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη θα εισπράξει φωτογραφικά αυτή την εικόνα. Από τη μια το ανέμελο πλήθος της Ταξίμ και της λεωφόρου Ιστικλάλ, που θυμίζουν μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, και από την άλλη τα τζαμιά με τα εκκωφαντικά μεγάφωνα να μεταδίδουν το κάλεσμα του μουεζίνη προς τους πιστούς και οι γυναίκες με τις μαντίλες που περπατούν γρήγορα πηγαίνοντας για τη δουλειά ή το σπίτι.
Αυτή, όμως, είναι μόνο μια φωτογραφική αποτύπωση της πραγματικότητας, που αν μείνει τέτοια ευνοεί την εξουσία του κεφάλαιου και το «διαί-ρει και βασίλευε» που υπήρξε πάντοτε ένα αγαπημένο δόγμα της. Πράγματι, υπάρχουν δυο Τουρκίες, αλλά αυτές δεν είναι η Τουρκία των μουσουλμάνων και η Τουρκία των κοσμικών. Είναι η Τουρκία της κεφαλαιοκρατικής πλουτοκρατίας και η Τουρκία της φτωχολογιάς, των εργατών, των φτωχών αγροτών, των εργαζόμενων μικροαστών. Οι δυο ψεύτικες Τουρκίες χαρίζονται στο ΑΚΡ από τη μια και στα ικεμαλικά κόμματα από την άλλη. Οταν αυτές οι δυο ψεύτικες Τουρκίες γίνουν ένα, όταν εξαλειφθούν οι ψεύτικοι ιδεολογικοί διαχωρισμοί και μείνει μόνο ο ταξικός διαχωρισμός, τότε «μετριοπαθές Ισλάμ» και Κεμαλιστές θα γίνουν ένα (το ‘χουν ξανακάνει και στο παρελθόν), για ν’ αντιμετωπίσουν τον εχθρό λαό.
Από την άποψη αυτή, όσο κι αν βρισκόμαστε ακόμα μακριά από έναν μαζικό απογαλακτισμό του προλεταριάτου και της φτωχολογιάς από τις ιδεολογικές και πολιτικές επιρροές των αστικών κομμάτων, ο σημερινός ξεσηκωμός είναι πάρα πολύ σημαντικός. Γιατί δεν είναι ξεσηκωμός των κοσμικών ενάντια στους πιστούς, αλλά ξεσηκωμός για δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, που αφορούν όλο το προλεταριάτο και τη φτωχολογιά. Θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς στα οδοφράγματα των τουρκικών πόλεων. Η καρδιά μας βρίσκεται ολόκληρη μαζί τους, γιατί δεν υπάρχει άλλο μέρος να στείλουμε τη μισή (για να θυμηθού-με και τον μεγάλο Ναζίμ Χικμέτ).
Πέτρος Γιώτης