Το σημερινό σημείωμα ενδεχομένως δεν θα γραφόταν, αν δεν υπήρχε η ανάγκη της αυτοκριτικής για κάτι που κακώς σπεύσαμε να γράψουμε την περασμένη βδομάδα. Εκφράσαμε την ελπίδα, ότι οι σχηματισμοί της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» δεν θα εκστρατεύσουν ενάντια στην αυθόρμητη λαϊκή τάση για αποχή-άκυρο-λευκό, γιατί -εκτός των άλλων- κάτι τέτοιο θα είναι και γελοίο. Δυστυχώς, η ελπίδα μας αποδείχτηκε φρούδα και η βάση πάνω στην οποία καλλιεργήθηκε αυτή η ελπίδα αποδείχτηκε εσφαλμένη. Διαβάσαμε το «Πριν» της περασμένης Κυριακής και… μείναμε κάγκελο. Σε τέτοιο επίπεδο πολιτικής προστυχιάς δεν ξέπεσε ούτε ο Περισσός, που φαίνεται πως έχει καλύτερη επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα και γι’ αυτό οι απόψεις του γι’ αυτή την αυθόρμητη λαϊκή τάση διατυπώνονται με προσεκτικό τρόπο, ώστε να μην ανοίγουν μέτωπο με την αγανάκτηση του κόσμου.
Οι συντάκτες του «Πριν», όμως, δεν κρατιούνται με τίποτα. Ιδού… σημείον δόξης λαμπρόν από το κύριο άρθρο της εφημερίδας: «Ωστόσο, όλοι όσοι θέλουν να εκφραστούν έτσι (σ.σ. με αποχή-άκυρο-λευκό) πρέπει να γνωρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιζητούν, λόγω του ίδιου του εκλογικού συστήματος. Και οι τρεις αυτές πράξεις προσμετρώνται στα αποτελέσματα υπέρ του πρώτου κόμματος, του ανεβάζουν τα ποσοστά και ενισχύουν την κυβερνητική αυτοδυναμία! Ετσι, το λευκό, η αποχή και το μαύρο (άκυρο) βγάζουν ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ».
Η θεωρία της «χαμένης ψήφου» δεν είναι καινούργια. Την επικαλούνται πάντοτε τα αστικά κόμματα, για να αφυδατώσουν εκλογικά τους μικρότερους συνδυασμούς, που (είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω εκλογικού συστήματος) ξέρουν εκ των προτέρων ότι δεν θα βγάλουν βουλευτή. «Οι ψήφοι σας», λένε, «θα πάνε στο πρώτο κόμμα, άρα θα πάνε χαμένες». Η απάντηση που δινόταν σ’ αυτή τη βρόμικη προπαγάνδα ήταν διαχρονικά η ίδια: η ψήφος υποδηλώνει στάση αρχών και δεν υπακούει σε εκλογικές σκοπιμότητες για τη διαχείριση της εξουσίας, ιδιαίτερα όταν αυτές οι σκοπιμότητες υπηρετούνται υπό τον εκβιασμό του εκλογικού νόμου. Ειλικρινά, δεν φανταζόμασταν ότι εκπρόσωποι της υποτιθέμενης «άλλης Αριστεράς» θα ξέπεφταν στο επίπεδο να μιλούν όχι απλά για χαμένες ψήφους, αλλά για ψήφους που θα εκλέξουν ένα από τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας, επικαλούμενοι έναν αντιδημοκρατικό (σε σχέση με την ισότητα της ψήφου, που υποκριτικά διακηρύσσει η αστική δημοκρατία) εκλογικό νόμο.
Πέρα απ’ αυτό το σημαντικότατο ζήτημα αρχών, όμως, εν προκειμένω έχουμε και κανονική λαθροχειρία. Οχι πως έχει καμιά σημασία, αλλά αποχή-άκυρο-λευκό αφαιρούνται από το εκλογικό μέτρο και το αποτέλεσμα είναι να αυξηθούν αναλογικά τα ποσοστά όλων των συνδυασμών. Κοντολογίς, και το ΜΕΡΑ θα ενισχύσει το όποιο ποσοστό του. Φυσικά, περισσότερο θα ενισχυθούν τα μεγαλύτερα κόμματα. Αν, όμως, ακολουθήσουμε την αισχρή αριθμητική λογική του «Πριν», πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ψήφοι υπέρ των συνδυασμών που δεν θα εκλέξουν βουλευτή ενισχύουν κατευθείαν το πρώτο κόμμα και την αυτοδυναμία του. Οσο μεγαλύτερο είναι το αδιάθετο υπόλοιπο, τόσο περισσότερους βουλευτές βγάζει το πρώτο κόμμα. Αρα, με τη λογική τους πάντα, οι ψήφοι υπέρ του ΜΕΡΑ (και όλων των άλλων συνδυασμών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) θα μετατραπούν σε δύναμη υπέρ της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ, ανάλογα ποιο από τα δυο κόμματα εξουσίας θα πάρει την πρώτη θέση!
Αλήθεια, τόσο αφελείς θεωρούν τα μέλη και τους οπαδούς τους και τους σερβίρουν αυτό το πολιτικά αισχρό (απ’ όλες τις απόψεις) επιχείρημα; Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί μια δύναμη που ισχυρίζεται ότι είναι επαναστατική, καταφεύγει σε τέτοια φτηνά προεκλογικά κόλπα, σε τόσο φτηνιάρικους εκβιασμούς, στην προσπάθειά της να καλλιεργήσει τύψεις σε κάποιους από τον πολιτικό της περίγυρο που σκέφτονται να κάνουν αποχή ή να ρίξουν άκυρο (γιατί περί αυτού πρόκειται); Ας κρατήσουμε το ερώτημα για να το απαντήσουμε παρακάτω.
Αρθρογράφος του «Πριν», στην ίδια σελίδα γράφει ότι «δεν είναι τυχαία η προβολή της αποχής, του λευκού-άκυρου (που λευκαίνουν και δεν μαυρίζουν την κυρίαρχη πολιτική)». «Βεβαίως» -σημειώνει- «απηχούν πραγματικές πολιτικές τάσεις των εργαζομένων, τις οποίες προσπαθούν να ενσωματώσουν με τον πιο ανώδυνο τρόπο».
Καταρχάς, δεν μας λέει καθόλου πού είδε προβολή της αποχής και του άκυρου-λευκού. Δεν μας έδωσε ένα έστω παράδειγμα, όταν υπάρχει σωρεία παραδειγμάτων που τα ΜΜΕ προπαγανδίζουν το αντίθετο. Είναι κι αυτό απότοκο της γνωστής τακτικής: φτιάξε ένα χάρτινο πύργο και κατατρόπωσέ τον! Επίσης, δεν διευκρινίζει τι χαρακτήρα έχουν αυτές οι «πραγματικές πολιτικές τάσεις των εργαζομένων», στις οποίες αναφέρεται. Θετικό-ταξικό ή αρνητικό-οπισθοδρομικό. Δεν το κάνει για να υποστηρίξει, κάνοντας ένα λογικό άλμα, ότι αποχή-λευκό-άκυρο (που προηγουμένως έχει υποστηρίξει αυθαίρετα και αναπόδεικτα, ότι αβαντάρονται από τους μηχανισμούς του συστήματος) αποτελούν την προσπάθεια «ενσωμάτωσης με τον πιο ανώδυνο τρόπο» των «πραγματικών αναγκών των εργαζομένων» στο σύστημα! Δηλαδή, όποιος κάνει αποχή ή ρίξει άκυρο, καταγγέλλοντας το στημένο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, ενσωματώνεται, ενώ όποιος ψηφίσει ΜΕΡΑ παίρνει απόφαση… ανατρεπτικής δράσης! Πραγματικά τετράγωνη λογική…
Πέρα από το αυταπόδεικτο γελοίον του ισχυρισμού αυτού, πρέπει να εντοπίσουμε την ουσία του, που δεν είναι παρά ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός. Ως κριτήριο ενσωμάτωσης ή επαναστατικότητας αναγορεύεται η ψήφος. Μπορεί να κάνεις αποχή και να ‘σαι συνεχώς στα μετερίζια του αγώνα, όπως μπορεί να ψηφίσεις ΜΕΡΑ και να έχεις εξαφανιστεί από κάθε κοινωνικό αγώνα την επομένη των εκλογών. ‘Η και το αντίθετο. Με ποια κριτήρια χαρακτηρίζεται η μια στάση ενσωμάτωση και η άλλη επαναστατικότητα; Μοναδικό κριτήριο είναι το «κουκί». Ρίχνεις το «κουκί»; Οικοδομείς τον… επαναστατικό πόλο κι ας είσαι κατά τα λοιπά αραχτός στον καναπέ. Δεν ρίχνεις το «κουκί»; Εχεις ενσωματωθεί κι ας είσαι κάθε μέρα στους δρόμους.
Μπορούμε να καταλάβουμε την ανάγκη ενός πολιτικού σχηματισμού που συμμετέχει στις εκλογές να ψηφιστεί. Ανάμεσα σ’ αυτό και τα ψηφοθηρικά κόλπα, όμως, υπάρχει τεράστια απόσταση. Και μάλιστα φτηνιάρικα ψηφοθηρικά κόλπα, που βάλλουν ενάντια σε μια τακτική (αποχή-άκυρο) που με διάφορα επιχειρήματα έχουν επιλέξει μια σειρά δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού χώρου. Αν υπήρχε στοιχειώδης επαναστατικότητα, το βάρος της πολιτικής παρέμβασης δεν θα έπεφτε στο τι θα κάνει κάθε αγωνιστής στις 16 Σεπτέμβρη, αλλά στο τι θα κάνει στις 17 Σεπτέμβρη. Γιατί αυτό είναι που έχει σημασία. Εμείς ειδικά το σημειώναμε την περασμένη εβδομάδα, γράφοντας στην κατακλείδα του σημειώματός μας: «Το ζητούμενο σήμερα είναι να χαραχτεί μια διακριτή διαχωριστική γραμμή με τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Οι εκλογές είναι μόνο μια στιγμή. Η στάση σ’ αυτές είναι μια ελάσσων πολιτική στάση, γιατί ελάσσων είναι η ίδια η σημασία των εκλογών. Το μείζον είναι να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται το μήνυμα: «τα προβλήματα δεν λύνονται με ψηφοφορίες, αλλά με αγώνες». Να αρχίσουν να διαμορφώνονται (όχι μέσω των εκλογών, αλλά και με τη στάση στις εκλογές) όροι ταξικής ανασύνταξης».
Μπορούμε, λοιπόν, τώρα να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω: «γιατί μια δύναμη που ισχυρίζεται ότι είναι επαναστατική, καταφεύγει σε τέτοια φτηνά προεκλογικά κόλπα, σε τόσο φτηνιάρικους εκβιασμούς». Φτάνει το ΝΑΡ σ’ αυτό το σημείο πολιτικού ξεπεσμού για δυο λόγους:
Πρώτο, επειδή ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του μηχανισμού αναπαραγωγής του ως πολιτικής οργάνωσης. Τη συγκεκριμένη πολιτική κληρονομιά (όπως και πολλές άλλες) δεν την άφησε πίσω, αλλά την πήρε μαζί του όταν ξέκοψε από τον Περισσό. Οταν σαν κύριο στόχο σου βάζεις τα «κουκιά» και δεν έχεις ιδεολογικά και πολιτικά χαλινάρια να σε συγκρατήσουν, τότε θα ξεπέσεις μέχρι το επίπεδο του εκβιασμού και της ιδεολογικής τρομοκρατίας.
Δεύτερο, επειδή το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ δεν έχουν καθαρό πολιτικό προσανατολισμό στις εκλογές. Δεν έχουν καθαρό στόχο. «Να τιμωρηθεί η ΝΔ που έκαψε τη χώρα και το συνένοχο ΠΑΣΟΚ», έγραφε σε μια έξαρση λαϊκισμού το «Πριν» στο πρωτοσέλιδο του ίδιου φύλλου. Η πρωτοσέλιδη τοποθέτηση, αφού σημειώσει με κουτοπονηριά ότι «καταβάλλεται έντονη και συντονισμένη προσπάθεια (σ.σ. από ποιους και πώς ακριβώς εκδηλώνεται αυτή) η αγανάκτηση των μαζών να διοχετευθεί σε ανώδυνες και ενσωματώσιμες από το σύστημα κατευθύνσεις, όπως προς την αποχή, το άκυρο, το λευκό», καταλήγει πως «η ανάγκη να τιμωρηθεί η ΝΔ για την πολιτική και τις πράξεις της κυβέρνησής της είναι επιτακτική. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο με την ενίσχυση εκείνων των δυνάμεων που με συνέπεια παλεύουν για την ανατροπή συνολικά αυτής της πολιτικής». Τα ίδια ακριβώς που «τσαμπουνάνε» ολημερίς τα στελέχη του Περισσού (χωρίς το… άνοιγμα της πόρτας για τη «λαϊκή κυβέρνηση»).
Δυο σελίδες παρακάτω, ο διευθυντής του «Πριν» και υποψήφιος βουλευτής του ΜΕΡΑ Γ. Δελαστίκ το… γλυκαίνει: «Αλλο όμως είναι το πρόβλημα για μας και φυσικά άσχετο με τον καημό των ΠΑΣΟΚτζήδων να ξαναχώσουν το χέρι τους στο βάζο με το μέλι της εξουσίας. Πώς θα τιμωρηθεί η ΝΔ; Αν δεν τιμωρηθεί και εκλογικά, μαύρες μέρες μας περιμένουν. Πολύ πιο αντιδραστική θα είναι η νέα διακυβέρνηση της Δεξιάς, αν επανεκλεγεί μετά και από την επίδειξη τέτοιας ανικανότητας αλλά και τέτοιου πολιτικού κυνισμού».
Εδώ ο στόχος αλλάζει. Οτιδήποτε το αντικαπιταλιστικό εξαφανίζεται και μένει μόνο ένας ρεαλιστικός πολιτικός στόχος: να ηττηθεί η ΝΔ, γιατί (εδώ χώνουμε άφθονη κινδυνολογία) θα είναι πολύ πιο αντιδραστική η διακυβέρνησή της, αν νικήσει. Πώς μπορεί να ηττηθεί η ΝΔ; Είτε αν δεν πάρει αυτοδύναμη πλειοψηφία είτε αν κερδίσει το ΠΑΣΟΚ. Οποιος βιαστεί να πει ότι αδικούμε τον Γ. Δελαστίκ θα πρέπει να πληροφορηθεί ότι σε άρθρο του στο «Εθνος» (3.9.07) το είπε ευθέως: «Μέσα στο πλαίσιο αυτό δύο δρόμοι υπάρχουν για να υπάρξει τιμωρία της ΝΔ: είτε να πέσει το ποσοστό της κάτω από το 41,5%, οπότε στις δεδομένες συνθήκες δεν μπορεί να πιάσει 151 βουλευτές, είτε το ΠΑΣΟΚ να κινηθεί τόσο αποφασιστικά και πειστικά, ώστε να ξεπεράσει τη ΝΔ έστω και με μία ψήφο. Οι πολίτες οφείλουν να μην απέχουν και να μην ψηφίσουν άκυρο ή λευκό, αν επιθυμούν την τιμωρία της ΝΔ, δίνοντας την ψήφο τους στα κόμματα της αντιπολίτευσης». Ζητείται, λοιπόν, ξεκάθαρα, χωρίς μισόλογα, ψήφος απλώς αντιδεξιά, έστω κι αν αυτή πάει στο ΠΑΣΟΚ, στο ΚΚΕ ή στον ΣΥΝ!
Οπως βλέπετε, εδώ δεν έχουμε απλώς αντιφάσεις, έχουμε πλήρη σύγχυση στόχων. Εχουμε από τη μια προεκλογική προπαγάνδα με αντικαπιταλιστικό άρωμα και από την άλλη ρεαλιστικές τοποθετήσεις για αντιδεξιά ψήφο. Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε, βέβαια, ότι αυτός ο ρεαλισμός δεν έχει καμιά σχέση με την προώθηση της ταξικής πάλης, αλλά με το ακριβώς αντίθετο, με την ενσωμάτωσή της στη στρατηγική της εναλλαγής των αστικών κομμάτων στην εξουσία (με τρόπο ακόμα πιο δεξιό απ’ αυτόν που σχετικά πρόσφατα σηματοδότησε το «αντι-Σαρκοζί» μέτωπο στις γαλλικές προεδρικές εκλογές).
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ότι η κινδυνολογία είναι κοινή σε όλες τις εκφάνσεις της ΝΑΡίτικης πολιτικής. Πρωτοσέλιδο του «Πριν»: Η ΝΔ «θα έχει αποχαλινωθεί τελείως αν νικήσει παρόλο που έκαψε τη χώρα» (εδώ συμπληρώνεται ότι το ίδιο θα ισχύσει και αν κερδίσει το ΠΑΣΟΚ). Γ. Δελαστίκ: «Αν δεν τιμωρηθεί και εκλογικά (η ΝΔ) μαύρες μέρες μας περιμένουν». Οπως βλέπουμε, οι μαύρες μέρες συνδέονται ευθέως με το εκλογικό αποτέλεσμα και όχι με τις κοινωνικές αντιστάσεις. Λες και αν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν είναι υπέρ της ΝΔ ή δεν βγάλει αυτοδύναμη κυβέρνηση, δεν θα είναι μαύρες οι μέρες που μας περιμένουν. Εδώ ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός φτάνει στο απόγειό του από άποψη ουσίας.
Πέτρος Γιώτης