Από το βράδυ της Κυριακής, όταν ο Καραμανλής ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά το όνομα του Παπούλια για την προεδρία της Δημοκρατίας, ζούμε στον αστερισμό της παραπολιτικής. Boμβαρδιζόμαστε με έναν κυκεώνα πληροφοριών, για το ποιοι, πότε, τί έκαναν και πώς στήθηκε το κόλπο γκρόσο. Τί κυριάρχησε στη σκέψη του Καραμανλή, ποιοι από τους συνεργάτες του το ήξεραν, ποιοι βολιδοσκόπησαν τον Παπούλια, πώς ενημερώθηκε ο Γιωργάκης και πάει λέγοντας. Οι κυνηγοί των «αποκλειστικών πληροφοριών» παρουσιάζουν κάθε μέρα την πραμάτεια τους, ενώ στα τηλεπαράθυρα και στα μικρόφωνα των ραδιοφωνικών σταθμών εμφανίζονται όλοι οι αστέρες της εγχώριας πολιτικής για να δώσουν τις εκτιμήσεις τους και να ανταλλάξουν απόψεις με τους αστέρες της δημοσιογραφίας, οι οποίοι επίσης πλέουν σε πελάγη ευτυχίας, καθώς βρήκαν θέμα για να προβάλουν την ασημαντότητά τους.
Από άποψη ουσίας το θέαμα είναι μάλλον αστείο. Είναι η τρίτη στη σειρά φορά που τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας φτάνουν σε συναινετική εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας. Στο βαθμό που δεν κυριαρχήσουν μικροκομματικοί υπολογισμοί, που να οδηγούν στην πρόταξη ενός ακόμη εκλογικού γύρου, η επιλογή ενός προσώπου που να μπορεί να καταλάβει το εντελώς συμβολικό ύπατο πολιτειακό αξίωμα είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Γεμάτη είναι η πιάτσα από συνταξιούχους αστούς πολιτικούς ή από εν ενεργεία πολιτικούς που ευχαρίστως θα γίνονταν συνταξιούχοι για να απολαύσουν τις τιμές της προεδρικής γκλαμουριάς. Προς τί λοιπόν όλη αυτή η βαβούρα;
Εδώ είναι το ζήτημα. Η προεδρική εκλογή σαν γεγονός καθεαυτό ανήκει στη σφαίρα της ασήμαντης παραπολιτικής, όμως οι διαδικασίες που τη συνοδεύουν συνιστούν πολιτική, παράγουν πολιτική.
Οταν, για παράδειγμα, βγαίνει ο ΣΥΝ και προπαγανδίζει επί τόσο καιρό το «πρόεδρος από την Αριστερά», σπρώχνοντας στην κούρσα τον Κωνσταντόπουλο, το γεγονός παράγει πολιτική. Συμβολίζει μια πολιτική που θέλει να λέγεται αριστερή, αλλά είναι καθαρόαιμη αστική πολιτική, που αναζητά την έκφρασή της και σ’ αυτό το ανώτατο συμβολικό επίπεδο. Ναι, αυτή η Αριστερά δεν αμφισβητεί την αστική κυριαρχία, δεν αμφισβητεί την κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν αμφισβητεί τον καπιταλισμό. Διεκδικεί το δικό της μερίδιο στη διαχείριση της εξουσίας, είναι έτοιμη να αποτινάξει από πάνω της και τα τελευταία στίγματα αριστεροσύνης, αναλαμβάνοντας να βάλει έναν άνθρωπό της να ευλογεί το εσωτερικό και διεθνές στάτους του ελληνικού καπιταλισμού, να υποδέχεται εύχαρις τους εκπροσώπους των πιο ματοβαμμένων τμημάτων του διεθνούς ιμπεριαλισμού, να ευλογά τα εκστρατευτικά σώματα που φεύγουν για διεθνείς ιμπεριαλιστικές εκστρατείες κ.λπ.
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, βέβαια, δεν έχουν τέτοιες ανάγκες. Εδώ και χρόνια διαχειρίζονται άμεσα την αστική εξουσία, οπότε σ’ αυτό το επίπεδο δεν έχουν να συμβολίσουν τίποτα. Οταν, όμως, εκλέγουν από κοινού πρόεδρο της Δημοκρατίας, παράγουν πολιτική, στέλνουν μηνύματα, ανάλογα με τη φάση που κάθε φορά διέρχεται το πολιτικό σύστημα και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κοινωνικό κίνημα.
Τα όρια ανάμεσα σ’ αυτό που αποκαλείται παραπολιτική και στην αστική πολιτική είναι δυσδιάκριτα. Η παραπολιτική υπηρετεί την αστική πολιτική, συχνά με ουσιαστικό τρόπο. Γι’ αυτό και δεν πρέπει ποτέ να την υποτιμούμε.
Βγήκε ο Καραμανλής, που έχει στα χέρια του την πρωτοβουλία των κινήσεων, και πρότεινε για πρόεδρο έναν άνθρωπο του παλιού ΠΑΣΟΚ, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα μπορούσε με την ίδια άνεση να προτείνει ένα αντίστοιχο πρόσωπο από τη ΝΔ και να αποσπάσει τη συναίνεση εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ (Μολυβιάτης, Μπενάκη, Σουφλιάς είναι τρία ονόματα που «έπαιξαν», χωρίς να ενοχλήσουν κανέναν από το ΠΑΣΟΚ). Γιατί το έκανε αυτό; Οχι, βέβαια, για να κάνει το χατήρι του Γιωργάκη.
Εκείνο που κυριάρχησε στο «διάγγελμα» του Καραμανλή είναι η λέξη συναίνεση, την οποία οριοθέτησε μάλιστα σε τομείς όπως η εξωτερική πολιτική, η παιδεία και η υγεία. Μάταια προσπάθησαν κάποιοι Πασόκοι να περιορίσουν τις εντυπώσεις από το συναινετικό κλίμα που αμέσως δημιουργήθηκε, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση στην ασκούμενη πολιτική. Οταν ένα πρόσωπο που προέρχεται από το «αντιεκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ και δεν έχει ταυτιστεί καθόλου με τον σημιτισμό, δηλαδή ένα πρόσωπο που ως εικόνα παραπέμπει στο «λαϊκό» ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, κυριαρχεί ως σύμβολο ενότητας των δυο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, τότε η συναίνεση καταλαμβάνει την κεντρική θέση στην αστική πολιτική και αυτό δεν αλλάζει, όσα και αν ψελλίσουν οι Πασόκοι που φέρονται ως οπαδοί της «σκληρής» αντιπολίτευσης.
Πέραν όλων των άλλων, η κυβέρνηση Καραμανλή κερδίζει πολιτικό χρόνο. Οχι μόνο για να χειριστεί άνετα τις περί τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό εξελίξεις στην ΕΕ, αλλά και για να περάσει «αβρόχοις ποσίν» και τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή και για να δημιουργήσει ένα κοινωνικό κλίμα που θα την βοηθήσει μέχρι την άνοιξη να μην αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα στην τρέχουσα πολιτική διαχείριση. Ποιος από την αξιωματική αντιπολίτευση και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που αυτή ελέγχει θα ασχοληθεί στα σοβαρά με τα εργοστάσια που κλείνουν και τους εκατοντάδες εργάτες που πετιούνται στο δρόμο; Ποιος θα φέρει αντίρρηση στο νέο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο με τις προκλητικές παροχές στο μεγάλο κεφάλαιο; Ποιος θα μπορέσει με στοιχειώδη επάρκεια και αποτελεσματικότητα να δημαγωγήσει, έστω, με βάση τα οξυμμένα κοινωνικά προβλήματα;
Η πολιτική που παράγει, λοιπόν, η ευφυής κίνηση Καραμανλή να προτείνει άνθρωπο του ΠΑΣΟΚ για την προεδρία της Δημοκρατίας ονομάζεται συναίνεση. Συναίνεση στις κορυφές του συστήματος, η οποία -με δεδομένη την καθόλου καλή κατάσταση που επικρατεί στους «κάτω»- μετατρέπεται σε ένα είδος κοινωνικού καρκίνου. Απλώνεται στο κοινωνικό σώμα, δημιουργώντας ένα «κλίμα» παραλυτικό, αναβλητικό, ένα κλίμα σύγχυσης και αποπροσανατολισμού.
Να γιατί δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως παραπολιτική όλα όσα σχετίζονται με την προεδρική εκλογή. Μπορεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να λειτουργεί συμβολικά στο πολιτικό σύστημα, όμως αυτό που συμβολίζει δεν είναι άνευ πολιτικής και κοινωνικής σημασίας. Ας θυμηθούμε μόνο πώς ένας αποτυχημένος πολιτικός της άκρας δεξιάς, ο Κ. Στεφανόπουλος, κατάφερε να αναβαπτιστεί στην Ηρώδου του Αττικού και να γίνει παραγωγός πολιτικής από μια θέση κατά τα άλλα συμβολική. Ας δούμε με τι θερμά λόγια συζητιέται το όνομα του Παπούλια στις λαϊκές συναναστροφές. Είναι αυτό άνευ σημασίας; Μήπως πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με συγκαταβατικό χαμόγελο, σαν κάτι άνευ ή ήσσονος σημασίας, που δεν πρέπει να μας απασχολήσει;
Και τί να κάνουμε; Να έχουμε ανοιχτό μέτωπο ενάντια σε όλους τους θεσμούς του αστικού συστήματος εξουσίας. Ουδείς επιτρέπεται να είναι στο απυρόβλητο. Ουδείς επιτρέπεται να απολαμβάνει οποιοδήποτε ίχνος ανοχής. Ο Παπούλιας, όπως και οι προηγούμενοι, δεν αντιπροσωπεύουν τον ελληνικό λαό. Αντιπροσωπεύουν την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό. Δεν είναι «ανεύθυνοι», αλλά απολύτως υπεύθυνοι.
Πέτρος Γιώτης