Αν κάποιος επέστρεφε από μακρόχρονη απουσία στην Ελλάδα την περασμένη Κυριακή και στο αεροδρόμιο έπαιρνε τις εφημερίδες διψασμένος για ενημέρωση, θα έθετε το ερώτημα: πότε γίναμε φασιστική κοινωνία; Ενα μπαράζ δημοσιευμάτων που αναφερόταν σε γκάλοπ έδινε την εικόνα μιας κοινωνίας ανασφαλούς, φοβικής, ρατσιστικής, γεμάτης μίσος για οτιδήποτε το διαφορετικό. Το 70% υπέρ της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου και μόνο ένα 24% κατά. Το 77,5% υπέρ της λήψης σκληρότερων νομοθετικών μέτρων και πιο δυναμικής στάσης της αστυνομίας και μόνο ένα 18,5% κατά. Το 72,3% υπέρ της άμεσης απέλασης των λαθρομεταναστών. Συμπεράσματα που σε κάνουν να ανατριχιάζεις, σε συνδυασμό με άλλα, εξίσου ανατριχιαστικά: «Οι Ελληνες φοβούνται τους κακοποιούς περισσότερο από την οικονομική κρίση» (ALCO – «Πρώτο Θέμα»)! Το 61% αισθάνεται ανασφαλές στη γειτονιά που κατοικεί (Public Issue – «Καθημερινή»).
Βεβαίως, εμείς γνωρίζουμε πως τέτοια γκάλοπ περισσότερο φτιάχνουν κλίμα παρά αποτυπώνουν κλίμα. Με τον τρόπο που τίθενται τα ερωτήματα και με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί μεθοδικά τις προηγούμενες μέρες, συν το απαραίτητο «τσίμπημα» που κάνουν οι εταιρίες, διαμορφώνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι ενώ τις προηγούμενες μέρες στον Τύπο κυριαρχούσαν οι επιφυλάξεις και οι καταγγελίες του νομικού κόσμου (δικηγορικών συλλόγων και διακεκριμμένων θεωρητικών του Ποινικού Δικαίου) για τα νέα κατασταλτικά μέτρα που προανήγγειλε η κυβέρνηση, ξαφνικά το κλίμα γύρισε τούμπα και οι αστοφιλελεύθεροι μαζεύτηκαν στο καβούκι τους, κατεβάζοντας τους τόνους. Τώρα το παιχνίδι το κάνουν και πάλι οι τηλεεισαγγελείς, που επικαλούνται τη λαϊκή επιδοκιμασία και κουνούν απειλητικά το δάχτυλο σε όποιον τολμήσει να ψελλίσει κάποιους ψύχραιμους συλλογισμούς. Τηρουμένων των αναλογιών, η κατάσταση θυμίζει εκείνο το ζοφερό καλοκαίρι του 2002, όταν οι έλληνες πολίτες έπρεπε σώνει και καλά να πειστούν ότι οι μεγαλύτεροι εχθροί τους ήταν όσοι συλλαμβάνονταν και κατηγορούνταν σαν μέλη της 17Ν.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που επιλέγουν έναν ελιτίστικο–ατομοκεντρικό (παρά τη συλλογικοφάνειά του) τρόπο προσέγγισης αυτής της πραγματικότητας. Λοιδορούν και βρίζουν συλλήβδην τους ανθρώπους που κλείνονται στο καβούκι τους και γίνονται έρμαια του κλίματος που δημιουργούν οι συστημικοί μηχανισμοί. Συμβιβασμένοι, υποταγμένοι, τρομαγμένοι, υποτελείς της εξουσίας και άλλα τέτοια ακούγονται και γράφονται από ανθρώπους που, παρά τις καλές προθέσεις τους, αγνοούν τις δαιδαλώδεις διαδρομές που ακολουθεί η κοινωνική συνείδηση, τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν και τις αντιφάσεις που τη χαρακτηρίζουν.
Περισσότερο ανησυχητικό από τα ανατριχιαστικά ποσοστά των γκάλοπ, που αύριο μπορεί να είναι διαφορετικά, είναι το γενεσιουργό αίτιο αυτών των ποσοστών. Η χειραγώγηση της λεγόμενης κοινής γνώμης από τα ηλεκτρονικά κυρίως ΜΜΕ, τα οποία χρησιμοποιούν στρατιά ολόκληρη όχι μόνο δημοσιογράφων (που έχουν χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία και για τούτο δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικοί), αλλά και πολιτικών, επιστημόνων, διανοούμενων, καλλιτεχνών. Κυριολεκτικά υποβάλλουν τους τηλεθεατές σε λοβοτομή, ενσταλάζοντάς τους αυτό που θέλουν. Οταν μάλιστα το διακύβευμα είναι ισχυρό, η καμπάνια τους παίρνει ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά και αναπτύσσεται επί μακρό χρόνο, ώστε να κυριαρχηθεί ο δημόσιος λόγος απ’ αυτή και να εξοβελιστεί κάθε αντίθετη φωνή.
Ποιο είναι το διακυβευόμενο εν προκειμένω; Η κοινωνική ειρήνη στο σύστημα, η επιβολή του νόμου και της τάξης. Τα Δεκεμβριανά ήχησαν σαν καμπανάκι κινδύνου όχι μόνο για την ελληνική μπουρζουαζία αλλά για τη μπουρζουαζία όλου του κόσμου. Είναι η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που τα διεθνή ΜΜΕ ασχολήθηκαν τόσο πολύ με τα εν Ελλάδι τεκταινόμενα. Κατανόησαν όλοι πως δεν είχαν να κάνουν ούτε με ένα συγκυριακό φαινόμενο ούτε με ένα τοπικό φαινόμενο, αλλά με το πρώτο σύμπτωμα βίαιης κοινωνικής αντίδρασης στις συνθήκες της καταστροφικής παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το ραδιόφωνο μεταδίδει δυο ειδήσεις: γάλλοι εργαζόμενοι κρατούν όμηρο το διεθυντή ενός εργοστασίου, απαιτώντας να ανακαλέσει τις απολύσεις τους – στη Σκωτία, άγνωστοι προξένησαν φθορές στη βίλα του πρώην διοικητή της Royal Bank of Scotland, ο οποίος «έκοψε» στον εαυτό του ετήσια σύνταξη 1,5 εκατ. δολαρίων. Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα, λοιπόν, τον τρόμο που προκάλεσαν τα ελληνικά Δεκεμβριανά και τα ανακλαστικά που ενεργοποίησαν στις συστημικές δυνάμεις.
Εκείνο που διείδαν ήταν η υπαρκτή απόσταση ανάμεσα στη νεολαία, που βγήκε μαχητικά στο δρόμο, και στην πλατιά πλειοψηφία της εργαζόμενης κοινωνίας, που παρέμεινε στην καλύτερη περίπτωση θετικά διακείμενη απέναντι στη νεολαιίστικη εξέγερση, χωρίς όμως να την αγκαλιάζει ή –πολύ περισσότερο– να παίρνει μέρος σ’ αυτή. Αυτή την απόσταση αποφάσισαν να την κάνουν αντίθεση και έβαλαν μπροστά μια καλά μελετημένη γκεμπελίστικη προπαγάνδα. Ανακάτεψαν τα πάντα: εξεγερμένους νεολαίους, μαχητικές αντιεξουσιαστικές ομάδες, ένοπλες οργανώσεις, κοινό έγκλημα, μετανάστες κι έφτιαξαν ένα χαρμάνι το οποίο βαφτίστηκε «εχθρός της κοινωνίας» και «πηγή ανασφάλειας». Οι πραγματικές αιτίες της ανασφάλειας του εργαζόμενου, η ανεργία, η φτώχεια, η υπερχρέωση του νοικοκυριού, η περιθωριοποίηση μπήκαν στη μπάντα. Εχθροί κατέστησαν οι «κουκουλοφόροι», οι «τρομοκράτες», οι «εγκληματίες», οι μετανάστες, το πανεπιστημιακό άσυλο.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτή η προπαγάνδα πιάνει εκεί που δεν θα έπρεπε να πιάνει. Το θέμα είναι τεράστιο και ο χώρος δεν επιτρέπει ούτε στοιχειώδη διερεύνησή του. Επιγραμματικά μόνο μπορούμε να πούμε ότι μια τρομαγμένη κοινωνία, μια παθητική κοινωνία, μια κοινωνία που δεν αντιστέκεται αλλά υποτάσσεται εύκολα πέφτει θύμα του φασισμού. Ιδιαίτερα όταν αυτός ο φασισμός είναι μοντέρνος, φοράει κοστού-μι και γραβάτα και όχι φόρμα παραλλαγής και ξυρισμένο κεφάλι. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο εύκολα, όταν απέναντι στο σύγχρονο φασισμό δεν στέκονται αντισυστημικές δυνάμεις, αλλά ένα εξίσου τρομαγμένο τσούρμο αστών φιλελεύθερων, που λειτουργεί σαν μαϊντανός και στην ουσία επικυρώνει την κυρίαρχη γραμμή. Ποια είναι εν ολίγοις η γραμμή των αστοφιλελεύθερων; Οτι το νομικό πλέγμα είναι επαρκές και απλά πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική η αστυνομία για να το εφαρμόσει. Επομένως, δεν χρειάζεται ενίσχυση του νομικού πλέγματος. Και οι δυο γραμμές, δηλαδή, πατούν στο ίδιο έδαφος. Δέχονται ότι τα αντιστεκόμενα κομμάτια της κοινωνίας, μικρά ή μεγάλα, εγκληματούν, όταν αντιτάσσουν λαϊκή αντιβία στη συστημική βία, που δεν είναι μόνο η αστική βία, αλλά ό,τι σχετίζεται με τον οικονομικό καταναγκασμό.
Να γιατί δε μπορείς να λέγεσαι αντικαπιταλιστής, ιδιαίτερα σήμερα, όταν δεν υπερασπίζεσαι όλες τις μορφές δράσης του κοινωνικού κινήματος, βίαιες και ειρηνικές, μειοψηφικές και πλειοψηφικές, όταν δεν τις θεωρείς κομμάτι του γενικού κοινωνικού κινήματος αμφισβήτησης, αντίστασης, ανατροπής.
Πέτρος Γιώτης