Θόρυβος πολύς στα ΜΜΕ από τη δήλωση Γιωτόπουλου, διά στόματος Ραχιώτη, ότι διαφωνεί με τη δράση της 17Ν καθόλη την ιστορική της διαδρομή. Θόρυβος δικαιολογημένος, όχι γιατί πρόκειται για νέα τοποθέτηση, αλλά γιατί τη στιγμή που έγινε και υπό τις περιστάσεις που έγινε απέκτησε μια ιδιαίτερη σημασία. Επειδή scripta manent και verba manent, εμείς θα κάνουμε μια σύγκριση των τοποθετήσεων του υπερασπιστή του Α. Γιωτόπουλου στην πρώτη και στην τωρινή δίκη, για να φανεί η διαφορά.
«Ο πελάτης μου μπορεί να αρνήθηκε τη συμμετοχή βεβαίως στη 17Ν, αλλά εν πάση περιπτώσει κατηγορείται γι΄ αυτό και αυτό είναι ανεξάρτητο απ΄ αυτόν, οπότε εκ των πραγμάτων πρέπει να πούμε μια θέση και αυτή τη στιγμή νομίζω ότι και απ΄ την κατηγορία, αλλά και απ΄ την ιστορία έχουμε επαρκές υλικό να μπορούμε να πούμε δυο σκέψεις γύρω απ΄ αυτό το ζήτημα, σε σχέση πάντα με το πολιτικό έγκλημα μιλάω και δεν μιλάω για την ουσία η οποία τυχόν θα εξεταστεί στη συνέχεια».
Γιάννης Ραχιώτης, 11/3/2003
«Ο κατηγορούμενος που εκπροσωπώ πρόβαλε την ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας και ως προς το σκέλος του πολιτικού εγκλήματος και ως προς τα λοιπά σκέλη και στον πρώτο βαθμό και την επαναφέρει και σήμερα, δηλώνοντας απ’ την αρχή και αγωνιζόμενος να αποδείξει την αθωότητά του, δηλώνοντας ότι δεν συμφωνεί με τη δράση της 17Ν, με τις ενέργειες της 17Ν όλα αυτά τα χρόνια, αλλά υποστηρίζει αυτή την ένσταση για τον απλό νομικό λόγο ότι ο κάθε κατηγορούμενος είτε δηλώνει αθώος είτε αποδέχεται εν μέρει την κατηγορία, έχει δικαίωμα να κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο, από το Δικαστήριο που είναι ταγμένο σε σχέση με τη φύση των πράξεων οι οποίες φέρονται προς εκδίκαση.
[…] Εχει κι έναν δεύτερο ουσιαστικό λόγο ο κατηγορούμενος που εκπροσωπώ να υποστηρίζει την ένσταση για το πολιτικό έγκλημα, ειδικώς την ένσταση αναρμοδιότητας που σχετίζεται με τον πολιτικό χαρακτήρα των εγκλημάτων. Αυτός ο ειδικός προσωπικός λόγος σχετίζεται με το εξής: Προϋπόθεση της συζήτησης για το πολιτικό έγκλημα είναι η φύση της 17Ν ως πολιτικής Οργάνωσης. Αυτό που χαρακτηρίζεται από την κατηγορία, κατά το 187, «εγκληματική Οργάνωση» δεν είναι πολιτική Οργάνωση, δεν έπραξε πολιτικά. Από κει και πέρα, περιττεύει και η συζήτηση βέβαια για το πολιτικό έγκλημα, για τις επιμέρους πράξεις.
[…] Εχει κι έναν δεύτερο ουσιαστικό λόγο ο κατηγορούμενος που εκπροσωπώ να υποστηρίζει την ένσταση για το πολιτικό έγκλημα, ειδικώς την ένσταση αναρμοδιότητας που σχετίζεται με τον πολιτικό χαρακτήρα των εγκλημάτων. Αυτός ο ειδικός προσωπικός λόγος σχετίζεται με το εξής: Προϋπόθεση της συζήτησης για το πολιτικό έγκλημα είναι η φύση της 17Ν ως πολιτικής Οργάνωσης. Αυτό που χαρακτηρίζεται από την κατηγορία, κατά το 187, «εγκληματική Οργάνωση» δεν είναι πολιτική Οργάνωση, δεν έπραξε πολιτικά. Από κει και πέρα, περιττεύει και η συζήτηση βέβαια για το πολιτικό έγκλημα, για τις επιμέρους πράξεις.
Πλην όμως, δεχόμενοι -απ’ ό,τι φαίνεται σήμερα το δέχονται οι περισσότεροι- ότι πρόκειται για μια πολιτική Οργάνωση, αυτό έχει και κάποιες συνέπειες και για την περίπτωση της κατηγορίας εναντίον του Γιωτόπουλου. Και έρχομαι σ’ αυτόν τον προσωπικό λόγο που σας ανέφερα. Γιατί η παραδοχή της πολιτικής φύσης αυτής της Οργάνωσης καθιστά αυταπόδεικτο τον εξωπραγματικό χαρακτήρα της κατηγορίας εναντίον του. Η προσέγγιση της ηθικής αυτουργίας στο πλαίσιο μιας πολιτικής Οργάνωσης, κατά τη γνώμη μου στερεί αυτή την κατηγορία ακόμα και από σοβαρότητα».
Γιάννης Ραχιώτης, 19/12/2005
Στην πρώτη δίκη δεν υπήρξε, τουλάχιστον σ’ αυτό το στάδιο της δίκης, καμιά ανάγκη διαφοροποίησης από τη δράση της 17Ν. Δεν ήταν, άλλωστε, αυτό το ζητούμενο. Σ’ αυτή τη δεύτερη δίκη η τοποθέτηση ξεκινάει με αυτή τη διαφοροποίηση. Και ο Γιωτόπουλος και ο Ραχιώτης είναι έξυπνοι άνθρωποι και επέλεξαν σκόπιμα τη στιγμή. Ηθελαν να δώσουν τίτλους και τους έδωσαν. Δικαίωμά τους, όχι όμως και να παριστάνουν τους ανυποψίαστους και τους έκπληκτους. Αυτό είναι υποκρισία.
Η διαφοροποίηση δεν ήταν μόνο ως προς αυτό. Ηταν και ως προς την εκτίμηση για τη 17Ν. Καταφεύγουμε και πάλι στα πρακτικά.
«Ποια είναι η βασική διαφορά της 17Ν από την υπόλοιπη αριστερά; Απ΄ τον υπόλοιπο χώρο, εν πάση περιπτώσει, που θα μπορούσαμε να την εντάξουμε; Οτι η αριστερά που ξέραμε μέχρι σήμερα, μέχρι τη 17Ν, ήταν η αμυντική αριστερά, η αριστερά δηλαδή της αμυντικής συμπεριφοράς. […] Η 17Ν είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι η επιτιθέμενη αριστερά. Είναι η αριστερά που δεν διεκδικεί την αθωότητα. Δεν αμύνεται απλά στην πολιτική βία. Δεν προβάλλει αυτοπροστασία.
Απαντάει σ΄ αυτά που, εν πάση περιπτώσει, αποτιμάει στην Ελλάδα με ανάλογης έντασης βία. Ορισμένες φορές και με οξύτερη βία απ΄ αυτό που αντιμετωπίζει η κοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τελικά τι είναι; Είναι ο κυνηγημένος που αποφασίζει να γίνει κυνηγός. Εγώ έτσι μπορώ να καταλάβω την αντίληψη, την νοοτροπία αυτών των μελών της 17Ν».
Απαντάει σ΄ αυτά που, εν πάση περιπτώσει, αποτιμάει στην Ελλάδα με ανάλογης έντασης βία. Ορισμένες φορές και με οξύτερη βία απ΄ αυτό που αντιμετωπίζει η κοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τελικά τι είναι; Είναι ο κυνηγημένος που αποφασίζει να γίνει κυνηγός. Εγώ έτσι μπορώ να καταλάβω την αντίληψη, την νοοτροπία αυτών των μελών της 17Ν».
Γιάννης Ραχιώτης, 11/3/2003
«Κατά τη γνώμη μου, παρ’ όλο που κι εγώ και ο εντολέας μου και πάρα πολλοί άνθρωποι δεν συμφωνούν με το εγχείρημα αυτό της 17Ν, όπως εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, πάντως αυτό που δικάζεται είναι ένα από τα πιο τολμηρά και ριψοκίνδυνα πολιτικά σχέδια, στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς, είτε είμαστε σύμφωνοι μαζί του είτε είμαστε απέναντί του».
Γιάννης Ραχιώτης, 19/12/2005
Η διαφορά είναι προφανέστατη. Η «επιτιθέμενη αριστερά» υποβιβάζεται σε «ένα από τα πιο τολμηρά και ριψοκίνδυνα πολιτικά σχέδια». Οι χαρακτηρισμοί με το θετικό ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο, που ήταν φορτισμένοι και παρήγαγαν φόρτιση, γίνονται πλέον ουδέτεροι, αποϊδεολογικοποιημένοι. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε γι’ αυτό. Προκύπτει ευθέως.
Είναι δικαίωμα, βέβαια, του Α. Γιωτόπουλου, συνεπούς στην υπερασπιστική γραμμή της διεκδίκησης της αθωότητας από τη στιγμή της σύλληψής του, να χρωματίζει ανάλογα τις τοποθετήσεις του. Δικαίωμα και του υπερασπιστή του να κάνει μια θεαματική κωλοτούμπα και να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα απ’ αυτά που υποστήριζε και στη δίκη και σε δημόσιες εμφανίσεις του, όσο συμμετείχε στο κίνημα αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους. Αν επρόκειτο μόνο γι’ αυτό, εμείς δεν θα κάναμε κανένα σχόλιο. Ομως, η πλευρά Γιωτόπουλου δεν έμεινε μόνο σ’ αυτό. Προχώρησε και σε κάτι άλλο, που πέρασε απαρατήρητο ή σχολιάστηκε ελάχιστα από τα αστικά ΜΜΕ.
Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Ραχιώτης μας είπε ότι είμαστε θύματα ενός εκτός τόπου και χρόνου αντιαμερικανισμού και καταφεύγουμε σε μια ανούσια ρητορεία, ενώ ο μόνος συνεπής αντιαμερικανισμός θα ήταν να αγωνιστούμε για να αθωωθούν οι αθώοι, με πρώτο τον Γιωτόπουλο. Για να στηρίξει, μάλιστα, αυτή την άποψη προχώρησε σε μια ηττοπαθή και εντελώς εξωπραγματική τοποθέτηση, την οποία παρουσίασε ως δεδομένο πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Είπε, ότι πλέον στην Ελλάδα εξέλιπε ο αντιαμερικανισμός, διότι «ευρύτατα κοινωνικά στρώματα είναι ταυτισμένα με το δυτικό μοντέλο και νιώθουν αντικειμενική ταύτιση με τα αμερικάνικα συμφέροντα». Γι’ αυτό και δεν προσφέρει καμιά υπηρεσία ο «αντιαμερικάνικος βερμπαλισμός», στον οποίο προφανώς καταφεύγουν (σύμφωνα με τον Ραχιώτη και τον Γιωτόπουλο) ο Κουφοντίνας, άλλοι κατηγορούμενοι και το κίνημα αλληλεγγύης. Τί πρέπει να κάνουμε; Ιδού η απάντηση: «Θα έλεγα ότι σημαντικότερη υπηρεσία θα μπορούσαμε να προσφέρουμε, όσοι μπορούμε τουλάχιστον, ήταν ο αγώνας για το συγκεκριμένο. Για να καταρρεύσει αυτή η κατηγορία… Αυτό νομίζω ότι είναι πολιτική στις συγκεκριμένες συνθήκες, αυτό θα έπρεπε να είναι η σοβαρότερη πολιτική διάσταση της δίκης, γιατί έξω από το συγκεκριμένο δεν μπορεί να φτιαχτεί ποτέ αυτό το αναγκαίο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα που θα χρειαζόταν για να εξισορροπήσει τα πράγματα σε αυτή τη δίκη και να την κάνουν να προσεγγίσει στοιχειωδώς χαρακτηριστικά πραγματικής δικαιοσύνης».
Εδώ πια έχουμε να κάνουμε με έναν πολιτικό δικολαβισμό και μάλιστα του πιο φτηνιάρικου τύπου. Το πρώτο που πρέπει να σημειώσει κανείς είναι πως έχουμε να κάνουμε με νεόκοπες απόψεις, χωρίς οι φορείς τους να μπαίνουν στον κόπο να μας εξηγήσουν τα αίτια της… κωλοτούμπας. Γιατί, αν μιλάμε για «αντιαμερικάνικο βερμπαλισμό», τότε ο Ραχιώτης και ο Γιωτόπουλος θα έπρεπε να αναδειχτούν πρωταθλητές. Μια ματιά στα πρακτικά της πρώτης δίκης και στις δημόσιες τοποθετήσεις τους είναι αρκετή για να πείσει τον καθένα. Εμείς ουδέποτε διαφωνήσαμε μ’ αυτό, γιατί όλη αυτή η αντιαμερικάνικη καταγγελιολογία εδραζόταν σε πραγματική βάση. Πάει πολύ, λοιπόν, το δικό τους σάλτο να μετατρέπεται σε κριτική ενάντια σε άλλους, λες και ζούμε σε μια χώρα αμνημόνων.
Το πιο προκλητικό, όμως, είναι να διαπιστώνεται φιλοαμερικάνικη συναίνεση στην Ελλάδα, στη χώρα με τον μεγαλύτερο αντιαμερικανισμό στην Ευρώπη. Νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται καν να το συζητήσουμε αυτό. Αρκεί να θυμηθούμε τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, τη θετική υποδοχή που είχαν στην Ελλάδα τα πολεμικά χτυπήματα της 11ης Σεπτέμβρη και την αίγλη που έχει σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα η Ιρακινή αντίσταση, τη χαρά που προκαλούν τα χτυπήματά της.
Φυσικά, όποιος αρθρώνει αντιαμερικάνκο πολιτικό λόγο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για βερμπαλισμό. Μπορεί ο Ραχιώτης να κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια, όμως όσοι εκφραζόμαστε αντιαμερικάνικα έχουμε να επιδείξουμε και συνεχή αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική πολιτική δράση, άλλος μικρότερη και άλλος μεγαλύτερη. Τί μας προτείνεται; Να εγκαταλείψουμε αυτή τη δράση και να την αντικαταστήσουμε με ένα «κίνημα υπέρ της αθωότητας», που θα έχει περισσότερο χαρακτήρα ποινικής υπεράσπισης και λιγότερο πολιτικό χαρακτήρα. Ενα κίνημα μη πολιτικό στην ουσία του, σαν κι αυτό που προσπάθησε να δημιουργήσει η «επιτροπή για την υπεράσπιση του Αλ. Γιωτόπουλου», διαχωριζόμενη και πλήττοντας το κίνημα αλληλεγγύης, για να χαθεί τελικά στην αφάνεια.
Το κίνημα αλληλεγγύης, με όλες τις αδυναμίες και τη μικρή του εμβέλεια, ουδέποτε περιορίστηκε σε έναν γενικόλογο αντιαμερικάνικο και αντικαπιταλιστικό βερμπαλισμό. Εριξε μεγάλο βάρος και στη στήριξη των υπερασπιστικών γραμμών των πολιτικών κρατούμενων και στην κατάδειξη όλων των αυθαιρεσιών και των προκλητικών κατασκευών του κατηγορητήριου. Αυτή εδώ η εφημερίδα μπορεί να περηφανεύεται ότι πρωτοστάτησε σ’ αυτό, όχι μόνο με την κάλυψη όλων των τρομοδικών, αλλά και με συστηματική αποκαλυπτική δουλειά πάνω στα κατηγορητήρια, τις αντιφάσεις τους και τον τρόπο που στήθηκαν. Ο Αλ. Γιωτόπουλος, εις επήκοον των δημοσιογράφων που κάλυπταν την πρώτη δίκη, είπε μια μέρα: «Ευτυχώς που υπάρχει και η Κόντρα και παίρνουμε καμιά ανάσα». Και άλλη φορά, απευθυνόμενος στον γράφοντα σχετικά με μια μεγάλη ανάλυση με τίτλο «Ετσι στήθηκε η υπόθεση 17 Νοέμβρη» (δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην «Κ», στη διάρκεια της πρώτης δίκης), τον προέτρεψε αυτά να τα βγάλει σε βιβλίο. Η «Κ» δούλεψε πολύ για να διαδοθεί το βιβλίο με την αγόρευση του Ιπποκράτη Μυλωνά, που αναφερόταν στις νομικές παραβιάσεις της πρώτης δίκης και της προδικασίας και ο γράφων είχε την τιμή να είναι ένας από εκείνους που το παρουσίασαν (μαζί με τους Δ. Τσοβόλα, Φρ. Κιάου και Γ. Πανούση) στην αίθουσα τελετών του ΔΣΑ. Οσο για τον Ραχιώτη, όλοι τον άκουσαν να εκφράζει ευχαριστίες για τη βοήθεια της «Κ» προς τους συνηγόρους, ως ομιλητής στο πρώτο πολιτικό-πολιτιστικό διήμερο της εφημερίδας μας, το Μάη του 2003, διαρκούσης ακόμη της πρώτης δίκης.
Εμείς είμαστε εδώ και συνεχίζουμε τον ίδιο αγώνα. Αλλοι έχουν κάνει στροφή, για να μην πούμε κωλοτούμπα και μας παραδίδουν μαθήματα… πολιτικής τακτικής. Ξέρετε γιατί; Γιατί δεν δεχτήκαμε να υποτάξουμε ένα ολόκληρο κίνημα σε μια προσωπική υπερασπιστική στρατηγική. Γιατί δεν συνεργήσαμε σε μια άθλια εκστρατεία σπίλωσης αγωνιστών και κυρίως του Δημήτρη Κουφοντίνα. Γιατί μείναμε συνεπείς στη γραμμή που από την αρχή χάραξε το κίνημα αλληλεγγύης: στηρίζουμε όλους τους κατηγορούμενους, τον καθένα με την πολιτική του γραμμή, φτάνει να μη συνεργάζονται με το κράτος. Στηρίζουμε, δηλαδή, και εκείνους που διεκδικούν την αθωότητά τους, αλλά και τον Δ. Κουφοντίνα, που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στη 17Ν, αδιαφορώντας για τις ποινικές συνέπειες και υπερασπιζόμενος την τιμή της οργάνωσής του, την τιμή της επαναστατικής αριστεράς και την προσωπική του τιμή. Σήμερα, ο Κουφοντίνας βάλλεται και συκοφαντείται επειδή εμμένει με συνέπεια στη στάση του και το κίνημα αλληλεγγύης βάλλεται επειδή δεν δέχτηκε να γίνει… Βεζύρογλου. Μέχρι τώρα είχαμε μόνο τη λάσπη, τώρα έχουμε και τη χρυσόσκονη του τακτικισμού. Ενός τακτικισμού πολύ φτηνιάρικου, όμως, επειδή στηρίζεται σε μια εξώφθαλμη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Το δυστύχημα είναι ότι όλα αυτά, η λάσπη, οι ψίθυροι, ο τακτικισμός, έδιωξαν κόσμο από το κίνημα αλληλεγγύης και σ’ ένα βαθμό απίσχνασαν τις διαδικασίες του. Εδώ είμαστε, όμως, για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και τελικά να τις νικήσουμε. Με όπλο την αλήθεια, την ιστορική μνήμη και τη συνείδηση αυτού του λαού.
Πέτρος Γιώτης