Η κυβέρνηση των σεμνών, των ταπεινών, των αδιάφθορων, των συμπασχόντων με τους φτωχούς, ξαναχτύπησε. Οχι βέβαια τους «πέντε νταβατζήδες» που καταδυναστεύουν, που καταταλαιπωρούν τον τόπο, κατά τα λεγόμενα του πρωθυπουργού. Αλλά τους «προνομιούχους». Τα «ρετιρέ». Στόχος η ισότητα προς τα κάτω. Προς την εξαθλίωση, την απόλυτη εξαθλίωση. Το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση της υποχρεωτικής ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την αντικατάστασή τους με ατομικές συμβάσεις. Αν οι πολιτικοί της κυρίαρχης τάξης μίλαγαν την ωμή γλώσσα της αλήθειας και όχι τη γλοιώδη, την πολιτικάντικη, που ισχυρίζεται ότι τα πάντα γίνονται για το καλό μας, τότε τί θα μας έλεγαν;
Ατομικό δρόμο ως λύση έναντι του συλλογικού θέλετε; Πάρτε ατομικές συμβάσεις, για να καταλάβετε τι θα πει βερίκοκο. Τον κοινοβουλευτικό δρόμο τιμωρίας της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ επιλέξατε; Ορίστε που οδηγεί.
Θα περάσει; Ας κάνει ο καθένας το χρέος του και θα δούμε. Για άλλη μια φορά, όμως, θα αναρωτηθούμε. Αξίζει να αναρωτηθούμε. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς μας έμπλεξαν στα σχοινιά και μας κοπανάν αλύπητα;
Για πολλά μπορούμε να μιλήσουμε. Σε πολλά μπορούμε να αναφερθούμε. Αλλά και εδώ ακόμα, σ’ αυτό το νομοσχέδιο-πρόκληση για τον εργατόκοσμο, μπορούμε να διακρίνουμε ένα θανατηφόρο συνδυασμό. Από τη μια, η διαιρετική τακτική. Η προερχόμενη από την γηραιά Αλβιόνα. Διαίρει και βασίλευε. Από την άλλη, το μη χείρον βέλτιστον. Το καταφύγιο του μικρότερου κακού. Που δεν είναι καταφύγιο. Αλλά το πονηρό το μονοπάτι. Η πονηρή η κατηφόρα, καλύτερα.
Τί λέει το νομοσχέδιο; Στους παλιούς θα διατηρηθούν κάποια… προνόμια. Οχι παντού, αλλά θα διατηρηθούν. Στους νέους, δεν… βαριέσαι, νέοι είναι, πρέπει να πήξουν, που λένε και στο στρατό.
Οσο οι παλιοί αναρωτιούνται, αν τους πιάνει και τι τους πιάνει, το κεφάλαιο μπορεί να επιτίθεται άφοβα. Αυτό λέει η εμπειρία από το ασφαλιστικό. Από το ‘92, τμήμα-τμήμα, κομμάτι-κομμάτι, υποχώρηση στην υποχώρηση, κινδυνολογία στην κινδυνολογία, καρατόμηση στην καρατόμηση, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και έπεται συνέχεια. Το όπλο της εργατιάς, το όπλο των καταπιεσμένων δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη. Κανένας διαχωρισμός, τεχνικός ή αντικειμενικός, δεν μπορεί να υπονομεύει αυτό το όπλο. Είναι ζήτημα αρχών αυτό. Ζήτημα αρχών που αν δεν το παλέψεις επιτρέπεις την πολυδιάσπαση. Η ήττα έρχεται αργά ή γρήγορα. Για όλους, ακόμα και για τους… παλιούς.
Φτάσαμε στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αλλά και στα πολιτικά κόμματα του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού, στα οποία συμμετέχει, στα οποία ανήκει. Απέναντι στην πολιτική του διαίρει και βασίλευε ποτέ η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν μπόρεσε να αρθρώσει πειστικά, απαιτητικά, σταράτα, δυναμικά το «ή όλοι μαζί ή κανένας». Παρά τις χιλιάδες εκκλήσεις για ενότητα. Αυτές το μόνο πραγματικό αντίκρισμα που έχουν είναι ενότητα κάτω από την επίβλεψη της γραφειοκρατίας. Ενότητα στην άνευ όρου ανάθεση της υπόθεσης των εργατών στους εργατοπατέρες. Ενότητα και μη χείρον βέλτιστον σημαίνει πολυδιάσπαση. Εξ ορισμού. Εχουν εξαντληθεί πλέον τα περιθώρια υπομονής. Εχουν εξαντληθεί πλέον όλα τα περιθώρια ανάθεσης. Εχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια αυταπατών.
Οι δύο προηγούμενοι αιώνες έχουν συσσωρεύσει τεράστια, πολύτιμη εμπειρία για τους εργάτες. Θετική και αρνητική. Από το ‘86 και μετά άρχισε η μεγάλη επίθεση του κεφάλαιου. Η εμπειρία, η αρνητική εμπειρία αυτού του διαστήματος, είναι οδηγός, φωτεινός οδηγός, για το τι δεν πρέπει να κάνουμε. Στην ολομέτωπη επίθεση του κεφάλαιου, τα χιλιάδες «δεν θα περάσει» δεν μπόρεσαν να βάλουν φραγμό, γιατί στηρίζονταν στα πήλινα πόδια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των κοινοβουλευτικών επιλογών. Στην πολυδιάσπαση, οι χιλιοειπωμένες εκκλήσεις ενότητας δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, γιατί η ενότητα της εργατικής τάξης έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, εντελώς αντίθετο από αυτό που τόσα χρόνια προωθούσαν… οι ενωτικοί!
Ενότητα της εργατικής τάξης δεν είναι τίποτε άλλο από διεκδίκηση καίριων αιτημάτων στο μεροκάματο, στη δουλειά, στην περίθαλψη, στη συνταξιοδότηση. Για όλους, Ελληνες και ξένους, δημόσιους και ιδιωτικούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, παλιούς και νέους. Οι κατακτήσεις που ορισμένα τμήματα μπόρεσαν να αποσπάσουν είναι εφαλτήριο για τους υπόλοιπους. Αλλιώς, είναι αξιοποιήσιμες από τον αντίπαλο.
Ενότητα της εργατικής τάξης δεν είναι τίποτε άλλο από συλλογικότητα και αλληλεγγύη. Στην πράξη. Με συγκεκριμένες αποτελεσματικές ενέργειες και όχι στα λόγια. Ετσι πείθονται τα νέα τμήματα της τάξης, οι νέοι εργαζόμενοι, οι «αδύνατοι» εργαζόμενοι, να μπουν στον αγώνα, στη διεκδίκηση, στην αλληλεγγύη. Αλλιώς τους τσακίζει η ανασφάλεια, ο εκβιασμός, η ανεργία, οι εργασιακές σχέσεις λάστιχο.
Ενότητα της εργατικής τάξης δεν είναι τίποτε άλλο από το ν’ αναλάβει η ίδια την υπόθεσή της. Χωρίς διαμεσολαβητές, αιώνιους αντιπροσώπους, χαρισματικούς συνδικαλιστές, ειδικευμένους εργατοπατέρες.
Ενότητα της εργατικής τάξης δεν είναι τίποτε άλλο από τον ασυμβίβαστο, ανυποχώρητο, σκληρό αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και τη δικτατορία του, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από# άνθρωπο.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να δραπετεύσει κανείς από την πραγματικότητα. Τα ψεύτικα ιδανικά, ο ατομικός παράδεισος, η δουλειά νύχτα με νύχτα, αν βρεθεί, η συνταξιοδότηση που συμβολίζει την οριστική αποχώρηση από τον κοινωνικό στίβο. Από τα εκατομμύρια των εργατών, των εργαζομένων, κάποιοι θα ξεφύγουν, με την τακτική αυτή, από την μέγκενη των μέτρων. Κάποιοι που όλο και πιο πολύ ελαχιστοποιούνται. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι η επιθυμία να ζήσεις -όσο μπορείς να ζήσεις- απαλλαγμένος από την εκμετάλλευση, την καταπίεση. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και αυτό το δικαίωμα, που απορρέει από την ίδια την εξέλιξη της παραγωγής, τον αμύθητο πλούτο που παράγεται, την προσπάθεια να παίρνεις όσο γίνεται περισσότερο από αυτά που ο ίδιος παράγεις, μετατρέπεται σε μια ιδιόμορφη ατομικότητα, σε μια αποχή από τον αγώνα, με την ελπίδα ότι θα γλιτώσεις από τα νέα μέτρα που έρχονται.
Οταν ο εργαζόμενος πάψει να σκέφτεται συλλογικά, ταξικά, ως συλλογικός εργαζόμενος, και αναζητά ατομικές λύσεις, τότε υπονομεύει το ίδιο το δικαίωμα για όσο γίνεται πιο ανθρώπινη ζωή. Το χειρότερο, υπονομεύει το μέλλον της ίδιας της κοινωνικής του τάξης. Της δικής του τάξης και των παιδιών του. Της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης. Στα 65 έφτασε να παίρνει σύνταξη το μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης. Χρειάζεται καλύτερη-χειρότερη απόδειξη;
Παντελής Νικολαΐδης