Πίσω από μια αστοφιλελεύθερη οργάνωση (Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη) προσπαθεί να κρύψει τη ντροπή του ο ελληνικός αστικός κόσμος. ‘Η μάλλον ένα μικρό κομμάτι του, που σπεκουλάρει πολιτικά με το υπερώριμο αίτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι του αστικού πολιτικού κόσμου ή κάνει το κορόιδο, σιωπώντας, ή συμπλέει με το λυσσασμένο δεσποταριό, που εξαπέλυσε και πάλι μια χυδαία επίθεση, μιλώντας για «προοδευτικάριους» που προωθούν μια «ετσιθελική και βάναυση μετατροπή της χώρας σε άθρησκη Πολιτεία». Αμέσως μετά την επίθεση του ιερατείου, που έχει αναθαρρήσει μετά το κουκούλωμα των «ροζ», «άσπρων» και «μαύρων» σκανδάλων, ο αστικός πολιτικός κόσμος ξανάβαλε την ουρά στα σκέλια και άφησε το θέμα για… ευθετότερο χρόνο.
Υποστηρίζουμε, ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος δεν έχει καμιά διάθεση να προωθήσει τον χωρισμό. Ούτε καν αυτά τα στοιχειώδη μέτρα που πρότεινε η συγκεκριμένη οργάνωση. Αν ήθελε να το κάνει, είχε την ευκαιρία κατά την τελευταία και πολύ πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος. Δεν το απετόλμησε καν. Δεν το έθεσε προς συζήτηση. Γιατί διαχωρισμός χωρίς συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να υπάρξει. Τα πασαλείμματα δεν φτάνουν. Πρέπει να καταργηθεί το άρθρο 3 του Συντάγματος, που αναφέρεται σε επικρατούσα θρησκεία. Να φύγει από το Σύνταγμα η αναφορά «εις το όνομα της Αγίας και Ομουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», με την οποία ξεκινά. Να καταργηθούν μια σειρά άλλα άρθρα, όπως το 14 παρ. 3α (κατάσχεση εντύπων για προσβολή της θρησκείας) και το 18 παρ. 8 (αναπαλλοτρίωτο μοναστηριών και πατριαρχικών περιουσιών). Και βέβαια, να καταργηθεί μια σωρεία νόμων, που θεσμοθετούν τον προσηλυτισμό με τη διδασκαλία της ορθόδοξης θρησκείας στα σχολεία, την ισοκυρία πολιτικού και θρησκευτικού γάμου, την ορκωμοσία των βουλευτών και των πολιτών στα δικαστήρια, τη μισθοδοσία παπάδων και δεσποτάδων από το κράτος κ.λπ. κ.λπ. Πρόκειται για ένα ολόκληρο νομικό πλέγμα, που όχι μόνο παραμένει άθιχτο, αλλά και ενισχύεται, όπως γίνεται με το νόμο της Γιαννάκου για την ανωτατοποίηση των παπαδοσχολών.
Και όμως, πρόκειται για έναν στοιχειώδη αστικό εκσυγχρονισμό, που ίσως κάποια στιγμή τους τον επιβάλει η ΕΕ, για τους δικούς της λόγους. Γιατί στον αναπτυγμένο καπιταλισμό αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί από την εποχή των αστικών επαναστάσεων και της συγκρότησης των εθνικών κρατών. Αν μη τι άλλο, είναι στοιχειώδες δείγμα πολιτισμού για μια αστική χώρα ο διαχωρισμός του κράτους της από οποιοδήποτε θρησκευτικό δόγμα. Στη γείτονα Τουρκία, για παράδειγμα, μπορεί να κυβερνά ένα ισλαμικό κόμμα, ουδείς όμως διανοείται να ζητήσει αλλαγή του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, τον οποίο επέβαλε ο Κεμαλισμός με την αστική επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα είναι όμηρος του θρησκευτικού σκοταδισμού. Το ιερατείο, ύστερα από δυο αιώνες στενού εναγκαλισμού του με το αστικό κράτος, έχει δημιουργήσει ένα ολόκληρο σύστημα. Ιδρύματα, παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, επιχειρήσεις, εξαρτημένους πολιτικούς, εξαγορασμένους δικαστές κ.λπ. κ.λπ. Οποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις από κάτω τους μηχανισμούς της επίσημης θρησκείας. Με τον Χριστόδουλο μάλιστα, έναν φιλόδοξο ακροδεξιό που αναδείχτηκε ως εκλεκτός της χούντας, δημιούργησε δεσμούς με καπιταλιστές, πολιτικούς και συγκροτήματα ΜΜΕ, που τον βοήθησαν να κερδίσει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, οι μηχανισμοί αυτοί ισχυροποιήθηκαν περισσότερο και οργανώνουν ευθείες πολιτικές παρεμβάσεις, διεκδικώντας αναβαθμισμένο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων.
Ποια είναι η δύναμη του ιερατείου; Πέρα από το μηχανισμό που έχει δημιουργήσει και τα λεφτά που διαθέτει, δύναμή του είναι πρώτον η λειτουργία της θρησκείας ως βασικού στοιχείου της νεοελληνικής εθνικής ιδεολογίας και δεύτερο η μόνιμη κρίση του αστικού πολιτικού κόσμου. Το νεοελληνικό κράτος, καλλιεργώντας όχι την ανεξιθρησκεία και τον ελεύθερο φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά τον ορθόδοξο ανατολικό μυστικισμό, διδάσκοντας τη θρησκεία από τα νηπιακά χρόνια στα παιδιά, δίνοντας στη θρησκεία επίσημο ρόλο σε όλες τις κρατικές τελετές, έχοντας κατασκευάσει μια ολόκληρη μυθολογία για το ρόλο της στον εθνικό αγώνα του 1821 και αποκρύπτοντας τα εγκλήματά της και εκείνη την περίοδο και σε άλλες περιόδους, όπως η ναζιφασιστική κατοχή και η χούντα, βοήθησε ώστε οι θρησκευτικές προκαταλήψεις να ριζώσουν μέσα στον ελληνικό λαό. Και όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, αυτές τις προκαταλήψεις τις εκμεταλλεύεται επιδέξια το ιερατείο, που δεν είναι χωρίς ικανότητες, και τις μετατρέπει σε πηγή άντλησης εσόδων, αλλά και σε πηγή άντλησης πολιτικής ισχύος.
Από την άλλη, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, ο αστικός πολιτικός κόσμος καθίσταται ολοένα και πιο αναξιόπιστος, γεγονός που βοηθάει τους παπάδες να καλύπτουν τμήμα του κενού που μένει. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι και οι λίγοι αστοφιλελεύθεροι που σηκώνουν τη σημαία του διαχωρισμού, είναι εξίσου αν όχι περισσότερο αναξιόπιστοι από τους υπόλοιπους, γεγονός που βοηθάει τους ελιγμούς του ιερατείου και τον έλεγχο που ασκεί σε πλατιές λαϊκές μάζες. Οταν επικεφαλής των σχετικών κινήσεων είναι άνθρωποι σαν τον Μάνο, τη Δαμανάκη και μερικούς ξεφωνημένους ευρωλιγούρηδες και αμερικανόδουλους, το έργο του Χριστόδουλου και της παρέας του γίνεται πιο εύκολο. Προσθέτουν στα κηρύγματά τους και ολίγη εθνική κινδυνολογία και καθαρίζουν, αφού οι πολιτικοί αυτοί έχουν από καιρό χάσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία».
Το αίτημα για το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος πρέπει να διαχωριστεί από τον αντιθρησκευτικό αγώνα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεριζώσεις το θρησκευτικό συναίσθημα, που είναι ταυτόσημο με την άγνοια και το μεταφυσικό φόβο. Πρέπει η επιστημονική γνώση να απλωθεί, να εκλαϊκευτεί, να ζυμωθεί, να κατακτήσει πρώτα τις νεότερες γενιές, για να αρχίσει να ξεριζώνεται το θρησκευτικό συναίσθημα και να αντικαθίσταται από την υλιστική κοσμοαντίληψη. Ακόμα και σε ένα κομμουνιστικό σύστημα αυτό δεν μπορεί να γίνει τόσο εύκολα. Ομως, ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος και η θεμελίωση της ανεξιθρησκείας είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Ενα ζήτημα που έχει να κάνει με το δικαίωμα του κάθε πολίτη της (αστικής) κοινωνίας να επιλέγει το σύστημα των φιλοσοφικών και ηθικών του αξιών, χωρίς αυτό να του επιβάλλεται βιαίως και χωρίς να αισθάνεται οποιαδήποτε διάκριση. Δεν είναι ένα ζήτημα μειοψηφιών και πλειοψηφιών. Δεν μπορεί μια πλειοψηφία να επιβάλλει τη θέλησή της στις μειοψηφίες.
Οι αστοί πολιτικοί τα ξέρουν αυτά. Αν είχαν την πολιτική βούληση, θα είχαν λύσει το ζήτημα με ριζοσπαστικό τρόπο. Θα ξεμπρόστιαζαν το ιερατείο και θα το ξεβράκωναν στα μάτια του λαού. Δεν δοκίμασαν να κάνουν τίποτα ακόμα και τότε που οι δεσποτάδες ήταν στα κάτω τους. Τους έδωσαν τη δυνατότητα να ανακάμψουν και να επανέλθουν δριμύτεροι. Δεν αισιοδοξούμε ότι θα το κάνουν και στο μέλλον. Θα εξακολουθήσουν να αναζητούν στενά οφέλη, όντας όμηροι του
θρησκευτικού σκοταδισμού.
θρησκευτικού σκοταδισμού.
Πέτρος Γιώτης