Στις εποχές της κρίσης, όταν υπάρχει ένα τεράστιο κενό πολιτικής έκφρασης του προλεταριάτου, ανθίζουν κάθε είδους θεωρίες. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις αστικές θεωρίες διαχείρισης της κρίσης, αλλά και σε θεωρίες που ντύνονται με ριζοσπαστικό, ακόμη και επαναστατικό μανδύα και παρουσιάζονται με τη φιλοδοξία συνολικής ανατρεπτικής πολιτικής πρότασης. Το τελευταίο διάστημα, εξαιτίας της εμφάνισης του λεγόμενου «κινήματος των αγανακτισμένων», με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αυτό είχε (απόλυτη προγραμματική θολούρα, πασιφισμός, αυταπάτες κ.λπ.), γνώρισε άνθιση ένας νέος ρεφορμισμός, που προσπαθεί να ψαρέψει στα θολά νερά και να αντλήσει πολιτική υπεραξία από τη θολούρα αυτού του κινήματος.
Αντί για καθαρή πολιτική ζύμωση επαναστατικών προγραμματικών αιτημάτων, αυτός ο νέος ρεφορμισμός πλασάρει ένα μίγμα αιτημάτων αστικού πολιτικού εκσυγχρονισμού και μεταβατικών αιτημάτων που θα είχαν θέση σε μια επαναστατική κατάσταση (έξω απ’ αυτή μετατρέπονται στο αντίθετό τους), το οποίο διαμορφώνει μια εκλογική πλατφόρμα αστικού τύπου και όχι ένα πρόγραμμα πάλης επαναστατικού τύπου.
Κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ παίζουν έντονα αυτό το παιχνίδι, την ίδια στιγμή που επίσημα ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στην πιο δεξιά γραμμή που είχε ποτέ αυτό το μόρφωμα, σε μια προσπάθεια εκλογικής αναβάθμισής του με άντληση ψήφων από τη δεξαμενή της σοσιαλδημοκρατίας. Ο Τσίπρας με την παρέα του υλοποιούν τη διεύρυνση προς τα δεξιά (η οποία περιλαμβάνει και επιθέσεις αγάπης σε στελέχη και βουλευτές που εγκαταλείπουν το ΠΑΣΟΚ), ενώ διάφορες συνιστώσες παίζουν το παιχνίδι του ριζοσπαστισμού, ψαρεύοντας στα θολά νερά της «πλατείας». Πέρα από τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, όμως, που εδώ και χρόνια έχει αναγάγει σε επιστήμη αυτή τη βρόμικη, εκλογικίστικη τακτική, σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο ριζοσπαστικός βερμπαλισμός της οποίας μπορεί να εμφανίζεται σαν αριστερότερος του ΣΥΝ, κάθε άλλο παρά αριστερότερος είναι, όμως, από τον βερμπαλισμό συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο ΠΡΙΝ δημοσιεύτηκε πρόσφατα άρθρο του Δ. Δεσύλλα με τίτλο «Ανατρεπτικά πολιτικά αιτήματα πάλης», στο οποίο αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο ο νέος ρεφορμισμός στον οποίο αναφερόμαστε. Εισαγωγικά ο συγγραφέας σηκώνει τα λάβαρα της… κοινωνικής ανατροπής, υποβάλλοντας σε πολεμική εκείνους που λένε περίπου τα ίδια (ασφαλής μέθοδος «παραλλαγής»). Γράφει: «Η δικαιολογημένη και διευρυμένη οργή και αγανάκτηση των εργαζομένων, της νεολαίας, του λαϊκού κόσμου, δεν αξίζει να καθηλώνεται σε αδιέξοδες ή και αντιπολιτικές πρακτικές. Δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε εκλογίστικες διαχειριστικές λογικές. Αντίθετα, σήμερα είναι αναγκαίο, δυνατό και ρεαλιστικό να ανυψωθεί, σε μαζικό πολιτικό αγώνα για ανατροπή».
Βέβαια, η ίδια η ανατροπή δεν είναι και τόσο… επαναστατική. Αμέσως μετά γίνεται λόγος για «ανατροπή του “Μνημονίου διαρκείας”, του “Μεσοπρόθεσμου”, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και κάθε επίδοξου διαχειριστή της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής (ΝΔ, συγκυβερνήσεις κ.ά.)». Για να αποφύγει, όμως, την κατηγορία ότι επιδιώκει μια «άλλου τύπου εναλλαγή», στο πλαίσιο του καπιταλισμού, προσθέτει την απαραίτητη επαναστατική εσάνς: «Ανατροπή από τη σκοπιά της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και στην προοπτική της εργατικής εξουσίας – εργατικής δημοκρατίας». Ολα αυτά τα «από τη σκοπιά» και «στην προοπτική» είναι τόσο ασαφή που μπορούν να ερμηνευτούν ποικιλοτρόπως. Στην καλύτερη για τον συγγραφέα και τον πολιτικό του φορέα περίπτωση, εδώ υποδηλώνεται μια διαδικασία σταδίων, που θα ξεκινήσει με την ανατροπή της παρούσας κυβέρνησης και της επόμενης και κάθε άλλης, μέχρις ότου, μέσα από συνεχείς ανατροπές, φτάσουμε στην «αντικαπιταλιστική επανάσταση».
Ακόμα κι αν αυτή η ιδεατή διαδικασία σταδίων μπορούσε να οδηγήσει σε μια «αντικαπιταλιστική επανάσταση» (τι όρος κι αυτός!), ο συγγραφέας φροντίζει να ενισχύσει τις αμφιβολίες μας (ή μάλλον τη βεβαιότητά μας, ότι έχουμε να κάνουμε με καραμπινάτο ρεφορμισμό), με το προγραμματικό περιεχόμενο που περιγράφει στη συνέχεια.
Αυτές, λοιπόν, οι συνεχείς ανατροπές «από τη σκοπιά» και «στην προοπτική» θα έχουν ως προγραμματικό τους πρόταγμα τους «γνωστούς, πλατειά κατανοητούς, πολιτικούς στόχους (άμεση παύση πληρωμών, διαγραφή του ληστρικού χρέους, κρατικοποίηση τραπεζών χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, έξοδος από ευρώ και ΕΕ κ.ά.)»! Βλέπετε εδώ τίποτα το επαναστατικό; Παύση πληρωμών έχουν κάνει αστικές κυβερνήσεις, χωρίς να αμφισβητήσουν τον καπιταλισμό. Και κρατικοποίηση τραπεζών έχουν κάνει αστικές κυβερνήσεις (ακόμα και ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος κρατικοποίησε την Εμπορική Τράπεζα του ομίλου Ανδρεάδη). «Εξοδος από ευρώ και ΕΕ», όμως, πώς μπορεί να υπάρξει; Χωρίς επαναστατική ανατροπή; Μια στρατηγική επιλογή του ελληνικού καπιταλισμού μπορεί να ακυρωθεί χωρίς την ανατροπή ολόκληρου του καπιταλιστικού οικοδομήματος, στην οικονομική του βάση και στο εποικοδόμημα; Κοντολογίς, μπορείς να πετύχεις τέτοιους στόχους χωρίς μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση; Το ΝΑΡ απαντά «ναι», γι’ αυτό και το αίτημα για έξοδο από την ΕΕ μπαίνει δίπλα σε αιτήματα όπως η παύση πληρωμών, ενώ απουσιάζουν αιτήματα που καλείται να υλοποιήσει μια νικηφόρα προλαταριακή επανάσταση, με βασικότερο όλων την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Είναι φανερό ότι εδώ έχουμε ένα ακόμη στάδιο στην… αλυσίδα των ανατροπών. Μια Ελλάδα ακόμα αστική θα βγει από την ΕΕ και το ευρώ. Κάτι σαν τις αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις της δεκαετίας του ’50. Μόνο που βρισκόμαστε στο 2011 κι όχι στο 1958 και μιλάμε για την μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης Ελλάδα και όχι για το Μαρόκο ή τη Συρία. Γι’ αυτό και «κολλάει» δίπλα και ο «εργατικός έλεγχος». Ενα αίτημα που είναι προωθητικό-επαναστατικό σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, μετατρέπεται όμως σε ρεφορμιστικό-αντεπαναστατικό σε συνθήκες που δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση.
Επαναστατική κατάσταση σημαίνει πως οι κυρίαρχοι δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, γιατί οι κυριαρχούμενοι δεν δέχονται να κυβερνηθούν όπως πριν. Σε τέτοιες συνθήκες, το επαναστατικό επιτελείο του προλεταριάτου, η οργανωμένη πολιτική του έκφραση, προωθεί συνθήματα όπως ο εργατικός έλεγχος, τα οποία ανεβάζουν την επαναστατική διάθεση του προλεταριάτου και το φέρνουν πιο κοντά στο αίτημα για κατάληψη της εξουσίας. Γι’ αυτό και αυτού του τύπου τα συνθήματα ονομάζονται μεταβατικά. Είναι συνθήματα που έχουν ως σκοπό να επιταχύνουν το πέρασμα από την επαναστατική κατάσταση, που είναι μια κατάσταση εύθραυστης ισορροπίας ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, στην έκρηξη της προλεταριακής επανάστασης.
Πώς λειτουργούν αυτά τα συνθήματα όταν δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση, όταν το προλεταριάτο δεν είναι οργανωμένο πολιτικά; Αφομοιώνονται από το σύστημα. Ποιος θα ασκήσει τον εργατικό έλεγχο; Ενα προλεταριάτο πολιτικά και οργανωτικά διαλυμένο σε όλα τα επίπεδα; ‘Η μήπως οι… λαϊκές συνελεύσεις των πλατειών; Δεν είναι τυχαίο ότι ανάλογα συνθήματα, που ακούστηκαν έντονα στα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, κατέληξαν στους διάφορους «συμμετοχικούς» θεσμούς, όπως η συμμετοχή εκπροσώπων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στα ΔΣ των κρατικών επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ. Ετσι, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έγινε πόλος εξουσίας του συστήματος και το σύστημά της αναπαράγεται έως και σήμερα με τη στήριξη του κράτους.
Ομως, οι «γνωστοί, πλατειά κατανοητοί, πολιτικοί στόχοι», παρά το ρεφορμιστικό τους περιεχόμενο, φαντάζουν πολύ… προωθημένοι στα μάτια του ΝΑΡ. Γι’ αυτό και εισηγείται μια σειρά πιο… μετριοπαθείς στόχους, οι οποίοι, επίσης, σύμφωνα με το συγγραφέα μας, «διευκολύνουν και προωθούν τον ανατρεπτικό πολιτικό αγώνα». Αυτά τα πρόσθετα πολιτικά αιτήματα –προφανώς για να μη… τρομάξουν οι μάζες και να οδηγηθούν πιο… ομαλά στα διάφορα στάδια των… ανατροπών– είναι τα εξής:
«Παραδειγματική τιμωρία, κατάσχεση κλεμμένων και δήμευση των περιουσιών, όλων όσοι συνέβαλαν στην αρπαγή και διασπάθιση του δημοσίου πλούτου (πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, κρατικοί υπάλληλοι, κομματικά στελέχη, επιχειρηματίες κ.ά.) – Κατάργηση του νόμου περί ανευθυνότητας – “ευθύνης υπουργών” – Κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών για όλα τα αδικήματα που είναι άσχετα με την άσκηση των καθηκόντων τους. Εκλογή και όχι ορισμός των δικαστών – Αμεση κατάργηση σε όλα τα προνόμια των βουλευτών – Κατάργηση του βουλευτικού μισθού και της βουλευτικής σύνταξης (το ίδιο για ευρωβουλευτές, περιφερειάρχες και αντιπεριφερειάρχες, δημάρχους και αντιδημάρχους) – Κατάργηση της τακτικής επιδότησης των κομμάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό (70 εκατ. ευρώ το χρόνο) – Κατάργηση της πρόσθετης – εκλογικής επιδότησης των κομμάτων τη χρονιά των εκλογών (30 εκατ. ευρώ) – Να καταργηθούν όλα τα εκλογικά παράβολα (σε βουλευτικές εκλογές, ευρωεκλογές, περιφερειακές, δημοτικές) – Ισότητα – ισοτιμία της λαϊκής ψήφου με πάγιο εκλογικό σύστημα την Απλή Αναλογική. Αύξηση και όχι μείωση στον αριθμό των βουλευτών (όχι των βολευτών), για να υπάρχουν περισσότερα κόμματα στη Βουλή, για γνησιότερη καταγραφή και αποτύπωση όλων των πολιτικών ρευμάτων και αντιλήψεων που υπάρχουν στην κοινωνία, για πραγματική αντιπαράθεση και διάδοση των πολιτικών προγραμμάτων και ιδεών – Αμεση εκλογή βουλευτών από τους χώρους εργασίας και σπουδών και από τους Δήμους, με δυνατότητα ανάκλησής τους ανά πάσα στιγμή».
Βλέπετε τίποτα ανατρεπτικό σε όλ’ αυτά; Βλέπετε, μήπως τη δυνατότητα «διευκόλυνσης και προώθησης του ανατρεπτικού πολιτικού αγώνα»; Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να γίνει αντιληπτό πως έχουμε να κάνουμε με συνθήματα εκσυγχρονισμού του αστικού κοινοβουλευτισμού. Εν προκειμένω ο ρεφορμισμός φτάνει σε επίπεδα αισχρότητας. Οχι μόνο δεν ασκείται κριτική στην ουσία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά αντίθετα γίνονται προτάσεις εξυγίανσής της, γεγονός που υπονοεί ότι αυτή η δημοκρατία, αυτό το πολιτικό σύστημα εξουσίας, περικλείει τέτοιες δυνατότητες, οι οποίες μπορούν να γίνουν πράξη με την ενεργή παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Από την άποψη αυτή, το ΝΑΡ τοποθετείται δεξιά του Περισσού και στο πλάι του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που επίσης προωθεί τέτοια αιτήματα αστικού εκσυγχρονισμού και αναβάπτισης του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αν ψάξει κανείς λίγο βαθύτερα (όχι πολύ, ίσα-ίσα κάτω από την επιφάνεια) αυτά τα ρεφορμιστικά αιτήματα, θα αντιληφθεί ότι δεν συνιστούν τίποτα περισσότερο από μια εκλογικίστικη τακτική, που σε απλά ελληνικά θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο αίτημα «επιτέλους, να μπούμε κι εμείς στη Βουλή, όπως μπήκαμε σε δήμους και περιφέρειες». Στην πραγματικότητα, γλείφουν τις «πλατείες». Χαϊδεύουν αυτιά από έναν κόσμο που ψάχνεται, αγανακτεί, οργίζεται, αλλά εξακολουθεί να κυριαρχείται από την αστική ιδεολογία. Αντί να προσπαθήσουν να κάνουν ζύμωση ενάντια στον καπιταλισμό και το αστικό σύστημα εξουσίας, ζύμωση που δημιουργεί και σφυρηλατεί την ταξική συνείδηση, προσπαθούν να πολιτικοποιήσουν σε μια ρεφορμιστική βάση τις αυταπάτες αυτού του κόσμου. Ψαρεύουν στα θολά νερά, όπως ακριβώς κάνει και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Η κατακλείδα του άρθρου του Δ. Δεσύλλα περιγράφει, χωρίς να κρύβεται ιδιαίτερα, την ουσία του ρεφορμιστικού πλαισίου αιτημάτων, τα οποία ανάγονται όλα στη σφαίρα του αστικού κοινοβουλευτισμού και από τα οποία απουσιάζουν εντελώς τα κοινωνικά και εργατικά αιτήματα. Προφανώς, αυτά θεωρούνται… οικονομίστικα, που μπορεί να λεκιάσουν τους υψηλούς πολιτικούς στόχους εκσυγχρονισμού και κάθαρσης του αστικού κοινοβουλευτισμού. Γράφει: «Η διεκδίκηση αυτών των άμεσων πολιτικών στόχων από το μαζικό λαϊκό κίνημα και την αντικαπιταλιστική, επαναστατική Αριστερά είναι πολλαπλά χρήσιμη. Επικοινωνεί καλύτερα με και μετασχηματίζει βαθύτερα και ποιοτικά τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση. Προωθεί το συνολικό ανατρεπτικό πολιτικό αγώνα».
Το γλείψιμο στις αυταπάτες της «πλατείας» ομολογείται. Μπορεί να βαφτίζεται «καλύτερη επικοινωνία», όμως σε τι ακριβώς συνίσταται ο «βαθύτερος και ποιοτικός μετασχηματισμός της λαϊκής οργής και αγανάκτησης»; Εχεις έναν κόσμο που μουτζώνει, βρίζει, απαιτεί να στηθούν κρεμάλες κ.λπ. Και τι του λες; Ξέρεις, μπορεί να υπάρξει ένας άλλος κοινοβουλευτισμός, αντιπροσωπευτικός, χωρίς προνόμια, έντιμος κ.λπ. Δεν του λες ότι αυτό το σύστημα είναι σάπιο μέχρι το μεδούλι και γι’ αυτό πρέπει να τσακιστεί, να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Του λες ότι μπορεί να εξυγιανθεί. Και του κλείνεις το μάτι να σε ψηφίσει. Δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν το σύνολο των «άμεσων πολιτικών αιτημάτων» έχει να κάνει με την κοινοβουλευτική λειτουργία. Περιττεύει να πούμε πως ο ισχυρισμός ότι αυτά τα αιτήματα «προωθούν το συνολικό ανατρεπτικό πολιτικό αγώνα» είναι εξοργιστικός. Είναι αυθαίρετος, είναι έωλος, είναι αλαζονικός, απευθύνεται ή σε πολιτικά μικρόνοες ή σε ανθρώπους σαπισμένους μέχρι το μεδούλι από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Αν ασχοληθήκαμε επί μακρόν με το συγκεκριμένο πόνημα, δεν είναι γιατί «καιγόμαστε» ν’ ανοίξουμε κάποιο μέτωπο κατά του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι γιατί, πρώτο, αυτές τις ντροπιασμένες ιδέες θα τις βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας (πάντοτε ο ρεφορμισμός είναι πιο οικείος για τις εργαζόμενες μάζες, όταν ξυπνούν από έναν μακρύ λήθαργο) και, δεύτερο, γιατί απορρίπτοντας αυτή την πολιτική, που αυτομοστράρεται σαν ριζοσπαστική και επαναστατική, οδηγείσαι στο βασικό «διά ταύτα» της περιόδου που διανύουμε. Το προλεταριάτο πρέπει να «κινηθεί» ταξικά αυτόνομα. Για να «κινηθεί» ταξικά αυτόνομα, όμως, πρέπει να συγκροτηθεί πολιτικά αυτοτελώς. Να συγκροτηθεί πολιτικά πάνω στη βάση ενός επαναστατικού προγράμματος ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού. Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, το προλεταριάτο πρέπει ν’ αποκτήσει το δικό του πολιτικό κόμμα, το δικό του επαναστατικό επιτελείο, το συλλογικό του «μυαλό», που είναι απαραίτητο όχι μόνο για την τελική «έφοδο στους ουρανούς», αλλά και να πάψουν οι αμυντικοί του αγώνες (όλοι οι αγώνες μέσα στον καπιταλισμό είναι αμυντικοί, ακόμα και όταν έχουν διεκδικητικό χαρακτήρα) να θυμίζουν το μαρτύριο του Σίσυφου.
Πέτρος Γιώτης