Τα περί νίκης του φοιτητικού κινήματος επί της κυβέρνησης και οπισθοχώρησης του ΠΑΣΟΚ στο θέμα των «μη κρατικών» Πανεπιστημίων, τα ακούσαμε πολλές φορές στην εκπνοή των φοιτητικών καταλήψεων, από κάποιους που από πολιτική τυφλαμάρα ή αφέλεια ή σκοπιμότητα πάσχιζαν γι’ αυτή (την εκπνοή).
Το αποκρουστικό περιεχόμενο του σχεδίου νόμου (που ξεπέρασε σε σκληρότητα και αντιδραστικότητα τις αρχικές προβλέψεις) ήταν η πρώτη σκληρή απάντηση στις πλανεύτρες αυτές θεωρίες. Παρόλα αυτά δεν πτόησε τους φορείς τους, που συνέχισαν το ίδιο βιολί.
Το άνοιγμα της συζήτησης για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος την Πέμπτη, 29 Ιουνίου, ενώ συνεχίζονταν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις -ενέργεια από μόνη της προκλητική- ήταν το δεύτερο μήνυμα της κυβέρνησης.
Τα όσα ακούστηκαν εκείνη τη μέρα στη βουλή, και περιγράφονται στο άρθρο αυτό, αποδεικνύουν ότι το φοιτητικό κίνημα, παρ’ όλους τους τριγμούς που προξένησε, δεν έκαμψε την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να προωθήσει το ξεπάτωμα του δημόσιου Πανεπιστήμιου, ούτε την αποφασιστικότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ, να τείνει προς αυτή σταθερό χέρι βοήθειας σε τούτο το βρόμικο έργο.
Η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 16, έδωσε αφορμή σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να αναπτύξουν τις θέσεις τους για την πανεπιστημιακή Παιδεία, γεγονός που ξέσκισε για μια ακόμα φορά τις μάσκες των υπερασπιστών του δημόσιου Πανεπιστήμιου, που επιμένουν υποκριτικά να φορούν.
Και επειδή ακριβώς έγινε στη διάρκεια της δίνης των φοιτητικών καταλήψεων (έστω στην εξασθένισή της) έχει ιδιαίτερη σημασία. Γιατί αποκαλύπτει το μέγεθος της προκλητικότητας και των δύο κομμάτων εξουσίας απέναντι στο φοιτητικό κίνημα και το λαϊκό αίσθημα που μένει προσηλωμένο στο δημόσιο, δωρεάν Πανεπιστήμιο.
Απέραντη ψευδολογία της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση στήριξε την επιχειρηματολογία της σε ιδεολογήματα και πολλά ψέματα.
Ψέμα πρώτο: «Η ανώτατη εκπαίδευση και γενικότερα η παιδεία είναι και παραμένει δημόσιο αγαθό, προς το οποίο πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι και όλες».
Ομως τότε πώς δικαιολογείται η πολιτική της σταθερής υποχρηματοδότησής της απ’ όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων; Ποιος οδήγησε τα Πανεπιστήμια στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αφού δεν είχαν να πληρώσουν ούτε το ρεύμα; Τα παρατημένα σχολικά και πανεπιστημιακά κτίρια, η έλλειψη εργαστηρίων, υλικοτεχνικής υποδομής (που στην περίπτωση των ΤΕΙ οδηγεί σε υποχρεωτική παραπομπή μερίδας των νεοεισαχθέντων στο δεύτερο εξάμηνο), το απαράδεκτο καθεστώς των συμβασιούχων διδασκόντων, η λειψή και υποτυπώδης φοιτητική μέριμνα (συγγράμματα, σίτιση, στέγαση κ.λ.π.), η οποία μάλιστα ψαλιδίζεται περαιτέρω και εξαφανίζεται με το νέο νόμο πλαίσιο, οδηγούν στην απαξίωση του δημόσιου σχολείου και Πανεπιστήμιου και αν ναι, τότε ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό;
Τι νόημα έχουν οι πολλαπλές εξετάσεις και αξιολογικές κρίσεις με κορωνίδα τις Πανελλήνιες, οι ρυθμίσεις σαν αυτή της βαθμολογικής βάσης του 10 σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα-δημόσιο αγαθό προς το οποίο «πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι και όλες», από αυτό της αποπομπής απ’ το σχολείο και το Πανεπιστήμιο αυτών που πρωτίστως δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και δε μπορούν να ακριβοπληρώσουν τους εμπόρους της γνώσης; Ποιος ευθύνεται που γιγαντώθηκε η παραπαιδεία, που κατατρώει το δημόσιο σχολείο, αν όχι οι επάλληλες εξεταστικές καρμανιόλες;
Ποιοι προτρέπουν τους ιδιώτες και τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις να εισβάλλουν στην εκπαίδευση παριστάνοντας τους ευγενικούς χορηγούς; Δεν εκπορεύονται τα αναλυτικά προγράμματα και οι «ευέλικτες ζώνες» από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τον πολιτικό του προϊστάμενο, το υπουργείο Παιδείας;
Ποιοι συζητούν στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ την αναζήτηση νέων πηγών χρηματοδότησης των Ανώτατων Ιδρυμάτων (εννοώντας το κεφάλαιο, τις επιχειρήσεις του, τους κάθε λογής ιδιώτες) και την απαγκίστρωση του κράτους από την υποχρέωσή του να προσφέρει δημόσια Παιδεία σε όλο το λαό, την ίδια στιγμή που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι είναι θεματοφύλακες του δημόσιου Πανεπιστήμιου; Είναι η υπουργός Παιδείας (δηλαδή η κυβέρνηση) αυτή που μαζί με τους άλλους ομολόγους της των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, στην πρόσφατη σύνοδο στο Λαγονήσι, συναποφάσισαν ότι η «παιδεία είναι διεθνές εμπορευματικό αγαθό» δηλαδή «υπηρεσία», «εμπορευματικό προϊόν» που μπορεί να πουλιέται και ν’ αγοράζεται;
Είναι οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αυτές που συμμετείχαν και συμμετέχουν στα φόρα τύπου Μπολόνια, Βερολίνο κ.λ.π., όπου αποφασίστηκε ότι το Πανεπιστήμιο πρέπει να σφιχταγκαλιαστεί με την αγορά, να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης και ν’ αντιμετωπίζονται οι φοιτητές ως «πελάτες»; Δεν είναι μήπως η κυβέρνηση αυτή που στο νομοσχέδιο για το νέο νόμο-πλαίσιο προνόησε να υπάρχει διάταξη για την τοποθέτηση μάνατζερ στα Πανεπιστήμια;
Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε άπειρα παραδείγματα για ν’ αποδείξουμε ότι για το σύστημα και τους πολιτικούς διαχειριστές του η διακήρυξη ότι η Παιδεία «ήταν και παραμένει δημόσιο αγαθό» είναι απλώς μια υποκριτική πομφόλυγα.
Ψέμα δεύτερο: Το θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων δεν θα επιτρέψει «να επικρατήσουν εκ των πραγμάτων καταστάσεις που δημιουργούν τον κίνδυνο ενός αρρύθμιστου πεδίου σε έναν τομέα τόσο κρίσιμο για τη χώρα, για την κοινωνία, για τους νέους».
Εδώ ο Καραμανλής, στον οποίο ανήκει το απόφθεγμα, λέει ένα μεγάλο ψέμα στον ελληνικό λαό. Διατείνεται, δηλαδή, ότι το θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, θα παρεμποδίσει εμπορικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, τύπου ΚΕΣ (Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών) να λανσάρονται ως πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Κατ’ αρχήν, χρόνια τώρα τα ΚΕΣ, που συνάπτουν συμφωνίες με πανεπιστήμια του εξωτερικού (συνήθως της Αγγλίας αλλά και της Γαλλίας, τα οποία μετά τις μεταρρυθμίσεις θατσερικού τύπου οδηγήθηκαν σε τέτοιες λύσεις, προκειμένου να επιβιώσουν, αλιεύοντας «πελάτες» από άλλες χώρες) παραπλανούν χιλιάδες νέους για τα «πτυχία» που χορηγούν -με τη σφραγίδα, βεβαίως, των ξένων πανεπιστημίων- και καμιά κυβέρνηση δεν έκανε το παραμικρό για να τα παρεμποδίσει ή να τους βάλει λουκέτο.
Επειτα, είναι οι διάφορες Οδηγίες που εκδίδει η ΕΕ, προς τις χώρες μέλη, προκειμένου να κατοχυρωθούν τα συμφέροντα των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών της. Οι Οδηγίες αυτές, που αφορούν την Παιδεία, εκδίδονται και από παράπλευρους δρόμους, όπως είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, πλαγιοκοπώντας τις χώρες μέλη-δορυφόρους, όπως είναι η Ελλάδα, ώστε να εξασφαλιστούν σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που θα κάνει κάθε χώρα, όπως τώρα καλή ώρα η αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος, τα συμφέροντα των ισχυρών της ΕΕ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γνωστή Οδηγία 89/48 για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, που απορρέουν από πτυχία που εκδίδονται από Πανεπιστήμια τα οποία διαθέτουν «παραρτήματα» τύπου ΚΕΣ, για την οποία μάλιστα εκκρεμεί η παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η απόφαση αναμένεται καταδικαστική.
Και τελευταίο παράδειγμα η Οδηγία 2005/36, με την οποία το κράτος μέλος (όπως π.χ. η Ελλάδα), στο οποίο εδρεύει εκπαιδευτικό ίδρυμα από άλλη χώρα της ΕΕ, έχει μεν δικαίωμα να απευθύνει ερώτημα για το «βάρος» του τίτλου, αν όμως το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Πανεπιστήμιου (π.χ. η Αγγλία) δώσει καταφατική απάντηση για την αξία του τίτλου σπουδών, τότε το κράτος-ανάδοχος δε μπορεί να βάλει οποιοδήποτε εμπόδιο στην άσκηση του επαγγέλματος στον κάτοχο αυτού του τίτλου.
Συνεπώς τον τσάμπα μάγκα κάνει ο Καραμανλής, ποντάροντας στην άγνοια του ελληνικού λαού γι’ αυτές τις ντιρεκτίβες της ΕΕ.
Από την άλλη, βεβαίως, σπεύδει να υπογραμμίσει αμέσως παρακάτω, ότι στόχος της κυβέρνησης είναι «να οριοθετηθεί η έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης, με τρόπο που εγγυάται…την επιτυχή ανταπόκρισή της στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και ευρύτερα του διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος», δίνοντας διαπιστευτήρια υποταγής στη γραμμή που χαράζουν τα διεθνή αφεντικά. Τέτοιες διαβεβαιώσεις έχει δώσει πάμπολλες ο πρωθυπουργός και σε άλλες συζητήσεις στη βουλή και αλλού, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά τις «δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα έναντι της ΕΕ», με τη τζίφρα που έχει βάλει κάτω απ’ τις Διακηρύξεις της Μπολόνια, του Βερολίνου κ.λπ.
Επειτα γνωρίζει πολύ καλά ότι αποτελεί προδιαγεγραμμένη πορεία το ευρωπαϊκό δίκαιο να υπερισχύσει του εθνικού, του συντάγματος συμπεριλαμβανομένου. Γι’ αυτό δεν του κοστίζουν τίποτε κάποιοι λεονταρισμοί για λαϊκή κατανάλωση. Ο πολύς Βενιζέλος του ΠΑΣΟΚ, καλός διαχειριστής της λαϊκής δημαγωγίας και των πολιτικών τερτιπιών, στην προηγούμενη αναθεώρηση του συντάγματος, όταν πίεζε η ΝΔ για τα μη κρατικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, αρνήθηκε δημαγωγικά να συναινέσει, λέγοντας ότι δεν είναι ανάγκη αυτά να τα βάλουμε στο σύνταγμα (και επομένως να φάμε κράξιμο και να υποστούμε το πολιτικό κόστος), αφού θα έρθουν αργά ή γρήγορα από την ΕΕ.
Ψέμα τρίτο: Τα ελληνικά διπλώματα θα αναβαθμιστούν στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η παραπάνω πρόταση, που ειπώθηκε από τον Α. Παπαληγούρα, αναιρέθηκε από τον ίδιο ευθύς αμέσως με την ομολογία ότι «ο αυστηρά κρατικός χαρακτήρας της Ανώτατης Εκπαίδευσης αναιρείται πια και μέσα από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου», ότι «η ΝΔ έχει απόλυτη επίγνωση του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αναπτύσσονται και κινούνται τα ελληνικά ΑΕΙ» και ότι ο «ενιαίος ευρωπαϊκός πανεπιστημιακός χώρος, που ξεκίνησε με τη διακήρυξη της Μπολόνια το 1999…αρχίζει να γίνεται η κρατούσα πραγματικότητα σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο».
Τι μας λέει εδώ ο υπουργός Δικαιοσύνης; Μας λέει το παράδοξο τα ελληνικά πτυχία, που είναι ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων ετών και απορρέουν από ένα δημόσιο (με όλες τις ενστάσεις) Πανεπιστήμιο, θα «αναβαθμιστούν» στο πλαίσιο των αρχών και κατευθύνσεων του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, που προμετωπίδα του έχει τη Μπολόνια, η οποία προβλέπει τριετή προπτυχιακό κύκλο σπουδών, αποτίμηση των σπουδών σε πιστωτικές μονάδες και συνεπώς κατάργηση του ενιαίου πτυχίου και διάσπαση της εσωτερικής ενότητας κάθε επιστήμης και συλλογή των μονάδων αυτών από «συστήματα εκπαίδευσης εκτός του πλαισίου της ανώτατης εκπαίδευσης» (σαν τα ΚΕΣ ας πούμε ή τα Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης), αρκεί να αναγνωρίζονται αυτά από τα εμπλεκόμενα Πανεπιστήμια.
Πιστεύει, λοιπόν, κανείς τον Καραμανλή που λέει ότι «γνωρίζουμε τις τάσεις που αναπτύσσονται εν όψει της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού χώρου», αλλά «εμείς θα διαμορφώσουμε το πλαίσιο (εκείνο) για την ίδρυση μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων» που θα μας προφυλάξουν από «αναπόφευκτες ντε φάκτο καταστάσεις»;
Πολύ δε περισσότερο, όταν πουθενά η κυβέρνηση δεν εκφράζει αντίθεση σ’ αυτές τις «τάσεις»; Και όταν έχει πάρει ως τώρα όλα τα μέτρα (νόμοι για την αξιολόγηση, το ΔΟΑΤΑΠ, τα Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης) που επιβάλλει αυτός ο Κοινός Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης, επιμένοντας να εκθειάζει τη σημασία τους; Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή της ομιλίας του Π. Παναγιωτόπουλου, όπου η αξιολόγηση των Ιδρυμάτων (με τα κριτήρια προφανώς της Μπολόνια και του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου) θεωρείται όρος εκ των ων ουκ άνευ για την «αναβάθμιση» των Πανεπιστημίων.
Πολύ δε περισσότερο, όταν πουθενά η κυβέρνηση δεν εκφράζει αντίθεση σ’ αυτές τις «τάσεις»; Και όταν έχει πάρει ως τώρα όλα τα μέτρα (νόμοι για την αξιολόγηση, το ΔΟΑΤΑΠ, τα Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης) που επιβάλλει αυτός ο Κοινός Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης, επιμένοντας να εκθειάζει τη σημασία τους; Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή της ομιλίας του Π. Παναγιωτόπουλου, όπου η αξιολόγηση των Ιδρυμάτων (με τα κριτήρια προφανώς της Μπολόνια και του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου) θεωρείται όρος εκ των ων ουκ άνευ για την «αναβάθμιση» των Πανεπιστημίων.
Ψέμα τέταρτο: Η Ελλάδα θα γίνει «κέντρο παιδείας και πολιτισμού για την ευρύτερη περιοχή».
Η πομπώδης αυτή διακήρυξη κρύβει τις προθέσεις των κομμάτων εξουσίας να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, είτε μέσα από τα δημόσια Πανεπιστήμια είτε μέσα από την ίδρυση ιδιωτικών, ώστε ο ελληνικός καπιταλισμός να αλιεύει φοιτητές-πελάτες από τα μεσαία και υψηλά στρώματα των βαλκανικών κυρίως χωρών (στις οποίες η Ελλάδα επιζητά κομμάτι από την πίτα των αγορών τους και παριστάνει το χωροφύλακα για λογαριασμό των αφεντικών της Αμερικής και της ΕΕ), αλλά και χωρών της λεκάνης της Μεσογείου, με τις οποίες έχει παραδοσιακές οικονομικές και πολιτιστικές παρτίδες, διεισδύοντας και μέσω της προσφοράς ανταποδοτικών υπηρεσιών Παιδείας, σ’ αυτές.
Κοντολογίς, τέτοιου είδους δραστηριότητες προσέλκυσης φοιτητών-πελατών από αυτές τις χώρες, δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν στα λαϊκά στρώματα των χωρών αυτών (ίσα ίσα που μεγαλώνουν την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά και την αστική τους τάξη), πολύ δε περισσότερο στην εργαζόμενη κοινωνία της χώρας μας. Την οποία, μάλιστα, πλήττουν, αφού λειτουργούν ως «λαγός» και προπομπός για την αναδιοργάνωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε ανταγωνιστική και ανταποδοτική βάση και θεωρούν την Παιδεία εμπόρευμα.
Ψέμα πέμπτο: Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων «συμβάλλει στην αντιμετώπιση της παραπαιδείας και τον περιορισμό της φοιτητικής μετανάστευσης».
Μόνο στο μυαλό των εγκεφάλων της κυβέρνησης βρίσκει έδαφος αυτός ο παραλογισμός. Είναι τουλάχιστον γελοίο να ισχυρίζεται κανείς ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα χτυπήσει την παραπαιδεία. Γιατί τα παιδιά που έχουν και σήμερα την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν τελικά σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού (ακόμα και κάνοντας εδώ ένα μέρος των σπουδών τους, στα ΚΕΣ), έχουν την άνεση να πληρώσουν και τα φροντιστήρια, όταν προσπαθούν κατ’ αρχάς να μπουν στα δημόσια ΑΕΙ. Γιατί η παραπαιδεία δεν καταπολεμάται όσο υπάρχουν εξετάσεις για την είσοδο στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Πολύ δε περισσότερο όταν το Λύκειο και ολόκληρο το σχολείο υποτάσσεται σ’ αυτές και στραγγαλίζεται από αυτές και από πάμπολλες άλλες εξετάσεις και αξιολογικές κρίσεις.
Και αν δεν επρόκειτο για πολιτική επιλογή και πολιτικά πρόσωπα που την υπηρετούν, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι αποτελεί τρικυμία εν κρανίω η πρακτική από τη μια μεριά να λογίζονται ανίκανοι να σπουδάσουν οι μαθητές που δεν έχουν «ένα επίπεδο» και προς τούτο θεσμοθετείται, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η ρύθμιση της βάσης του 10, και από την άλλη να τους δίνεται η δυνατότητα να το κάνουν τελικά μέσα στα ιδιωτικά πανεπιστήμια που θα ιδρυθούν. Να θεωρείται δηλαδή ηλίθιο, με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης το 42% των ελλήνων μαθητών, που κόπηκε φέτος λόγω της βάσης του 10 και από την άλλη να δίνεται η δυνατότητα σε μερίδα εξ αυτών, που προφανώς θα έχει τους παράδες, να σπουδάσει στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Εδώ ομολογείται, αν και κρύβεται τεχνηέντως, το γεγονός ότι η «τσέπη» του καθενός είναι τελικά ο ρυθμιστής των πάντων.
Της ίδιας ποιότητας είναι και ο ισχυρισμός του Παπαληγούρα ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα «ενισχύσουν την ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών». Νομίζουμε ότι τα σχόλια περιττεύουν. Θυμίζουμε μόνο ότι μη κρατικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια δεν σημαίνει δωρεάν φοίτηση. Σημαίνουν υψηλά δίδακτρα (σ.σ. δες όλα τα μη κερδοσκοπικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως π.χ. το Αρσάκειο) για τους φοιτούντες και φοροαπαλλαγές και χοντρές κρατικές επιχορηγήσεις στους ιδιοκτήτες τους.
Στην κατακλείδα της ομιλίας του ο Καραμανλής έπλεξε το εγκώμιο στο ΠΑΣΟΚ, σημειώνοντας «θετικά το γεγονός ότι εδώ και αρκετό καιρό βαίνει παράλληλα» με τη ΝΔ. Αναγνώρισε δηλαδή σ’ αυτό έναν πολύτιμο σύμμαχο. Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο Μαγγίνας. Και αυτό λέει πολλά. Γιατί χωρίς το ΠΑΣΟΚ δεν θα επιτυγχάνονταν σ’ αυτή τη βουλή η πλειοψηφία των 181 βουλευτών που επιθυμεί την αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος (σ.σ. το ακριβές περιεχόμενο της διάταξης δεν προσδιορίζεται σ’ αυτή τη βουλή. Εκείνο που τεκμαίρεται είναι η απόφαση να αναθεωρηθεί το σχετικό άρθρο), δίνοντας λευκή επιταγή στην επόμενη κυβέρνηση να χειριστεί την υπόθεση όπως επιθυμεί και να δώσει το περιεχόμενο που αυτή θέλει στο συγκεκριμένο άρθρο, με 151 ψήφους μόνο.
Το κλου στην τοποθέτηση της ΝΔ, το έκανε ο Β. Μαγγίνας, ο κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος.
Ηταν ένα χυδαίο υβρεολόγιο για τους φοιτητές και τους πανεπιστημιακούς, που ακόμα βρίσκονταν σε καταλήψεις και κινητοποιήσεις στο σύνολο σχεδόν των σχολών της χώρας. «Μικρή μειοψηφία που καταλαμβάνει τις σχολές και αντιδρά σε όλα» χαρακτήρισε τους φοιτητές, «μειοψηφία που πρωταγωνιστεί στην άρνηση και την αντίδραση» χαρακτήρισε τους πανεπιστημιακούς και «επαναστατική γυμναστική» το μαζικό μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα.
Σημείωσε δε, στέλνοντας μήνυμα αποφασιστικότητας προς κάθε κατεύθυνση: «θα ήταν πολιτικά ανεπίτρεπτο και μειωτικό για όλους να καμφθούμε μπροστά στις δύσκολες, αλλά επιτακτικά αναγκαίες αλλαγές, εξαιτίας της αντίδρασης μικρών ή μεγαλύτερων συμφερόντων, τα οποία ασφαλώς δεν εκπροσωπούν οι αξιότεροι στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής κοινότητας».
Προκλητικό το ΠΑΣΟΚ
Αποθρασυμμένο το ΠΑΣΟΚ από τη μη «στοχοποίησή» του από το κίνημα των καταλήψεων, από το ότι δηλαδή δε θεωρήθηκε εξίσου υπεύθυνο για την άλωση του δημόσιου Πανεπιστήμιου και την προώθηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων και ποντάροντας στο ότι η δημαγωγική του μπούρδα, ότι δε συμφωνεί τελικά με τη ΝΔ στην ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ έπιασε τόπο, όχι μόνο κατέθεσε πανομοιότυπη με αυτή της ΝΔ πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος, αλλά προχώρησε, μέσω του αρχηγού του Γ. Παπανδρέου, σε μια έκθεση των απόψεών του για την ανώτατη Παιδεία εξίσου προκλητική με αυτή της κυβέρνησης, πλην όμως περισσότερο πονηρή.
Γνωστός για τον προκλητικό τρόπο με τον οποίο εκφράζει τις απόψεις του, προκαλώντας πολλές φορές αμηχανία ακόμα και στα στελέχη του κόμματός του, ο Γιωργάκης δήλωσε στην αρχή της ομιλίας του, δίνοντας και το στίγμα της συνέχειά της: «Το 1996 ως υπουργός Παιδείας πρότεινα τότε δημοσίως την αναθεώρηση του άρθρου αυτού (δηλαδή του άρθρου 16 του συντάγματος). Τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν με έπεισαν ακόμα περισσότερο για την αναγκαιότητα αυτή».
Τα λόγια αυτά, που τα εξεστόμισε ενώ έξω απ’ τη βουλή διαδήλωναν φοιτητές, τα αφιερώνουμε εξαιρετικά σε αυτούς που πίστεψαν στην «οπισθοχώρηση» του ΠΑΣΟΚ και κούνησαν τούτο το «επιχείρημα», μαζί με τα περί νίκης, στα μάτια των φοιτητών, για να σαλπίσουν τη λήξη των καταλήψεων.
Στη συνέχεια, ξεπερνώντας κάθε όριο ξεδιαντροπιάς ο Γιωργάκης δήλωσε πως «αφιερώνει στη νέα γενιά που υφίσταται σήμερα την επίθεση της κυβέρνησης της αναθεωρητική του προσπάθεια».
Αναλύοντας την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την ανώτατη εκπαίδευση επικεντρώθηκε και αυτός στα ίδια ακριβώς σημεία που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο της Μ. Γιαννάκου, θεωρώντας τα, προφανώς, σημεία-κλειδιά στην ατζέντα ενός «σύγχρονου» Πανεπιστήμιου, χωρίς όμως να ανοίξει πλήρως τα χαρτιά του.
Γι’ αυτόν και το κόμμα του «το ποια τμήματα θα λειτουργούν, πώς θα εκλέγονται οι καθηγητές, ποια πτυχία θα δίνονται, (τι ρυθμίσεις θα υπάρχουν) για τους αιώνιους φοιτητές, για τα συγγράμματα» πρέπει να ανήκουν στη δικαιοδοσία των Πανεπιστημίων.
Μη βιάζονται να χειροκροτήσουν οι οπαδοί της περίφημης «αυτονομίας» των Ιδρυμάτων. Ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ δεν είναι τόσο αφελείς και δεν «χαρίζουν» τούτες τις αρμοδιότητες στα Πανεπιστήμια. Εχουν φροντίσει να δέσουν γερά το γάιδαρό τους, εξασφαλίζοντας τον πλήρη έλεγχο του κράτους στα Ιδρύματα, σύμφωνα με τα κριτήρια και τις προτεραιότητες που αυτό χαράζει κάθε φορά. Το κλειδί είναι οι «προγραμματικές συμφωνίες της Πολιτείας με κάθε Πανεπιστήμιο για μία 4ετία, που θα καθορίζουν τις υποχρεώσεις που θα αναλαμβάνει το κάθε Πανεπιστήμιο έναντι της Πολιτείας». Ετσι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γιωργάκη «θα ελέγχεται η απόδοση» των πανεπιστημίων και «θα καθορίζεται η χρηματοδότηση που απαιτείται γι’ αυτές τις συμφωνίες».
Μοχλός αυτού του ασφυκτικού ελέγχου θα είναι η αξιολόγηση των Ιδρυμάτων και ένα από τα κριτήριά της, που θα συμπεριλαμβάνεται στην τετραετή συμφωνία, «ο αριθμός των πτυχιούχων με βάση τον οποίο θα χρηματοδοτείται το κάθε Πανεπιστήμιο».
Κοντολογίς, τα Πανεπιστήμια θα τιμωρούνται με το κόψιμο ή τον περιορισμό της χρηματοδότησης αν δεν πιάσουν τα κριτήρια των 4ετών προγραμματικών συμφωνιών.
Η γενναία χρηματοδότηση όλων ανεξαιρέτως των Ιδρυμάτων χαρακτηρίζεται από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ «ισοπεδωτική γραφειοκρατία» και αντ’ αυτής προτείνεται η επιλεκτική χρηματοδότηση, όπως παραπάνω περιγράψαμε. Ο στόχος είναι «να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ευγενούς άμιλλας», δηλαδή ένα τοπίο άγριου ανταγωνισμού και κατηγοριοποίησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Την «ελευθερία σχεδιασμού και των κινήσεων των ΑΕΙ και ΤΕΙ» το ΠΑΣΟΚ τη βλέπει στο πλαίσιο «της παγκόσμιας οικονομίας» και αυτό, νομίζουμε, τα λέει όλα.
Η «απελευθέρωση του ελληνικού πανεπιστημίου από τον κρατισμό», που ευαγγελίζεται το ΠΑΣΟΚ, είναι η πλήρης υποταγή του στους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς, είναι η εξώθησή του στην αγκαλιά των επιχειρήσεων και στις ορέξεις και τα προτάγματα του κεφάλαιου, για λογαριασμό του οποίου οι πολιτικοί διαχειριστές του συστήματος, οι κυβερνήσεις, θα καθορίζουν τους όρους και τα κριτήρια, με τα οποία θα συνάπτονται οι προγραμματικές συμφωνίες με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Ο Γιωργάκης δημαγωγεί με την ανάγκη να αυξηθεί η χρηματοδότηση στο 5%, όμως το κόμμα του, όντας 20 χρόνια στην κυβέρνηση, συντηρούσε την Παιδεία με ψίχουλα.
Το «επιχείρημα» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι ένα και μοναδικό: Οτι δίνεται η δυνατότητα στο κράτος να ρυθμίσει φαινόμενα που απαντώνται στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης «να λειτουργούν (δηλαδή) ιδιωτικές μονάδες» χωρίς «το κράτος να παρέχει καμία εγγύηση στους πολίτες για την ποιότητά τους».
Επαναλαμβάνει δηλαδή αυτά που ισχυρίζεται και η ΝΔ. Θεωρούμε ότι το «επιχείρημα» αυτό έχει εκπέσει από την προηγούμενη ανάλυσή μας, για τις Οδηγίες της ΕΕ, την υπερίσχυση του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού, τις κατευθύνσεις της Μπολόνια και του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, και δεν επεκτεινόμαστε περαιτέρω.
Ομως αξίζει να σημειώσουμε κάτι. Ο Γιωργάκης χαρακτηρίζει τα εμπορικά μαγαζιά, τύπου ΚΕΣ «ιδιωτικές μονάδες στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», δηλαδή μονάδες εκπαίδευσης, κάτι που ακόμα και η ΝΔ αποφεύγει επιμελώς να πράξει. Και αυτό σηματοδοτεί, αν θέλετε, και το πώς νοεί τα περίφημα μη κρατικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, αλλά και περιγράφει γενικά το «όραμά» του για το δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Γιούλα Γκεσούλη