Η ιστορία με τον φλαμανδό Γιαν Φαμπρ, που ήρθε, είδε και αναγκάστηκε να απέλθει, προσφέρεται για κάποιες σκέψεις επί του πολιτιστικού γίγνεσθαι, έξω από τα δίπολα-φενάκη: «φαμπριστές-αντιφαμπριστές», «εθνικιστές-διεθνιστές», «μοντερνιστές-κλασικιστές» και τα παρόμοια. Αν μείνουμε μόνο στο καλλιτεχνικό πεδίο, θα πούμε ότι ζήσαμε μια ακόμα σύγκρουση για τη νομή των (λιγοστών πλέον) κονδυλίων που δίνει το κράτος για τον πολιτισμό. Τα υπόλοιπα, τα αμιγώς καλλιτεχνικά, δε θα έπαιζαν κανένα ρόλο αν είχαν μοιραστεί καλύτερα τα κονδύλια. Αυτή η σύγκρουση έδωσε την ευκαιρία στα συγκροτήματα των ΜΜΕ να παίξουν το δικό τους πολιτικό παιχνίδι, οδηγώντας τους Τσιπραίους σε μια ακόμα κατά κράτος ήττα.
Πώς κατέληξε ο Μπαλτάς στην επιλογή του Φαμπρ; Αγνωστο. Σίγουρα κάποιοι στο περιβάλλον του έκαναν τα «κονέ». Εμείς στεκόμαστε στο αποτέλεσμα. Ενας τύπος, που ανήκει στην κατηγορία εκείνων που πουλάνε «πρόκληση» στο αστικό κοινό, τοποθετείται στην κορυφή του μεγαλύτερου κρατικού φεστιβάλ που διαθέτει μια χώρα, το οποίο ανακοινώνει ότι θέλει να μετονομάσει σε Διεθνές. Επί της ουσίας, διεθνές είχε καταστήσει το φεστιβάλ ο προκάτοχός του, ο οποίος εκδιώχτηκε από τον Μπαλτά κατηγορούμενος για κακουργηματικού τύπου διαχείριση των οικονομικών του. Ο Φαμπρ, όμως, με ύφος αποικιοκράτη που αναλαμβάνει πόστο σε αποικία, ανακοίνωσε τη μετατροπή του φεστιβάλ σε διεθνές, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι τέτοιο ήταν ήδη, ανεξάρτητα από την ονομασία του (η οποία δεν ενοχλούσε, άλλωστε, ούτε στεκόταν εμπόδιο στη μετάκληση ξένων παραγωγών).
Και ποια ήταν η πρώτη καλλιτεχνική απόφαση του… διεθνιστή «επιμελητή», όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, επειδή δεν του άρεσε το «καλλιτεχνικός διευθυντής»; Ανακοίνωσε ότι φέτος το φεστιβάλ θα είναι νέτα-σκέτα φεστιβάλ Φαμπρ-Αμβέρσας. Πέρα από τις ανακοινωμένες παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ, θα παρουσιαστούν τέσσερις δικές του (!) παραγωγές και κάποιες παραγωγές βέλγων φίλων του! Αυτούς ξέρει, αυτούς εμπιστεύεται. Τα επόμενα χρόνια θα φέρει και Ουΐλσον, και Καστελούτσι, και άλλους (που τους έφερνε συνεχώς ο Λούκος, όταν είχε τα λεφτά να τους πληρώσει). Οσο για τους Ελληνες, δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει εδώ, γι' αυτό προς το παρόν θα τους αφήσει απέξω! Αυτό έλειπε, να βάλουμε την τέχνη της αποικίας πάνω από την τέχνη της μητρόπολης.
Μιλάμε, δηλαδή, για καθαρή λαμογιά. Αν ο Λούκος κατηγορείται για διασπάθιση χρήματος που δινόταν στο φεστιβάλ, ο Φαμπρ για τι θα έπρεπε να κατηγορηθεί; Θα έπαιρνε μόνο 20.000 ευρώ για τη διεύθυνση και για τις δικές του παραγωγές, είπε απολογούμενος ο Μπαλτάς. Αυτό μας θυμίζει το παλιό ανέκδοτο, με τις φίρμες που έπαιρναν μέρος σε συναυλίες κοινωνικού ενδιαφέροντος, λέγοντας: «εγώ θα τραγουδήσω δωρεάν, αλλά τα παιδιά της ορχήστρας και οι ηχολήπτες πρέπει να πληρωθούν»! Ας μας πει ο Μπαλτάς πόσο θα κόστιζε η καθεμιά από τις παραγωγές με έργα του Φαμπρ που είχαν ανακοινωθεί. Προσοχή, πόσα θα έπαιρναν οι παραγωγοί και όχι πόση θα ήταν η χωριστή αμοιβή του Φαμπρ. Γιατί μέσα στα λεφτά της παραγωγής είναι και λεφτά για τον Φαμπρ. Τι νομίζει ο Μπαλτάς, ότι απευθύνεται σε Χαχόλους;
Μετά τις πρώτες αντιδράσεις ελλήνων καλλιτεχνών, οι Τσιπραίοι προσπάθησαν να ελέγξουν την κατάσταση. Ο ίδιος ο Τσίπρας «τουϊτάρισε» ότι ζήτησε από τον Φαμπρ να περιλάβει και ελληνικές παραγωγές στο φετινό πρόγραμμα του φεστιβάλ και αυτός του είπε ότι συμφωνεί. Ο Μπαλτάς θυμήθηκε εκ των υστέρων να πει ότι υπάρχουν λεφτά και για ελληνικές παραγωγές. Τα πράγματα, όμως, είχαν πάρει μη ελέγξιμη πορεία. Ακόμα κι αν οι καλλιτέχνες που αντιδρούσαν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν τον Φαμπρ, φτάνει να μοίραζε το φεστιβάλ κάποια λεφτά και σε εγχώρια σχήματα, ο λόγος είχε περάσει πλέον στους μιντιάρχες, που βρήκαν την ευκαιρία να την πέσουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Τα «παλλόμενα πέη» του Φαμπρ κυριαρχούσαν στις τηλεοπτικές οθόνες και στο Διαδίκτυο.
Η προπαγάνδα είχε καθαρά φασιστικό χαρακτήρα. Αποσκοπούσε στη δημιουργία λογικής όχλου, που ξαφνικά αισθάνθηκε να του προσβάλλουν τα ιερά και τα όσια. Οχλου που ξέχασε ότι σ' αυτόν εδώ τον τόπο τα φαλλικά σύμβολα υπήρξαν αναπόσπαστο στοιχείο της τέχνης πριν από χιλιάδες χρόνια, ενώ επιβιώσεις τους σε λαϊκά δρώμενα υπάρχουν ακόμα και στις μέρες μας (απόκριες). Ούτε έχουμε δει το συγκεκριμένο έργο του Φαμπρ ούτε έχουμε καμιά περιέργεια να το δούμε, όμως θα καταγγείλουμε με όση δύναμη διαθέτουμε τη φασιστική μέθοδο της απόσπασης ενός τμήματος απ' αυτό το έργο και τη χρήση αυτού του αποσπάσματος για την έξαψη των πιο χαμερπών ενστίκτων και διαθέσεων, ανθρώπων που υπό άλλες συνθήκες ούτε θα είχαν ακούσει κάτι περί Φαμπρ. Αλλωστε, το συγκεκριμένο έργο είχε ήδη παρουσιαστεί πέρυσι στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να προκαλέσει κανένα τέτοιο θόρυβο.
Ο Φαμπρ βρέθηκε σε πρέσα. Από τη μια οι εγχώριοι καλλιτέχνες που τον κατηγορούσαν για μοναχοφάη, από την άλλη η διακωμώδηση και ο χλευασμός του έργου του. Ο μόνος τρόπος για να το σταματήσει αυτό ήταν να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Η αιτιολόγηση της φυγής ήταν εύκολη: δεν μπορώ να δημιουργήσω σε καθεστώς καλλιτεχνικής εχθρότητας. Εκείνο που δεν καταλάβαμε είναι τι ακριβώς θα δημιουργούσε. Γιατί οι δικές του δουλειές ήταν έτοιμες (και θα τις χρυσοπλήρωνε ο μάνατζερ Φαμπρ στον καλλιτέχνη Φαμπρ, για να επιβεβαιωθεί το Janης κερνάει και Janης πίνει), ενώ έτοιμες ήταν και οι δουλειές των κολλητών του από το Βέλγιο. Πιεζόμενος σ' αυτή την πρέσα, κατάλαβε ότι το «όνομα» που έχει φτιάξει στην ευρωπαϊκή αστική σκηνή θα δεχόταν σοβαρό πλήγμα. Δεν είναι και λίγο να σε κατηγορούν για λαμόγιο και παράλληλα να σε γελοιοποιούν καλλιτεχνικά, χωρίς εσύ να μπορείς να βρεις έναν υποστηρικτή. Η φυγή ήταν γι' αυτόν η καλύτερη λύση.
Αλλωστε, ούτε το δίδυμο Μπαλτά-Τσίπρα θα μπορούσε να τον κρατήσει υπ' αυτές τις συνθήκες. Θα ήταν μια ακόμα ανοιχτή πληγή στο αιμάσσον σώμα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Και μάλιστα μια πληγή στην οποία θα έριχναν συνεχώς αλάτι όχι οι συνήθεις πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης, αλλά δυνάμεις φιλικές προς αυτή (είναι γνωστή η διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο των εγχώριων καλλιτεχνικών κύκλων). Η λύση Θεοδωρόπουλου (στον οποίο είχε προταθεί η θέση πριν τον Φαμπρ, όμως την αρνήθηκε για να μην φανεί ότι συμμετέχει στο «λιντσάρισμα» του Λούκου) ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να βρει τη δεδομένη στιγμή ο Μπαλτάς. Δημοσιοσχεσίτης, καλός ισορροπιστής, χωρίς να έχει προκαλέσει επεισόδια στο παρελθόν, διαχειριστής ενός ιδιωτικού θεάτρου που επιβιώνει επί χρόνια (Θέατρο του Νέου Κόσμου), μπορεί να μοιράσει τη μικρή «πίτα» με τρόπο που δε θα προκαλέσει μεγάλους τριγμούς.
Φυσικά, για διεθνείς παραγωγές ούτε λόγος. Για φέτος σίγουρα, αλλά ενδεχομένως και για τα επόμενα χρόνια. Ο Θεοδωρόπουλος δεν είναι Λούκος, ο οποίος ήταν Ελληνας μόνο στην καταγωγή, ενώ την καριέρα του ως μάνατζερ την είχε χτίσει στη Γαλλία, γεγονός που του επέτρεπε -ανάλογα με τα λεφτά που διαχειριζόταν- και επαφή με την παραγωγή στο εξωτερικό να έχει και επαφές με τους μανατζαραίους αυτών των συγκροτημάτων. Ενδέχεται, όμως, και «από άποψη» (που έχει να κάνει και με τον καλλιτεχνικό συντηρητισμό-επαρχιωτισμό και με το οικονομικό σκέλος), ο Θεοδωρόπουλος να γυρίσει το φεστιβάλ στην εποχή που κυριαρχούσε η χλαμύδα και το σανδάλι και που οι παραστάσεις του Κουν φάνταζαν σαν… θεατρική πρωτοπορία (ενώ ήταν απλώς επαγγελματικά άρτιες).
Και να κλείσουμε μ' αυτό. Εκείνοι που πιάστηκαν από το γκεμπελισμό με τα «παλλόμενα πέη», για να αναφερθούν σε καλλιτεχνικά ζητήματα, τι έχουν προσφέρει στην ελληνική σκηνή; Τα τελευταία σαράντα χρόνια, δεν καλύπτουν ούτε τα δάχτυλα του ενός χεριού οι παραστάσεις που είχαν κάτι να πουν, ξεφεύγοντας από τον κλασικισμό, τον επαρχιώτικο συντηρητισμό και τη μούχλα της διεκπεραίωσης. Ποιος από όλους όσοι μαζεύτηκαν στο θέατρο «Σφενδόνη» μπορεί να συγκρίνει τη δουλειά του με τη δουλειά που γίνεται στο Toneelhuis της Αμβέρσας (για να αναφερθούμε σ' ένα βελγικό πρωτοπόρο συγκρότημα που δεν είδαμε να περιλαμβάνεται στις επιλογές του Φαμπρ);
Οταν στη Γαλλία, στη Γερμανία, τη βελγική Φλάνδρα, τις ΗΠΑ, την Ιταλία δημιουργήθηκαν μεγάλα συγκροτήματα, που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν παραγωγές αξιώσεων (δεν κρίνουμε το αν ξεφεύγουν ή όχι από τα θέσμια της αστικής τέχνης), εδώ ανακοινώνουν με τυμπανοκρουσίες τη δημιουργία της «ομάδας των τριών», οι οποίοι σε ελάχιστο χρόνο διασπώνται σε τρεις ομάδες «του ενός». Τόσα θέατρα δεν έχει καμιά άλλη μεγαλούπολη. Τέτοια έλλειψη παιδείας, τέτοια ποσότητα ναρκισσισμού, τέτοια έλλειψη αναζήτησης δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς. Και το αποτέλεσμα είναι, αυτός ο συρφετός, που δεν μπόρεσε να έχει ούτε μια τοσοδούλικη παρέμβαση στα όσα τραβάει ο λαός μας τα τελευταία χρόνια, να πνίγει εν τη γενέσει της κάθε προσπάθεια πρωτοποριακής αναζήτησης. Η λαμογιά του κάθε Φαμπρ δε θα μας οδηγήσει σε δικαίωση αυτού του συρφετού.
Πέτρος Γιώτης