Το ακούσαμε κι αυτό: σ’ αυτές τις εκλογές η αποχή συνιστά ταξική προδοσία. Και δεν μας το είπε στέλεχος του Περισσού ή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν μας ενόχλησε η ηχηρότητα της πολιτικής καταγγελίας. Μας εξόργισε ο άκρατος πολιτικός οπορτουνισμός που υποκρύπτει.
Μιλώντας από άποψη αρχών, και μόνο η αναγόρευση του ζητήματος της συμμετοχής σε μια εκλογική μάχη σε ζήτημα ταξικής συνέπειας ή ταξικής προδοσίας συνιστά πλήρη εγκατάλειψη της θεωρίας του μαρξισμού για το ρόλο των αστικών κοινοβουλευτικών εκλογών και της εκλογικής στάσης των κομμουνιστών ως στοιχείο μιας επαναστατικής τακτικής. Μπορεί να ασκηθεί κριτική στη μια ή την άλλη εκλογική επιλογή, ποτέ όμως αυτή η επιλογή δεν μπορεί να αναχθεί στο επίπεδο της ταξικής προδοσίας.
Μιλώντας συγκεκριμένα, η μόνη φορά που η εκλογική επιλογή τροφοδότησε σκληρή αντιπαράθεση στο εσωτερικό του ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος ήταν το 1946. Τότε, το επαναστατικό ΚΚΕ (καμιά σχέση με τον Περισσό) κάλεσε τον ελληνικό λαό να απόσχει από τις εκλογές και τη μέρα διεξαγωγής τους έγινε η αντάρτικη επίθεση στο Λιτόχωρο, η οποία θεωρείται ως η επίσημη έναρξη της επανάστασης του 1946-49, την οργάνωση της οποίας είχε αποφασίσει μερικούς μήνες νωρίτερα η ηγεσία του ΚΚΕ, όταν απέτυχαν όλες οι προσπάθειες ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τη συντεταγμένη αποχώρηση των ανταρτών από τα πεδία των μαχών, μια ομάδα οπορτουνιστών μέσα στο ΚΚΕ προσπάθησε να αναγάγει την αποχή από τις εκλογές του 1946 σε μέγιστο πολιτικό ζήτημα, σε έγκλημα καθοσιώσεως που χαντάκωσε το κίνημα. Η σχετική συζήτηση μέσα στο κόμμα κορυφώθηκε στην 3η Συνδιάσκεψη του 1950 και η οπορτουνιστική ομάδα κατατροπώθηκε. Η ίδια αυτή ομάδα, μετά την αντεπαναστατική ανατροπή του 1956 στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, που περιέλαβε και το ΚΚΕ, επέβαλε αυτές τις απόψεις (με τη βοήθεια των σοβιετικών που χτύπησαν άγρια το κόμμα) και βάφτισε την αποχή του 1946 «τυχοδιωκτισμό του Ζαχαριάδη», που εμπόδισε το κόμμα να κατακτήσει την εξουσία μέσω των εκλογών!
Δεν περιμέναμε ότι θα ξανακούγαμε την ίδια επιχειρηματολογία εν έτει 2012. Σε μια εκλογική αναμέτρηση που δεν έχει τίποτα το κοινό με εκείνη του 1946 (απ’ όλες τις απόψεις). Αν μη τι άλλο, το 1946 το ΚΚΕ και οι σύμμαχοί του θα σάρωναν σε μια ελεύθερη εκλογική αναμέτρηση (γι’ αυτό και δεν υπήρχε περίπτωση ο μοναρχοφασισμός και οι Αγγλοι πάτρωνές του να κάνουν ελεύθερες εκλογές και είχε απόλυτο δίκιο ο Ζαχαριάδης), ενώ η αποχή συνοδεύτηκε με την έναρξη του ένοπλου επαναστατικού αγώνα, τον οποίο οι κομμουνιστές διεξήγαγαν με αξιώσεις νίκης επί τρία χρόνια (οι λόγοι της στρατιωτικής ήττας εκφεύγουν από το πεδίο αυτής της ανάλυσης). Διακυβεύεται σήμερα κάποια επαναστατική νίκη μέσω των εκλογών; Βρισκόμαστε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης; Ουδείς τολμά να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, πλην του Τσίπρα και των Συριζαίων, που βρήκαν ως βασικό συστατικό της προεκλογικής τους δημαγωγίας την «κυβέρνηση της Αριστεράς». Ολοι οι υπόλοιποι ελπίζουν απλά σε μια καλύτερη, σε σχέση με το παρελθόν, εκλογική καταγραφή. Από τον Περισσό μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την εκλογική σύμπραξη των ΚΚΕ μ-λ και Μ-Λ ΚΚΕ, ανεξάρτητα από την επιμέρους επιχειρηματολογία, η ψήφος ζητείται ως ψήφος διαμαρτυρίας και καταδίκης της κυρίαρχης πολιτικής και όχι ως ψήφος διεκδίκησης της εξουσίας. Τότε προς τι οι «ψίθυροι» περί ταξικής προδοσίας;
Η απάντηση είναι απλή και λέγεται ψηφοθηρία. Ο,τι δεν προσθέτει «κουκιά» στο εκλογικό τους σακκούλι πρέπει να χτυπηθεί και επειδή δεν υπάρχει στοιχειωδώς πειστική πολιτική επιχειρηματολογία, επιστρατεύονται είτε οι γελοίοι βερμπαλισμοί τύπου «ταξικής προδοσίας» είτε η κουτοπόνηρη εκλογικίστικη λογιστική. Και τι δεν ακούστηκε αυτές τις μέρες, όταν η συζήτηση ερχόταν στην αποχή ως ταξική απάντηση στο στημένο εκλογικό παιχνίδι. Η θεωρία της «χαμένης ψήφου» απέκτησε άφθονες μεταμορφώσεις. Σταχυολογούμε κάποιες απ’ αυτές.
– «Η αποχή ευνοεί το πρώτο κόμμα». Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, θα διαπιστώσουμε ότι το πρώτο κόμμα δεν ευνοείται από την αποχή, τα άκυρα και τα λευκά, που βγαίνουν εκτός εκλογικού μέτρου, αλλά από τις ψήφους που θα μαζέψουν τα μικρά κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής. Οσο μεγαλύτερο είναι το άθροισμα των ποσοστών αυτών που θα μείνουν εκτός Βουλής, τόσο κατεβαίνει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Αυτή είναι η λογική του εκλογικού νόμου. Σύμφωνα με τη λογική τους, αυτοί που δεν έχουν δυναμική για να ξεπεράσουν το 3%, θα έπρεπε να απόσχουν και να στηρίξουν κάποιο μεγαλύτερο κόμμα, προκειμένου να κόψουν κάθε ελπίδα αυτοδυναμίας στο πρώτο κόμμα.
– «Η αποχή ευνοεί τα αστικά κόμματα, γιατί δείχνει ανεβασμένα τα ποσοστά τους». Μ’ αυτή τη λογική, ακόμη περισσότερο ευνοεί τα μικρά κόμματα, αυτά που είναι μεταξύ εκλογικής φθοράς και αφθαρσίας. Θα εξέλεγαν, για παράδειγμα οι Οικολόγοι-Πράσινοι ευρωβουλευτή, αν δεν ήταν τόσο μεγάλη η αποχή στις τελευταίες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο; Θα καμάρωναν για τα ποσοστά τους (όχι και για τις ψήφους, βέβαια) όλα τα μικρά σχήματα της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αν δεν ήταν τόσο αυξημένη η αποχή; Ενα κόμμα που πασχίζει να πιάσει το 3% θα ευνοηθεί ιδιαίτερα από μια αυξημένη αποχή (θα μπορέσει να πιάσει το όριο με μικρότερο αριθμό ψήφων), ενώ αντίθετα το δεύτερο κόμμα θα πληγεί, παρά την αύξηση του ποσοστού του.
– «Η αποχή μπορεί να στείλει στη Βουλή τη Χρυσή Αυγή»! Αυτό πια είναι από τ’ ανήκουστα. Με την ίδια λογική, μπορεί να στείλει στη Βουλή και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ν’ αυξήσει τις έδρες του Περισσού και του ΣΥΡΙΖΑ και πάει λέγοντας. Μήπως η πιθανότητα εισόδου στη Βουλή των νεοναζί είναι το βασικό διακύβευμα αυτών των εκλογών; Και θα είναι η αποχή που θα τους στείλει στη Βουλή και όχι η πολιτική του αστικού συστήματος;
Οπως βλέπουμε, η κουτοπόνηρη εκλογικίστικη λογιστική μετατρέπεται σε μπούμερανγκ για τους εμπνευστές της. Η αποχή είναι μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση κι όποιος έχει τα κότσια ας την αντιμετωπίσει ως τέτοια. Ας μας πει γιατί θα πρέπει να νομιμοποιήσουμε μια εκλογική διαδικασία στην οποία δεν διακυβεύεται η ακολουθητέα πολιτική (αυτή είναι δεδομένη), αλλά μόνο η μορφή και η σύνθεση της κυβέρνησης που θα τη διαχειριστεί. Ας μας πει γιατί συνιστά ταξική στάση η συλλογή ψήφων σ’ ένα στημένο εκλογικό παιχνίδι και όχι η κάθετη ρήξη με το σκηνικό που έχει στηθεί, ώστε να σταλούν μηνύματα απολύτως ευδιάκριτα και σαφή. Ας μας πει γιατί η καλλιέργεια αυταπατών ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει αποτελεί ταξική στάση, ενώ το χτύπημα αυτών των αυταπατών και η καλλιέργεια μας αντικαπιταλιστικής-αντικοινοβουλευτικής συνείδησης δεν αποτελεί ταξική στάση.
Αύριο το βράδυ, κάποιοι θα μετρούν ψήφους, θα χαίρονται ή θα λυπούνται. Θα χαίρονται ή θα λυπούνται ανάλογα με το αποτέλεσμα της κάλπης, που δεν θα έχει καμιά ουσιαστική αντανάκλαση στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, που εξακολουθεί ν’ αποτελεί το ζητούμενο. Για τις νέες αυταπάτες που καλλιεργήθηκαν, μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν και οι «ακροαριστεροί» που εκστασιάζονται με τις εκλογές.
Πέτρος Γιώτης