Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα ισοδυναμού-σαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποι-κιών. Στον καπιταλισμό όμως, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς, εκτός από τη δύναμη. 0 δισεκατομμυριού-χος δεν μπορεί να μοιράσει με οποιονδήποτε άλλον «το εθνικό εισόδημα» μιας καπιταλι-στικής χώρας παρά μόνο: «Ανάλογα με το κεφάλαιο» (κι ακόμη πρέπει να προσθέσουμε ότι το μεγαλύτερο κεφάλαιο θα πάρει περισ-σότερα οπ’ όσα του αναλογούν). Ο καπιταλι-σμός σημαίνει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και αναρχία στην παραγωγή. Το να κηρύσσει κανείς μια «δίκαιη» μοιρασιά του εισοδήματος σε μια τέτοια βάση είναι προυντονισμός, στενοκεφαλιά μικροαστού και φιλισταίου. Το μοίρασμα δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά «σύμφωνα με τη δύναμη».
Β.Ι. Λένιν
«Σοτσιαλντεμοκράτ», 23.8.1915
Οταν ο Βαρουφάκης επικαλέστηκε μπροστά στον Σόιμπλε τη «λαϊκή εντολή» που έχει η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, ο γερμανός ΥΠΟΙΚ δε χρειάστηκε να σκεφτεί την απάντηση. Την είχε έτοιμη από πριν: έχουμε κι εμείς λαϊκή εντολή στη χώρα μας και οι κυβερνήσεις στις άλλες χώρες. Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο Σόιμπλε εμφανίστηκε με ύφος τροπαιούχου στη γερμανική κρατική τηλεόραση ARD και επανέλαβε τα ίδια: «Ο Βαρουφάκης ζήτησε να σεβαστούμε τη βούληση του έλληνα ψηφοφόρου. Βεβαίως, έχουμε μεγάλο σεβασμό στη βούληση των ψηφοφόρων στην Ελλάδα, αλλά είναι εξίσου μεγάλος και ο σεβασμός μου για τη βούληση των γερμανών ψηφοφόρων και των ψηφοφόρων στα άλλα κράτη-μέλη».
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Σόιμπλε, ο σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ξεκαθάρισε στον Βαρουφάκη: «Κάθε χώρα έχει δικαίωμα να εκλέξει δημοκρατικά μια νέα κυβέρνηση και φυσικά κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει εκ νέου την πολιτική της, ειδικά όταν έχει μια καθαρή εκλογική εντολή. Ενα όμως πρέπει να είναι σαφές: οι συνέπειες, ειδικά οι οικονομικές συνέπειες ενός επαναπροσδιορισμού της ελληνικής πολιτικής, δεν μπορούν να μεταφέρονται σε άλλες χώρες και να πληρώνονται εκεί από τους φορολογούμενους».
Ακολούθησε η πανικόβλητη αναδίπλωση. Από το βήμα της Βουλής, στην παρθενική του ομιλία ως υπουργός Οικονομικών, κατά τη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης (9.2.2014), ο Βαρουφάκης διακήρυξε: «Η δική μας λαϊκή εντολή δεν μας δίνει το δικαίωμα να κάνουμε του κεφαλιού μας. Εχουμε ακόμη δεκαοκτώ εντολές άλλων δημοκρατικών χωρών. Ενα δικαίωμα μας δίνει, να ζητήσουμε να ακουστούμε, να μας δοθούν μερικές εβδομάδες να καταθέσουμε τις απόψεις μας και από εκεί και πέρα η δική μας εντολή έχει την ίδια αξία και την ίδια δύναμη, ισχύ και νομική υπόσταση, όπως και οι δικές τους».
Συμπέρασμα πρώτο: οι λαϊκές εντολές δεν παίζουν κανένα ρόλο στις διακρατικές σχέσεις. Οι εκλογές καθορίζουν απλώς ποια πολιτική φατρία θα διαχειριστεί πολιτικά έναν δεδομένο καπιταλιστικό σχηματισμό.
Τι μένει στις διεθνείς σχέσεις όταν φύγει από τη μέση η ιδεοληψία περί λαϊκής εντολής; Μένει αυτό που σημείωνε ο Λένιν πριν από ακριβώς έναν αιώνα: ο συσχετισμός ανάλογα με τη δύναμη του κεφαλαίου που κάθε χώρα εκπροσωπεί.
Βέβαια, μια μέρα μετά τη διακήρυξη πίστης του Βαρουφάκη, στη δευτερολογία του, με την οποία έκλεισε η τριήμερη κοινοβουλευτική συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ο Τσίπρας έβγαλε άχρηστο τον Λένιν, επανερχόμενος στη γνωστή ιδεοληπτική μπουρδολογία: «Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Γιατί εάν υπήρχε, αυτό θα σήμαινε ότι θα αποδεχόμασταν ότι στην Ευρώπη των μεγάλων κατακτήσεων, στην Ευρώπη του πολιτισμού και της δημοκρατίας η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας δεν υπάρχει πια (…) Ποιος μπορεί να ζητάει από μια Κυβέρνηση με νωπή εντολή, αλλά και με πρωτοφανή κοινωνική αποδοχή και στήριξη να αποδεχτεί ότι ο λαός της δεν είναι κυρίαρχος; Και αλήθεια, ποιον θα βοηθούσε μια τέτοια εξέλιξη στην Ευρώπη; (…) Μια αποτυχία της Κυβέρνησης, μόνο τους εχθρούς της δημοκρατίας μπορεί να ευνοήσει, μόνο στους εχθρούς της δημοκρατίας μπορεί να ανοίξει το δρόμο, τόσο εδώ όσο και στην Ευρώπη (…) Και σε αυτή την κρίση, την κρίση της Ευρώπης, η μικρή Ελλάδα παίζει τον καθοριστικό ρόλο υπερασπιζόμενη για άλλη μια φορά ισχυρές οικουμενικές αξίες. Η μικρή Ελλάδα είναι αυτή που σήμερα υπερασπίζεται την Ενωμένη Ευρώπη, τη δημοκρατία και την αλληλεγγύη (…) Είμαστε όλοι συγκάτοικοι και συνιδιοκτήτες στο κοινό μας σπίτι (…) Οι ηγέτιδες δυνάμεις κατακτούν την ηγεμονία τους όχι με την εξόντωση και την τιμωρία, αλλά με την αλληλεγγύη και την πειθώ. Η ευρωπαϊκή Γερμανία έτσι κατάφερε να γίνει ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη».
Συγκρίνετε τη μπουρδολόγα και αοριστολόγα φλυαρία του Τσίπρα με τη λακωνικότητα και την κρυστάλλινη σαφήνεια του Λένιν. Σε σχέση με τις παπάρες του Τσίπρα, θα μπορούσαμε να θυμίσουμε μια αγαπημένη φράση του Λένιν: όταν η πραγματικότητα δε συμφωνεί με τις ιδεοληψίες μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Ομως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ιδεοληψίες, που θα μπορούσαν να είναι και συμπαθείς. Εδώ έχουμε να κάνουμε με προπαγάνδα εξαπάτησης του ελληνικού λαού από τον επικεφαλής μιας αδίστακτης πολιτικής κλίκας.
Πού πρόκειται να καταλήξει η «σκληρή διαπραγμάτευση» των συριζαίων με τους ιμπεριαλιστές δανειστές; Σε μια ωραιοποιημένη εκδοχή του Μνημονίου, που δε θα ονομάζεται Μνημόνιο, αλλά κάπως αλλιώς, που δε θα έχει τρόικα, αλλά έναν άλλο μηχανισμό επιτήρησης, που θα διασφαλίζει πρώτο τη δυνατότητα του ελληνικού κράτους να εξυπηρετεί τα δάνεια από τους ιμπεριαλιστές και δεύτερο την κινεζοποίηση του ελληνικού λαού, που δεν αποτελεί μόνο όρο για τη μέγιστη κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά και όρο για την εξασφάλιση της κανονικής εξυπηρέτησης των ιμπεριαλιστικών δανείων (αυτό εξυπηρετεί η σκληρή δημοσιονομική λιτότητα, βασικό συστατικό στοιχείο της κινεζοποίησης).
Οπως γνωρίζουν οι τακτικοί αναγνώστες της «Κ», αυτά εμείς δεν τα λέμε πρώτη φορά τώρα, που διαφαίνεται η κωλοτούμπα, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Τα έχουμε γράψει πολύ πριν τις εκλογές. Πέρα από την πληθώρα ρεπορτάζ και αναλύσεων, θυμίζουμε τη σειρά τεσσάρων άρθρων, με τίτλο «Το Μνημόνιο, το μετα-Μνημόνιο και ο ΣΥΡΙΖΑ», που δημοσιεύτηκε στη στήλη, στα φύλλα 802 έως 805 της εφημερίδας μας. Σ’ αυτή τη σειρά περιγράψαμε αυτά που θα είναι αναγκασμένη να εφαρμόσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε μετα-μνημονιακές συνθήκες, δεδομένου ότι αυτή η κυβέρνηση ούτε τον ελληνικό καπιταλισμό θέλει να θίξει ούτε τις διεθνείς του σχέσεις θέλει να διαταράξει.
Θα μπορούσε μια αστική κυβέρνηση να αρνηθεί, για παράδειγμα, την πληρωμή του χρέους; Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στην εμπειρία αστικών κυβερνήσεων, κυρίως στη Λατινική Αμερική, που επιχείρησαν κάτι τέτοιο και έσπασαν τα μούτρα τους, καταλήγοντας σε νέες συμφωνίες με τους ιμπεριαλιστές. Ούτε να καταφύγουμε στη θεωρία, υπενθυμίζοντας πως δεν μπορείς να κάνεις μονομερή διαγραφή του χρέους και ταυτόχρονα να αναζητάς θέση στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Αρκεί να σημειώσουμε ότι δεν μιλάμε γενικά και αόριστα για κάποια αστική κυβέρνηση, αλλά για μια ελληνική αστική κυβέρνηση, η οποία έχει καταστήσει σαφές πως ούτε τον καπιταλισμό σκοπεύει να θίξει (αντιθέτως, ψάλλει ύμνους στην «υγιή επιχειρηματικότητα») ούτε τη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην ΕΕ και την Ευρωζώνη να αμφισβητήσει (γι’ αυτό καταφεύγει στις ιδεοληπτικές μπουρδολογίες περί «Ευρώπης της ισότητας, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης»). Επειδή, λοιπόν, αναφερόμαστε σε μια τέτοια κυβέρνηση, η απάντηση είναι όχι. Δεν μπορεί μια τέτοια κυβέρνηση να αρνηθεί την αποπληρωμή του αποικιοκρατικού χρέους στους ιμπεριαλιστές δανειστές. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας, που μέχρι και την παραμονή των εκλογών μιλούσε για «αποικία χρέους» (θεωρητικό φληνάφημα του Ν. Κοτζιά), στη δευτερολογία του την περασμένη Τρίτη στη Βουλή είπε τα εξής εκπληκτικά: «Η δανειακή σύμβαση έχει αμοιβαίο συμφέρον τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους δανειστές. Δεν αποτελεί μια πράξη φιλανθρωπίας απέναντι στην Ελλάδα, αλλά μια πράξη αλληλεγγύης και συνευθύνης για το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον»!
Το ζήτημα του χρέους-βραχνά, λοιπόν, καθίσταται εκ των πραγμάτων ζήτημα της εργατικής επανάστασης που θα θέσει επί τάπητος την εξάλειψη του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Οσο για την κινεζοποίηση, αυτή μπορεί (και πρέπει) να αντιπαλευτεί και μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού, καθήκον που πρέπει να γίνει το βασικό καθήκον της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη δε θα μπορούσε ούτε καν να οραματίζεται τον κομμουνισμό, αν αποδεικνυόταν ανίκανη να οργανώσει τον αγώνα για άμεσες διεκδικήσεις.
Πέτρος Γιώτης